Δεν προχώρησε σε αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου η Scope το βράδυ της Παρασκευής (26/1), διατηρώντας την αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας ΒΒΒ- που είχε δώσει στην Ελλάδα από τον Αύγουστο, ενώ διατηρεί και σταθερές προοπτικές.
Σε καθεστώς investment grade βαθμολογούν τη χώρα ήδη Fitch και S&P -αλλά και οι μικρότεροι DBRS και R&I από τα τέλη του 2023, με τη Moody’s να παραμένει ένα «σκαλί» χαμηλότερα (στο Ba1) μετά από διπλή αναβάθμιση τον Σεπτέμβριο.
Το rating ΒΒΒ- υποστηρίζεται από την ενισχυμένη ευρωπαϊκή θεσμική στήριξη υπό τη μορφή έκτακτων παρεμβάσεων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Η απόκτηση από την Ελλάδα της επενδυτικής αξιολόγησης έχει βελτιώσει τη σταθερότητα της στήριξης του ευρωσυστήματος στα ελληνικά ομόλογα. Επίσης, ο δείκτης χρέους και το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης βρίσκονται σε τροχιά βελτίωσης τα τελευταία χρόνια, με στήριξη από την οικονομική ανάκαμψη, τον αυξημένο πληθωρισμό και την επαν-επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων.
Ακόμη σημειώνεται ότι οι δομικές μεταρρυθμίσεις έχουν περιορίσει τους υψηλούς δείκτες κόκκινων δανείων, έχουν βελτιώσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και έχουν κινητοποιήσει ιδιωτικές επενδύσεις, βελτιώνοντας τους περιορισμούς που συνδέονται με αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος και των ιστορικά χαμηλών επενδύσεων.
Η Scope αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει σχετικά ισχυρή ανάπτυξη, στο 2,2% το 2024 και στο 2,3% το 2025, έναντι της εκτιμώμενης ανόδου του ΑΕΠ κατά 2,1% πέρυσι. Η κατανάλωση αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, εν μέσω υποχώρησης των πληθωριστικών πιέσεων και ενίσχυσης της αγοράς εργασίας, ενώ η πρόσφατη χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης θα πρέπει να στηρίξουν την άνοδο των επενδύσεων.
Ένα πιο ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον, με ανάκαμψη της ζήτησης από τους εμπορικούς εταίρους στην Ευρώπη, θα ενισχύσουν τις μεσοπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές, σημειώνεται.
Ο δείκτης του χρέους αναμένεται να υποχωρήσει περίπου στο 140% ως το 2028 (από εκτίμηση για 160% στα τέλη του 2023), με στήριξη από διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την παράλληλη άνοδο του επιτοκιακού βάρους.