Την φθηνή εργασία και το χαμηλό εργασιακό κόστος συνεχίζει να… ενισχύει η κυβέρνηση, αντί των (ιδιωτικών και δημόσιων) επενδύσεων και του εκσυγχρονισμού των επιχειρήσεων, σαν μέτρο υπέρ του ανταγωνισμού των (ελληνικών) επιχειρήσεων και εξεύρεσης θέσεων εργασίας.
Τακτικές που αντιγράφουν την πρακτική των επιχειρήσεων κατά τα πρώτα στάδια της βιομηχανικής επανάστασης (μαζί με την παιδική εργασία τότε)…
Έτσι η Ελλάδα παρουσιάζει ραγδαία μείωση της ανεργίας (8,7% τον Ιανουάριο του 2025), και τεράστια έκρηξη… κακοπληρωμένων θέσεων εργασίας.
Τελευταίο μέτρο η καθήλωση των ασφαλιστικών εισφορών (νόμος 5184/2025) στο επίπεδο της συνήθως εργατικής αμοιβής, χωρίς τις προσαυξήσεις των υπερωριών και της εργασίας κατά τις αργίες και Κυριακές.
Για τη μείωση του κόστους, το οποίο θα έχει ευθεία αρνητική επίδραση στα έσοδα του ΕΦΚΑ, η κυβέρνηση διατείνεται ότι «…έτσι κι αλλιώς δεν δηλώνονταν οι υπερωρίες, άρα, μόλις το 1% των εσόδων του Ταμείου επηρεάζεται…».
Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση εμφανίζεται διαθέσιμη, αν όχι επισπεύδουσα, να νομιμοποιήσει κάθε καταπάτηση του εργατικού δικαίου ώστε να κυριαρχήσει η εργασιακή ζούγκλα.
Με τη νέα ρύθμιση που ισχύει ήδη ο εργαζόμενος θα λαμβάνει κανονικά τα ένσημα για την 8ωρη, 5νθήμερη και 40ωρη εβδομαδιαία απασχόληση, ενώ για την εργασία κατά την 6η ημέρα (συνήθως Σάββατο), την απασχόληση τις αργίες και τις Κυριακές, καθώς και για τις υπερωρίες (πέραν του 8ωρου, εάν δεν έχει επιλεγεί το ελαστικό 8ωρο), οι ασφαλιστικές εισφορές απλώς θα υπολογίζονται με το προβλεπόμενο-σταθερό ωρομίσθιο.
Με αυτόν τον τρόπο οι εισφοράς κοινωνικής ασφάλισης και Υγείας καθίστανται φθηνότερες από 25% (υπερεργασία), ή έως -40% (εργασία την 6η ημέρα) και -75% (απασχόληση τις Κυριακές και αργίες).
Όπως είναι αναμενόμενο, αυτό συνεπάγεται και μείωση του συντάξιμου μισθού δηλαδή του μέσου όρου των απολαβών από το 2002 μέχρι και το μήνα κατάθεσης της αίτησης συνταξιοδότησης. Μέσος όρος επί του οποίου υπολογίζεται η τελική ανταποδοτική σύνταξη. Και όσο μικρότερο είναι το ασφαλιστέο ποσό από την εργασία, αφού δεν θα προσαυξάνεται ανάλογε με την υπερωριακή αμοιβή, τόσο θα μένει καθηλωμένη η σύνταξη.
Γλυκαντικό…
Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση προσφέρει ένα… γλυκαντικό στις επιχειρήσεις, κυρίως στον τομέα της εστίασης και των ξενοδοχείων, για την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας από 1/3/2025. Και με δεδομένο ότι ο συγκεκριμένος κλάδος απασχολεί το σύνολο σχεδόν του προσωπικού τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες, γίνεται φανερό ότι θα αυξηθεί η επίσημη καταγραφή της εν λόγω απασχόλησης.
Κατά συνέπεια, μάλλον κερδισμένοι θα είναι οι χιλιάδες απασχολούμενοι στον τουρισμό, αλλά όχι όσοι εργάζονται στη βιομηχανία (συνεχούς πυράς), όπου θα μειωθεί η βάση υπολογισμού των συντάξεων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση στοχοποιεί το εργατικό κόστος, έμμεσο και άμεσο, ώστε να τονώσει τις εξαγωγές (κάτι που δεν επιτυγχάνεται τελικά) και για να μειώσει τις εισαγωγές (καθώς οι χαμηλόμισθοι υπάλληλοι αδυνατούν να προσεγγίσουν τα εισαγόμενα προϊόντα). Αλλά το εμπορικό ισοζύγιο συνεχώς διευρύνεται ανερχόμενο στα 35 δισ. ευρώ το 2024. Έτσι, και το έλλειμμα στο ισοζύγιο των εξωτερικών πληρωμών κυμαίνεται άνω του 7% του ΑΕΠ (πάνω από 15 δισ. ευρώ κάθε χρόνο «φεύγουν» στο εξωτερικό και τα… αναπληρώνουμε με πρόσθετο δανεισμό).
– Είχε περιηγηθεί η διευθέτηση του ημερήσιου και εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας μέσω της οποίας ένας εργαζόμενος ασχολείται έως 10 ώρες την ημέρα και 48 την εβδομάδα χωρίς πρόσθετη (υπερωριακή) αμοιβή και ο εν λόγω χρόνος επιστέφεται με την μορφή ρεπό η μειωμένου χρόνου εργασίας.
– Η απασχόληση κατά την 6η ημέρα με διευθυντικό δικαίωμα, χωρίς καν ατομική σύμβαση εργασίας, καταργώντας έτσι την 48ωρη -ανά εβδομάδα- ανάπαυση.
– Σταθερά η κυβέρνηση εμμένει στην… διατίμηση της εργατικής δύναμης καθώς το υπουργικό συμβούλιο ορίζει τις βασικές αποδοχές (κατώτατος μισθός) και όχι οι κοινωνικοί εταίροι (εργοδότες και ΓΣΕΕ).
– Είχε προηγηθεί (2012) το πάγωμα για 12 έτη των ωριμάνσεων (3ετίες).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο εισαγωγικός μισθός παραμένει στα 830 ευρώ (870 ευρώ μεικτά από 1/4/2025) και ο μέσος μισθός στα 1.336 ευρώ μεικτά (Ιούνιος 2025), κάτω από το επίπεδο του 2009 (1.442, 7 ευρώ τον Δεκέμβριο του 2009 και μόλις 1.336,4 τον Μάιο του 2024).
Ενώ με όρους αγοραστικής δύναμης (με βάση το «100» το 2020), τον Σεπτέμβριο του 2008 ο ιδιωτικός τομέας είχε δείκτη 120 και τον Σεπτέμβριο του 2024 μόλις τις 114 μονάδες!