Η κυβέρνηση ανακοίνωσε πανηγυρικά την περασμένη εβδομάδα αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ μικτά (που σημαίνει 743 ευρώ καθαρά) από την 1η Απριλίου, αλλά μια ματιά στα στατιστικά στοιχεία της Eurostat για το επίπεδο των μισθών στην Ελλάδα αρκεί για να διαψεύσει την όποια διάθεση για πανηγυρισμούς.
Η Ελλάδα βρέθηκε και το 2024 στο «βυθό» της Ε.Ε. σχετικά με το κατά κεφαλήν εισόδημα, αφού σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης είναι το προτελευταίο στην Ε.Ε., πάνω μόνο από την Βουλγαρία.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι το προϊόν της οικονομίας που αντιστοιχεί στον καθένα και αυτό υπολογίζεται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, δηλαδή δείχνει πόσα προϊόντα και υπηρεσίες μπορεί να αγοράσει ο πολίτης.
Η εικόνα φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα, που δείχνει ότι με το μέσο όρο της Ε.Ε. να ορίζεται στο 100, στην Ελλάδα ο δείκτης κατά κεφαλήν εισοδήματος με βάση την αγοραστική δύναμη είναι στο 70, που σημαίνει ότι ο Έλληνας μπορεί να αγοράσει το 70% των αγαθών που αγοράζει ο μέσος Ευρωπαίος. Κάτω από την Ελλάδα βρίσκεται μόνο η Βουλγαρία, με αγοραστική δύναμη στο 66% του μέσου όρου.
Η εξήγηση για το αρνητικό ρεκόρ της χώρας μας είναι διπλή. Από τη μια βρίσκονται οι χαμηλές αμοιβές σε συνδυασμό με το επίπεδο ανάπτυξης της Ελλάδας, που παραμένει χαμηλό και δεν έχει ανακάμψει μετά την καταστροφή που έγινε επί μνημονίων.
Ο δεύτερος λόγος είναι οι μεγάλες αυξήσεις των τιμών που έγιναν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, επειδή ο πληθωρισμός ήταν μεγαλύτερος από ότι στις άλλες χώρες της Ε.Ε. λόγω των καρτέλ που ανέβασαν τις τιμές πολύ περισσότερο από όσο δικαιολογούσε η αύξηση του κόστους της ενέργειας και του κόστους παραγωγής.
Δηλαδή στην Ελλάδα έχουμε και χαμηλές αμοιβές και υψηλές τιμές.
Όμως αν δούμε τους μισθούς σε ονομαστικούς όρους, χωρίς να υπολογιστεί το επίπεδο των τιμών, η Ελλάδα είναι τρίτη από το τέλος ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε., πάνω μόνο από την Ουγγαρία και την Βουλγαρία.
Τα τελευταία συγκριτικά στοιχεία για τις χώρες της Ε.Ε. δείχνουν ότι το 2023 ο μέσος μισθός, σε ετήσια βάση, στην Ελλάδα ήταν 17.013 ευρώ, κάτω από το μισό του μέσου όρου στην ευρωζώνη που ήταν 41.848 ευρώ, όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα.
Αν δούμε πόσο αυξήθηκε ο μέσος μισθός από το 2019 μέχρι το 2023, τα στοιχεία δείχνουν ότι η αύξηση στην Ελλάδα ήταν 6,6%, η δεύτερη χαμηλότερη αύξηση στην Ε.Ε., πάνω μόνο από τη Σουηδία, όπου η αύξηση ήταν 3,3%, αλλά βέβαια οι μισθοί στη σκανδιναβική αυτή χώρα ήταν 44.619 ευρώ το χρόνο, οπότε δεν υπάρχει σύγκριση.
Αυτό φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα, που δείχνει ότι οι μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών από το 2019 μέχρι το 2023 έγιναν σε χώρες όπως η Βουλγαρία (+55,2%), στη Λιθουανία (+48,2%), στη Λετονία (+43,9%) και στη Ρουμανία (+42,6%), χώρες που ήταν ιστορικά φτωχότερες από την Ελλάδα, αλλά πλέον έχουν ξεπεράσει κατά πολύ οικονομικά τη χώρα μας.
Εάν δούμε τον κατώτατο μισθό, η αύξησή του από το 2019 είναι πολύ μεγαλύτερη αφού το 2019 ο καθαρός κατώτατος μισθός ήταν 650 ευρώ μεικτά, που σημαίνει ότι η αύξηση ήταν 33%.
Η κατάσταση αυτή εξηγείται από το ότι οι αυξήσεις που έγιναν ήταν μόνο για τον κατώτατο μισθό και όχι για όλους τους μισθούς επομένως όσοι μισθωτοί έπαιρναν πάνω από τον κατώτατο δεν είδαν αυξήσεις.
Ο λόγος είναι ότι μετά τα μνημόνια ουσιαστικά καταργήθηκαν οι συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες «πέρναγαν» υποχρεωτικά τις αυξήσεις σε όλο το μισθολογικό φάσμα, αλλά σήμερα καλύπτουν μόνο το 30% των εργαζομένων, έναντι περίπου 70% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρώπη.
Αυτή είναι η πραγματική, δυσάρεστη εικόνα, που προκύπτει από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Eurostat, η οποία δεν έχει σχέση με το αφήγημα που προωθεί η κυβέρνηση, η οποία επικεντρώνει την επικοινωνία στον κατώτατο μισθό, παραγνωρίζοντας τη γενική εικόνα των μισθών και των αμοιβών.