Και οι δύο πλευρές προσήλθαν με «μισή καρδιά». Η Τουρκία, γιατί τίποτα δεν άλλαξε στην αντίληψη της από το 2016 οπότε και τις διέκοψε και η Ελλάδα γιατί η κυβέρνηση θεωρούσε ότι της δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα της λύνει. Η παρέμβαση του Αντώνη Σαμαρά ήρθε να επιβεβαιώσει αυτούς τους φόβους.
Στον απόηχο των, μετά πολλών τυμπανοκρουσιών, Διερευνητικών επαφών της προηγούμενης Δευτέρας, μπορούμε να διατυπώσουμε κάποια συμπεράσματα:
1.Ποτέ διερευνητικές επαφές, από τις 60 που είχαν γίνει ως τώρα, δεν είχαν μετατραπεί στο επικοινωνιακό σόου που παρακολουθήσαμε. Περισσότερο επικοινωνία παρά ουσία, αυτή η υπερ- δραματοποίηση δεν προμήνυε τίποτα ουσιαστικό. Αν κάτι χαρακτήρισε τις προηγούμενες επαφές ήταν η διακριτικότητα στον χειρισμό , ώστε να μην εμπλακεί η κοινή γνώμη σε αυτές.
2.Και οι δύο πλευρές προσήλθαν με ‘μισή καρδιά’. Η Τουρκία, γιατί τίποτα δεν άλλαξε στην αντίληψη της από το 2016 οπότε και τις διέκοψε και η Ελλάδα γιατί η κυβέρνηση θεωρούσε ότι της δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα της λύνει. Η παρέμβαση του Αντώνη Σαμαρά ήρθε να επιβεβαιώσει αυτούς τους φόβους.
3.Όμως και οι δυο χώρες είχαν λόγους να προσέλθουν. Από τη μία, η Τουρκία είχε δραματικά ανάγκη να δείξει ένα πιο διαλλακτικό πρόσωπο. Η αλλαγή της Αμερικανικής ηγεσίας αλλά, κυρίως οι δύο μεγάλες διαπραγματεύσεις που έχει μπροστά της, αφενός για το Μεταναστευτικό και αφετέρου για μια ενδεχόμενη αναβάθμιση της τελωνειακής Ένωσης της με την ΕΕ, κατέστησαν αδήριτη την ανάγκη εξομάλυνσης των σχέσεων με την Ελλάδα.
Από την άλλη, η Ελληνική Κυβέρνηση, πιεζόμενη από τη δεξιά, εθνικιστική πτέρυγα της κοινοβουλευτικής της ομάδας προχώρησε σε.. Σιβυλλικές δηλώσεις, άλλοτε μιλώντας για «συζήτηση για θαλάσσιες ζώνες» και άλλοτε, δια στόματος Υπουργού Εξωτερικών,‘αυστηρά για συζήτηση οριοθέτησης ΑΟΖ/ υφαλοκρηπίδας.
4.Αξίζει να σημειωθεί ότι, αντίθετα με το Μακεδονικό που ήταν κατά βάση μια πολιτική διαφορά, τα ελληνοτουρκικά έχουν κυρίως νομικές πτυχές που είναι δύσκολο να αναλυθούν και να εξηγηθούν στην κοινή γνώμη. Τι ονομάζουμε χωρικά ύδατα, ποια η διαφορά με ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα είναι θέματα που ακόμη και οι «αναλυτές των τηλεοπτικών δελτίων» μπερδεύουν συχνά.
Αυτό που πρέπει να είναι σαφές είναι ότι οι διερευνητικές στόχο έχουν την δημιουργία μιας βάσης συνεννόησης και εμπιστοσύνης ανάμεσα στα μέρη και , όπως λέει και η λέξη, διερεύνηση των ορίων και προθέσεων της άλλης πλευράς. Και αυτό παραδοσιακά δεν γινόταν μόνο κατά την επίσημη συζήτηση αλλά και κατά τη διάρκεια του διαλλείματος ή του γεύματος. Αυτές οι επαφές, αν ευοδωθούν , καταλήγουν σε κανονικές διαπραγματεύσεις με σαφή ατζέντα. Μετά τις πετυχημένες εν πολλοίς διερευνητικές συναντήσεις των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ με τον Κ. Σημίτη και Γ. Παπανδρέου ως πρωθυπουργούς (2002-04 και 2009-10), που συζήτησαν συνολικά περί θαλασσίων ζωνών, επί Υπουργίας Ευ. Βενιζέλου την εποχή της συγκυβέρνησης (2013-15) ακολουθήθηκε μια πιο στενή εκδοχή των διερευνητικών, με συζήτηση μόνο για την ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Αυτή φαίνεται ότι επιλέγει σήμερα τουλάχιστον ο Υπουργός Εξωτερικών. Για τον πρωθυπουργό, από τις δηλώσεις του δεν είναι σαφές….
Κάθε διάλογος, κάθε γέφυρα συνεννόησης είναι εξ ορισμού θετική εξέλιξη, μια και απομακρύνει το σενάριο της έντασης και της βίας. Όμως το ζητούμενο είναι οι διερευνητικές να αποτελέσουν πραγματική βάση για βιώσιμες λύσεις, προς όφελος και των δυο λαών. Να μην εξελιχθούν δηλαδή σε προσχηματικές συναντήσεις που να εξυπηρετούν άλλες σκοπιμότητες. Το ερώτημα είναι εάν σήμερα οι δύο πλευρές επιθυμούν ειλικρινά να βρουν λύση. Η Τουρκία μάλλον δεν έχει λόγο να διαπραγματευτεί κάτι που ενδόμυχα θεωρεί ότι μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να το επιλύσει με τη βία. Αντίθετα με τη χώρα μας, για την Τουρκία η προσφυγή στη βία παραμένει μια ανοιχτή επιλογή. Για την κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη μια ενδεχόμενη λύση, που προφανώς ως αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης, δεν μπορεί να ικανοποιεί το σύνολο των ελληνικών επιδιώξεων, του περιπλέκει τη δύσκολη ισορροπία εντός του κόμματος του με τα εθνικιστικά, ακροδεξιά στοιχεία. Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν υπάρξει σύντομα επόμενος 62ος γύρος , όλα δείχνουν ότι θα είναι απλώς για να κρατά «τη μηχανή αναμμένη», χωρίς όμως καμιά διάθεση για λύση.
Εξάλλου, ακόμη κι αν περιοριστεί η συζήτηση στην οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, για την ασφάλεια δικαίου αυτή προϋποθέτει από την Ελλάδα να έχει ασκήσει το κυριαρχικό δικαίωμα στην ανακήρυξη των χωρικών της υδάτων, πριν τη διαπραγμάτευση. Θα το πράξει;
Ή η κυβέρνηση θα συνεχίσει τις ακροβασίες σε ένα σοβαρότατο ζήτημα που αφορά την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή μας;
Η Μαριλένα Κοππά είναι Αναπλ. Καθηγήτριας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο