Επενδυτικό Ελντοράντο ή αρπαχτή; – Η αγοραπωλησία της Εθνικής Ασφαλιστικής από το CVC και η γενναιόδωρη εξαγορά από την Πειραιώς
Για ποιο λόγο μια τράπεζα εξαγοράζει μια ασφαλιστική εταιρεία, πολύ ακριβότερα από ότι είχε πουληθεί μόλις τέσσερα χρόνια πριν και μάλιστα χωρίς να έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τα τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα της -αντίθετα, θα πρέπει να πουλάει συμβόλαια των ανταγωνιστών;
Το ερώτημα είναι ένα από τα πολλά που θέτει όλη η αγορά για την Τράπεζα Πειραιώς, που εξαγοράζει την Εθνική Ασφαλιστική από το αμερικανικό fund CVC, το οποίο εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια ως πολύφερνος ξένος επενδυτής ο οποίος εμπιστεύεται το «θαύμα» της ελληνικής οικονομίας, αλλά το τελευταίο διάστημα μοιάζει σαν να τα μαζεύει και να φεύγει, ξεπουλώντας τις επενδύσεις της στην Ελλάδα, με μεγάλα κέρδη.
Το CVC «ξεφορτώνεται» την Εθνική Ασφαλιστική που εξαγόρασε το 2021 από την Εθνική Ασφαλιστική, χωρίς να έχει παρέλθει η περίοδος κατά την οποία θα έπρεπε να καταβάλει και το υπόλοιπο τίμημα της εξαγοράς που συμφωνήθηκε σε δόσεις και υπό προϋποθέσεις.
Τον περασμένο μήνα, το CVC πούλησε σε αραβικά συμφέροντα (στην PureHealth με έδρα το Άμπου Ντάμπι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων), τα 10 ιδιωτικά νοσοκομεία και τα 16 διαγνωστικά κέντρα που είχε «μαζέψει» υπό την θυγατρική της Hellenic Healthcare Group (HHG).
Η τελευταία πρωταγωνιστεί στην κλειστή αγορά της ιδιωτικής υγείας, που έχει ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά και βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής για καρτελοποίηση και τεχνητή διόγκωση των δαπανών ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης. Κεντρική θέση στην αγορά υγείας έχει και η Εθνική Ασφαλιστική, μέσω της οποίας το CVC ελέγχει και την πλευρά της προσφοράς και της ζήτησης.
Η Πειραιώς με την προσφορά των 469 εκατ. ευρώ για το 70% της Εθνικής Ασφαλιστικής, δίνει την ευκαιρία στο CVC να ξεφορτωθεί άλλη μια «επένδυση» στην Ελλάδα, τροφοδοτεί τις στήλες του επιχειρηματικού ρεπορτάζ με ένα ενδιαφέρον χρηματιστηριακό και επιχειρηματικό στόρυ, αλλά έχει δημιουργήσει πολλά ερωτήματα στην τραπεζική και ασφαλιστική αγορά.
Το μόνο σίγουρο, με τα δεδομένα που είναι γνωστά, είναι ότι ο μεγάλος κερδισμένος είναι το CVC, το οποίο εξαγόρασε την Εθνική Ασφαλιστικής το 2021 από την Εθνική Τράπεζα υποχρεωτικά, χωρίς ανταγωνισμό, με… δόσεις και με εξαιρετικά ευνοϊκούς -αν όχι χαριστικούς- όρους, καθώς ο επόπτης των ευρωπαϊκών τραπεζών (o SSM της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) απαίτησε από την Εθνική Τράπεζα να ξεφορτωθεί με κάθε κόστος τη συμμετοχή της στην ασφαλιστική εταιρεία.
Στη διαδικασία δεν υπήρξε άλλο ανταγωνιστικό ενδιαφέρον, οπότε ο αγοραστής επέβαλε τους όρους του, με κυριότερο το δικαίωμα να χρηματοδοτήσει μέρος της εξαγοράς τμηματικά, από τα κέρδη της ασφαλιστικής και μάλιστα με εγγύηση ότι εάν δεν επιτευχθούν οι στόχοι του θα εισπράξει και αποζημίωση.
Έτσι, παρόλο που η συνολική ονομαστική αξία της Εθνικής Ασφαλιστικής υπολογίστηκε το 2021 σε περίπου 505 εκατ. ευρώ, το CVC μέχρι στιγμής έχει καταβάλλει 234 εκατ. ευρώ για να αποκτήσει το 90,1% της εταιρείας, ενώ είχε την υποχρέωση να καταβάλει άλλα 220 εκατ. ευρώ σε βάθος πενταετίας υπό προϋποθέσεις και εφόσον η ασφαλιστική πετύχαινε συγκεκριμένους στόχους πωλήσεων.
Το ντιλ, λοιπόν, με την Πειραιώς γίνεται προτού παρέλθει η πενταετία και η προθεσμία για την καταβολή του υπόλοιπου τιμήματος.
Εν τω μεταξύ, μέχρι σήμερα, το CVC έχει εισπράξει ήδη μερίσματα 132 εκατ. ευρώ.
Η ονομαστική αξία των 505 εκατ. ευρώ του 2021 αντιστοιχεί σε 1,25 φορές την αξία της εταιρείας σύμφωνα με τα λογιστικά βιβλία, τον δείκτη price to book value,. Ο δείκτης αυτός απεικονίζει, κατά το δυνατόν, την πραγματική αξία μιας εταιρείας,σε σχέση με την καθαρή θέση της σύμφωνα με τον ισολογισμό της, δηλαδή τα περιουσιακά της στοιχεία μείον το παθητικό της.
Εάν δούμε όμως το δείκτη σε σχέση με το πραγματικό τίμημα των 270 εκατ. ευρώ που έχει πληρώσει η CVC για το 90% των μετοχών που απέκτησε το 2021, η τιμή που πληρωσε το CVC σε σχέση με τη λογιστική αξία πέφτει στο 0,67.
Σήμερα εμφανίζεται η Τράπεζα Πειραιώς για να εξαγοράσει το 70% της Εθνικής Ασφαλιστικής έναντι 469 εκατ. ευρώ που αντιστοιχεί σε συνολική αποτίμηση της εταιρείας στα 670 εκατ. ευρώ και σε 1,53 φορές τη λογιστική αξία της Εθνικής Ασφαλιστικής, σύμφωνα με τα στοιχεία που έγιναν γνωστά.
Η αποτίμηση είναι 32% υψηλότερη από εκείνη του 2021, ενώ η σχέση της με τη λογιστική αξία είναι υπερδιπλάσια από εκείνη με βάση το τίμημα που πλήρωσε το CVC. Είναι και μεγαλύτερη από τη σχέση στην οποία εξαγοράστηκαν άλλες ασφαλιστικές εταιρείες (πώληση Axa στην Generali), όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της εταιρείας Autonomous.
Με τα δεδομένα αυτά, ένα από τα πολλά ερωτήματα στην αγορά είναι για ποιο λόγο η Πειραιώς αποφασίζει να πληρώσει τέτοιο «καπέλο» ιδιαίτερα όταν υπάρχουν αρκετά προφανή μειονεκτήματα στη συναλλαγή.
Το κυριότερο μειονέκτημα είναι ότι η Εθνική Ασφαλιστική είναι «δεμένη» εμπορικά με την Εθνική Τράπεζα, η οποία έχει αποκλειστικές συμφωνίες διάθεσης τραπεζο-ασφαλιστικών προϊόντων για 15 χρόνια.
Αντίστοιχα, η Τράπεζα Πειραιώς έχει συμφωνίες για να διαθέτει τα προϊόντα της NN και της Ergo Aσφαλιστική.
Επομένως η Πειραιώς χρυσοπληρώνει μια ασφαλιστική εταιρεία, τα προϊόντα της οποίας θα διαθέτει μια άλλη τράπεζα που είναι βασικός της ανταγωνιστής. Και αντιστρόφως, η ίδια η Πειραιώς θα διαθέτει προϊόντα ασφαλιστικών εταιρειών που είναι ανταγωνιστικές στην «δική της» Εθνική Ασφαλιστική.
Από την πλευρά της Πειραιώς είναι προφανές ότι έχει επείγουσα ανάγκη από δύο πράγματα:
- Μια πηγή εσόδων με την οποία θα υποκαταστήσει τα εύκολα και άκοπα κέρδη που μαζεύει χωρίς ρίσκο τα τρία τελευταία χρόνια τοκίζοντας με υψηλό επιτόκιο στην ΕΚΤ τα χρήματα των καταθετών τα οποία μαζεύει με υψηλά επιτόκια. Τα έσοδα από τόκους για την Πειραιώς, από 71% που ήταν το 2022 έφτασαν το 77% πέρσι, τροφοδοτώντας κέρδη, μερίσματα και βέβαια τα μπόνους που έδωσε στον εαυτό της η διοίκηση -όπως έκαναν βέβαια όλες οι ελληνικές τράπεζες.
- Ένα στόρι με το οποίο θα τροφοδοτήσει τις προσδοκίες των επενδυτών και να καθησυχάσει τους φόβους ότι η πτώση των επιτοκίων θα πλήξει τα τραπεζικά κέρδη, ώστε να συντηρήσει το ενδιαφέρον για τη μετοχή στο χρηματιστήριο.
Παρόμοιο πρόβλημα έχουν όλες οι ελληνικές τράπεζες και πολλοί στην αγορά πιστεύουν ότι και άλλοι θα στραφούν ξανά στις ασφάλειες για να καλύψουν τις απώλειες που θα έχουν λόγω της μείωσης των επιτοκίων που θα εξαφανίσει τα εύκολα κέρδη από τόκους, στα οποία όλες έχουν επαναπαυθεί.
Εάν οι τράπεζες στραφούν ξανά στον ασφαλιστικό κλάδο και μεταφέρουν εκεί τις κακές πρακτικές του τραπεζικού καρτέλ το οποίο συντηρούν με ομοιόμορφες χρεώσεις προμηθειών και συντονισμένα μηδενικά επιτόκια τα τελευταία χρόνια, τίποτα καλό δεν προμηνύεται για τον ασφαλιστικό κλάδο και ίσως προκύψει μια κατάσταση όπου «το ένα καρτέλ νίβει το άλλο».