Εξίσου ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι πριν κλείσει ο Φεβρουάριος, ενισχύεται η ήδη υπάρχουσα αντίληψη που έχει καταγραφεί από το iEidiseis, ότι ο προϋπολογισμός εκτροχιάζεται από την αρχή της χρονιάς. Ενώ η κυβέρνηση έχει αναλάβει υποχρέωση να μειώσει το έλλειμμα στο 1,4% ο πληθωρισμός καλπάζει.
Έτσι, το άγριο σφίξιμο του ζωναριού, στο οποίο είναι υποχρεωμένη να επιστρέψει τώρα, είναι δυνατόν να προκαλέσει στασιμοπληθωρισμό και επιστροφή σε βαθειά πραγματική ύφεση.
Ειδικότερα, σύμφωνα με πληροφορίες οι πρώτες μετρήσεις του πληθωρισμού δείχνουν ότι οι ανατιμήσεις έχουν ξεφύγει και κορυφώνονται ακόμα και πάνω από το 6% το Γενάρη. Αυτό συμβαίνει γιατί πέρυσι στους πρώτους μήνες της χρονιάς τα lockdowns είχαν οδηγήσει σε ύφεση και ο πληθωρισμός ήταν αρνητικός.
Αντίθετα, φέτος, η αρχή της χρονιάς μας βρίσκει αντιμέτωπους με πετρέλαιο πάνω από τα 90 δολάρια το βαρέλι, το φυσικό αέριο σε έλλειψη και πολλές φορές ακριβότερο από τη συνηθισμένη τιμή του, με τα λιγοστά αποθέματα να πληρώνονται χρυσάφι, τις σοδειές σε βασικά είδη, σιτάρι καλαμπόκι, ρύζι να είναι κακές διεθνώς, τα λιπάσματα πανάκριβα λόγω πολλαπλασιασμού της τιμής του φυσικού αερίου και τις ανατιμήσεις να δίνουν και να παίρνουν λόγω κόστους μεταφοράς και μετακύλησης των επιβαρύνσεων στις τσέπες των καταναλωτών.
Έτσι, από το ένα φαινόμενο περάσαμε στο ακριβώς αντίθετο και αυτό, έχει προκαλέσει το «φαινόμενο βάσης», δηλαδή οι τιμές και ο πληθωρισμός χτύπησαν λόγω ύφεσης στον πάτο και εκτινάχθηκαν, με χαμένους τους Έλληνες πολίτες και στις δύο περιπτώσεις.
Αν οι προβλέψεις επιβεβαιωθούν και ο πληθωρισμός ξεπεράσει και το 6% θα είναι η πρώτη φορά από τη δεκαετία του 90 που θα συμβεί αυτό και από την περίοδο της υποτίμησης της δραχμής επί κυβερνήσεων Σημίτη. Με τη διαφορά ότι τότε ο πληθωρισμός ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης με αύξηση της ζήτησης και της υποτίμησης, ενώ τώρα είναι αποτέλεσμα μείωσης της προσφοράς σε βασικά είδη.
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση έχει υπολογίσει μέσο πληθωρισμό φέτος στη διάρκεια της χρονιάς κάτω από 1% στο 0,8% στον προϋπολογισμό. Η εκτίμηση αυτή έπαψε να ισχύει από καιρό. Η κυβέρνηση υποχρεώθηκε στην πρώτη αναθεώρηση και περιμένει τώρα μέσο πληθωρισμό 2% στη διάρκεια της χρονιάς, καθώς από τον Απρίλη του 2021 και μετά είχαμε ανάπτυξη και δεν υπάρχει «φαινόμενο βάσης», οπότε οι αυξήσεις θα είναι μικρότερες σε σχέση με τους αντίστοιχους περυσινούς μήνες.
Πάντως, η Κομισιόν δεν συμφωνεί ούτε με το 2% της κυβέρνησης και υπολογίζει μέσο πληθωρισμό 3,1%. Ότι κι αν προκύψει πάντως ένα είναι βέβαιο. Κανένας πολίτης δεν θα ικανοποιηθεί με αυξήσεις λίγων ευρώ στους κατώτατους μισθούς, ενώ και οι συντάξεις αντίστοιχα θα πρέπει να αυξηθούν.