Ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουν οι φοιτητές οικονομικών είναι ότι ο ρόλος των τραπεζών είναι να διαμεσολαβούν για τη βέλτιστη κατανομή των πόρων σε μια οικονομία. Να μαζεύουν δηλαδή τις αποταμιεύσεις και να ξαναρίχνουν το χρήμα στην αγορά, αξιολογώντας το ρίσκο και τις προοπτικές απόδοσης κάθε δανείου και κάθε επένδυσης προς όφελος της οικονομίας.
Θα πρέπει όμως να προστεθεί και ένα άλλο κεφάλαιο στα σύγχρονα χρηματοοικονομικά, το οποίο «διδάσκουν» στην πράξη οι Έλληνες τραπεζίτες τα τελευταία χρόνια, έχοντας εφεύρει και επιβάλει ένα νέο σύστημα, όπου όλη η οικονομία και η αγορά, αλλά και το ίδιο το Κράτος, δουλεύουν για τις τράπεζες, τις διοικήσεις και τους μετόχους τους.
Στο νέο περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων που διαμορφώνεται στην ευρωζώνη οι τράπεζες κινδυνεύουν να χάσουν ένα σημαντικό κομμάτι από τα εύκολα κέρδη που αποκομίζουν χάρη στα σχεδόν μηδενικά επιτόκια που δίνουν στους καταθέτες. Έτσι, σχεδιάζουν εξαγορές ασφαλιστικών και άλλων εταιρειών, όπως εταιρείες διαχείρισης επενδύσεων (asset management), προεξόφλησης απαιτήσεων (factoring) και άλλες, οι οποίες έχουν το πλεονέκτημα ότι αποδίδουν μεγάλα περιθώρια κέρδους από προμήθειες, καθώς κινούνται σε αγορές με ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά και κατά κανόνα αδιαφανείς χρεώσεις -όπως κατ΄εξοχήν είναι η τραπεζική αγορά.
Μετά την Τράπεζα Πειραιώς, η Εθνική, η Eurobank και η Alpha
Την αρχή έκανε η Τράπεζα Πειραιώς, η οποία εξαγοράζει την Εθνική Ασφαλιστική, αλλά παρόμοια σχέδια έχουν και η Εθνική, η Eurobank και η Alpha, οι οποίες ύστερα από μια τριετία εύκολων κερδών χάρη στα σχεδόν μηδενικά επιτόκια καταθέσεων και στα υψηλά επιτόκια δανείων έχουν συσσωρεύσει πλεονάζοντα κεφάλαια τα οποία υπολογίζονται σε 5-6 δισ. ευρώ.
Αυτή η υπεροπλία κεφαλαίων προήλθε όχι μόνο από υπερχρεώσεις των καταναλωτών σε επιτόκια και προμήθειες, αλλά και από το μοναδικό προνόμιο που έχουν οι τράπεζες να υπολογίζουν ως εποπτικά κεφάλαια λογιστικό χρήμα με τη μορφή της αναβαλλόμενης φορολογίας, η οποία αντιστοιχεί στο 41% των εποπτικών κεφαλαίων τους.
Τα πλεονάζοντα κεφάλαια επιτρέπουν στις τράπεζες να εξαγοράσουν εταιρείες και να μπουν σε άλλες αγορές οι οποίες προσφέρονται για «άρμεγμα» των καταναλωτών με υψηλές προμήθειες και χρεώσεις – μια δουλειά την οποία γνωρίζουν όσο κανείς άλλος.
Η κίνηση της Τράπεζας Πειραιώς με την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής άνοιξε την όρεξη και στις άλλες τράπεζες, αλλά σήμανε και κάποια «καμπανάκια» στην αγορά και στο πολιτικό σύστημα.
Η ανησυχία είναι ότι η είσοδος του τραπεζικού καρτέλ στις νέες αυτές αγορές θα επιφέρει μεγαλύτερη συγκέντρωση και θα εντείνει τα φαινόμενα καρτελοποίησης και έλλειψης ανταγωνισμού και στους κλάδους αυτούς δεδομένου ότι οι 4 συστημικές τράπεζες κινούνται με ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά, γεγονός που εντοπίζει και η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος.
Ανησυχία για την ασφαλιστική αγορά
Η προοπτική αυτή εγείρει ανησυχίες για τη δημιουργία και στην ασφαλιστική αγορά αλλά και στους άλλους κλάδους που γίνονται στόχος των τραπεζών, φαινομένων αντίστοιχων με εκείνα που παρουσιάζονται στην τραπεζική αγορά, όπως οι υπερβολικές χρεώσεις και η μεγάλη ψαλίδα μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού που προκάλεσαν κοινωνική κατακραυγή και κυβερνητικές παρεμβάσεις.
Η εξέλιξη αυτή, μάλιστα, θεωρείται αναπόφευκτη, καθώς πλέον οι τράπεζες, χάρη στα τεράστια ποσά που έχουν λάβει ως κρατική στήριξη και το ειδικό ευνοϊκό καθεστώς το οποίο απολαμβάνουν είναι σε θέση μοναδικής ισχύος, όπου τίποτα δεν μπορεί να τους αντισταθεί και πιθανότατα θα καταλάβουν κάθε τμήμα της χρηματοπιστωτικής αγοράς που είναι διαθέσιμο, δημιουργώντας και εκεί συνθήκες ολιγοπωλίου.
Τα τρία προηγούμενα χρόνια οι 4 συστημικές τράπεζες, παρουσίασαν σημαντικά κέρδη, συνολικά περί τα 13 δισ. ευρώ, εκμεταλλευόμενες το «τζάμπα» χρήμα που μάζευαν από καταθέσεις με σχεδόν μηδενικά επιτόκια, τα οποία αντί να μετατρέπουν σε παραγωγικά δάνεια, τα «γύριζαν» δηλαδή τα κατέθεταν για δικό τους όφελος σε υψηλότοκες καταθέσεις της ΕΚΤ ή σε υψηλότοκα κρατικά ομόλογα. Συγκέντρωναν δηλαδή καταθέσεις πληρώνοντας επιτόκιο 0,03% για καταθέσεις όψεως και χωρίς δεσμεύσεις, ενώ ο μέσος όρος στην ευρωζώνη ήταν 0,34%, δηλαδή υπερδεκαπλάσιος. Και την ίδια στιγμή κατέθεταν τα χρήματα αυτά στους ειδικούς λογαριασμούς της ΕΚΤ, με επιτόκιο που είχε φτάσει στο 4% και τώρα σταδιακά πέφτει και έχει υποχωρήσει στο 2,5% (δείτε περισσότερα πατώντας ΕΔΩ).
Με τα μεγάλα κέρδη οι τραπεζίτες ανέβασαν τις αμοιβές τους, με αυξήσεις και μπόνους που έφτασαν το 1,5 εκατομμύριο ευρώ ετησίως, μοίρασαν γενναιόδωρα μερίσματα στους μετόχους τους, ενώ συσσώρευσαν και ένα αξιόλογο «μαξιλάρι» πλεονάζοντος κεφαλαίου, το οποίο υπολογίζεται σε περίπου 6 δισ. ευρώ και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες συνολικά (δείτε περισσότερα πατώντας ΕΔΩ).
Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζονται να έχουν και έναν από τους καλύτερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, τα χρήματα δηλαδή που διαθέτουν ως ασφάλεια για να καλύψουν πιθανές απώλειες σε περίοδο κρίσης.
Οι επιδόσεις και ο «αέρας»
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ, οι ελληνικές τράπεζες το 2024 έφτασαν στα 24,3 δισ. ευρώ και ο σχετικός δείκτης στο 16%, που είναι πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης στο 15,86%.
Η επίδοση αυτή «ακούγεται» καλή, αλλά δεν είναι πραγματική, γιατί τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών είναι κατά ένα μεγάλο ποσοστό «αέρας» αφού πρόκειται για λογιστική καταγραφή μελλοντικών επιστροφών φόρου από μελλοντικά κέρδη, τη λεγόμενη αναβαλλόμενη φορολογία (αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις). Η χαριστική αυτή ρύθμιση έγινε από το Κράτος ως αντιστάθμισμα για τα χρήματα που έχασαν με το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων το 2012 και προκειμένου να μην καταρρεύσει η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα λόγω πραγματικής ανεπάρκειας κεφαλαίων.
Οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις των 4 συστημικών τραπεζών είναι 12,5 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 41% των εποπτικών κεφαλαίων τους (2,5 δισ. ευρώ για την Alpha Bank, 3,2 δισ. ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς, 3,1 δισ. ευρώ για την Eurobank και 3,6 δισ. ευρώ για την Εθνική Τράπεζα).
Οι τράπεζες προχώρησαν πέρσι σε γενναιόδωρη καταβολή μερισμάτων πέρσι, παρά το γεγονός ότι «όφειλαν» τις πιστώσεις της αναβαλλόμενης φορολογίας, την οποία έχουν την υποχρέωση να αποσβέσουν σταδιακά, καταβάλλοντας τα κεφάλαια από τα κέρδη τους.
Λόγω της κριτικής που προκάλεσε η διανομή των μερισμάτων, αποφασίστηκε η ταχύτερη απόσβεση η οποία αντί για το 2040-2042 θα ολοκληρωθεί δέκα χρόνια νωρίτερα, γεγονός που δεν αλλάζει την εικόνα δραματικά, αφού αναβαλλόμενη φορολογία φτάνει στο 40% των κεφαλαίων, όπως προαναφέρθηκε.