Ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ θυμίζει ότι μετά το πακέτο ελάφρυνσης χρέους που αποφασίστηκε πέρυσι, η Ελλάδα δεν θα αρχίσει να πληρώνει για τα περισσότερα δάνεια του EFSF πριν από το 2033, ενώ η μέση διάρκεια του χρέους είναι πλέον 42,5 χρόνια.
Ωστόσο, σπεύδει να σημειώσει ότι η χώρα μας ανέλαβε τη δέσμευση να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και «μεταξύ αυτών, να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022»,καθώς και να τηρεί τους ευρωπαϊκούς κανόνες, ειδικά σε ό,τι αφορά δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές.
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι η χώρα κατάφερε το 2018 να εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα 4,3% του ΑΕΠ, πάνω από τον στόχο, και θυμίζει ότι ακυρώθηκε η μείωση των συντάξεων, κάτι που συνεπάγεται επιπλέον δαπάνες. Τονίζει ότι για το μέλλον είναι σημαντικό «να συνδυάσει τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις με πολιτικές και δημόσιες επενδύσεις που στηρίζουν την οικονομική ανάκαμψη, ενισχύουν την εμπιστοσύνη της αγοράς και διατηρούν την ανάπτυξη».
Αφού κάνει αναλυτική αναφορά στα όσα πέτυχε η χώρα τα χρόνια των προγραμμάτων προσαρμογής , η έκθεση τονίζει ότι θα πρέπει να διευρυνθεί η φορολογική βάση, στέλνοντας μήνυμα προς την επόμενη κυβέρνηση.
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, τα δημόσια οικονομικά πρέπει να παραμείνουν σε βιώσιμο μονοπάτι, κάτι που απαιτεί περισσότερο φιλικές προς την ανάπτυξη πολιτικές. Οι μεταρρυθμίσεις που ήδη εφαρμόστηκαν, όπως αυτές στα εργασιακά και η μείωση των φόρων εισοδήματος με παράλληλη διεύρυνση της φορολογικής βάσης (σ.σ. αφορολόγητο όριο και φορολογικά αντίμετρα), πρέπει να διατηρηθούν και όχι να αντιστραφούν.
Σε περίπτωση δικαστικών αποφάσεων που θα ανατρέψουν βασικές δομικές μεταρρυθμίσεις, η προσαρμογή σε ό,τι αφορά τον δημοσιονομικό αντίκτυπο θα πρέπει να γίνουν κυρίως στο ίδιο πεδίο με αυτό που θα αφορά η απόφαση.
Μεταρρυθμίσεις
Περαιτέρω δομικές μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες για να τονωθεί η παραγωγικότητα και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, συνεχίζει ο ESM. Αυτό περιλαμβάνει μέτρα για περισσότερο φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον, μείωση του χρόνου απονομής δικαιοσύνης, βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, αλλά και διατήρηση και βελτίωση της αποτελεσματικότητας των ΔΕΚΟ. Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις σε συνδυασμό με τη βελτίωση της διαχείρισης της περιουσίας του δημοσίου είναι κρίσιμες για την προσέλκυση επενδύσεων και την επιτάχυνση της ανάκαμψης, τονίζεται στην έκθεση.
Τέλος, επισημαίνεται η ανάγκη να στηριχθούν οι προσπάθειες των τραπεζών για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, με «περιεκτική» στρατηγική μείωση των NPLs και βελτιωμένο νομοθετικό πλαίσιο, κάτι που θα βοηθήσει τον κλάδο ώστε να δανείσει την οικονομία και να στηρίξει την ανάπτυξη.