Οι ανακοινώσεις από την Κριστίν Λαγκάρντ οδήγησαν σε άνοδο την απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου ξεπέρασε το 4% και κυμαίνονταν στο 4,104%. Η πρόεδρος της ΕΚΤ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο η νέα αύξηση των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο να είναι μεγαλύτερη από 0,25% -η πρώτη αύξηση επιτοκίων μετά το 2011.
Όπως εξήγησε η ίδια κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, το ακριβές ποσοστό της δεύτερης αύξησης του επιτοκίου θα εξαρτηθεί από τη μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη για τον πληθωρισμό. Σημειώνεται ότι μετά την επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων, αυτή για το 2024, ανεβάζει τον πήχη του πληθωρισμού στο 2,1%, πάνω δηλαδή από τον στόχο που έχει θέσει η ΕΚΤ. Στην περίπτωση που η πρόβλεψη αυτή τον Σεπτέμβριο παραμένει η ίδια ή επιδεινωθεί, τότε όπως είπε η Κρ. Λαγκάρντ, η αύξηση του επιτοκίου θα ξεπεράσει το 0,25%.
Όσον αφορά στις σημερινές αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν ομόφωνα στη διάρκεια της συνεδρίασης του δ.σ της ΕΚΤ στο Άμστερνταμ, η επικεφαλής της ΕΚΤ υπογράμμισε ότι «ανοίγουν» μία νέα εποχή στη νομισματική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας.
Όπως είπε χαρακτηριστικά, επί μία δεκαετία η νομισματική πολιτική επιχειρούσε να συμβάλλει στην αύξηση του πληθωρισμού, αν όχι να αποφύγει το φαινόμενο του αποπληθωρισμού, ενώ σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία πληθωριστική έξαρση. Η ίδια απέδωσε την εκτίναξη του πληθωρισμού, πέρα από κάθε πρόβλεψη, στην μεγάλη αύξηση των τιμών της ενέργειας οι οποίες έχουν αυξηθεί κατά 39% σε σχέση με πέρυσι.
Μάλιστα στο σημείο αυτό η κυρία Λαγκάρντ υπεραμύνθηκε των προβλέψεων που έχει δημοσιοποιήσει η ΕΚΤ, αναφέροντας ότι όλοι σχεδόν οι διεθνείς οργανισμοί έχουν πέσει έξω στις προβλέψεις τους.
Ο πληθωρισμός και οι προβλέψεις της ΕΚΤ
Πιο συγκεκριμένα, η ΕΚΤ εκτιμούσε τον Μάρτιο ότι ο πληθωρισμός φέτος θα διαμορφωθεί στο 5,1% ενώ η πρόβλεψη που δημοσιοποίησε σήμερα ανέβασε τον πήχη στο 6,8%. Ενώ για το 2024 προέβλεπε υποχώρησή του εντός του στόχου που έχει θέσει η ΕΚΤ, στο 1,9% (από 2,1% που ανακοίνωσε σήμερα).
Αναφορικά με την πορεία ανάκαμψης της οικονομίας, η ΕΚΤ προβλέπει επιβράδυνσηή της εξαιτίας των επιπλοκών που έχει προκαλέσει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά και της ανόδου των τιμών στη ενέργεια. Έτσι, η πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ φέτος περιορίζεται στο 2,8% (από 3,7% που ήταν τον Μάρτιο), στο 2,1% για το 2023 (από 2,8% αντιστοίχως) και στο 2,1% για το 2024 (από 1,6%).
Συνοψίζοντας η Κρ. Λαγκάνρτ υπογράμμισε ότι η αδικαιολόγητη επιθετικότητα της Ρωσίας προς την Ουκρανία επηρεάζει σοβαρά την οικονομία της ζώνης του ευρώ με αποτέλεσμα οι προοπτικές να εξακολουθούν να περιβάλλονται από υψηλή αβεβαιότητα. Ωστόσο, υπάρχουν οι συνθήκες ώστε η οικονομία να συνεχίσει να αναπτύσσεται και να ανακάμψει περαιτέρω μεσοπρόθεσμα.
Μετά την ολοκλήρωση της συνέντευξης το ευρώ υποχώρησε στην αγορά συναλλάγματος στο 1,0697 δολ.
Πιέσεις δέχθηκαν και οι τιμές των ομολόγων στην ευρωζώνη με αποτέλεσμα η απόδοση του γερμανικού 10ετούς ομολόγου να κυμαίνεται στο 1,39%, ενώ η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου ξεπέρασε το 4% και κυμαίνονταν στο 4,104%.
Το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων και η Ελλάδα
Όσον αφορά το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων στο πλαίσιο της πανδημίας (PEPP), το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύσει τις πληρωμές κεφαλαίων από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος τουλάχιστον έως το τέλος του 2024.
Η ΕΚΤ επαναβεβαίωσε τη δέσμευσή της να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου σε ποσά που θα υπερβαίνουν τις λήξεις των τίτλων που ήδη κατέχει. Και τούτο προκειμένου να αποφευχθούν ανεπιθύμητες παρενέργειες στην ελληνική οικονομία, η οποία συνεχίζει να ανακάμπτει από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία.
Η ΕΚΤ εμφανίζεται έτοιμη να στηρίξει χώρες του νότου με υψηλό χρέος, όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να ενεργοποιήσει, αν κριθεί αναγκαίο για την αντιμετώπιση μιας μεγάλης αύξησης στο κόστος δανεισμού της, το έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PEPP). Επανέλαβε, δε, ότι θα στηρίξει τα ελληνικά ομόλογα σε περίπτωση νέου κατακερματισμού της αγοράς:
«Σε περίπτωση νέου κατακερματισμού της αγοράς, που θα σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις του PEPP μπορούν να προσαρμοστούν με ευελιξία ανά πάσα στιγμή σε διάφορες χρονικές περιόδους, κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και δικαιοδοσίες.
Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδονται από την Ελληνική Δημοκρατία πέραν των ανακυκλώσεων των εξοφλήσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στην εν λόγω δικαιοδοσία, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην ελληνική οικονομία, ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν επίσης να επαναληφθούν, εάν είναι απαραίτητο, για να αντιμετωπιστούν οι αρνητικοί κλυδωνισμοί που σχετίζονται με την πανδημία».