Μεγάλες αλλαγές έρχονται με τις αποδείξεις και το αφορολόγητο όριο. Το σχέδιο του υπουργείου Οικονομικών προβλέπει ότι θα χρειάζονται περισσότερες αποδείξεις από το 2020 για την εφορία. Στόχος είναι να μειωθεί η φοροδιαφυγή.
Τα στοιχεία από τους κωδικούς 049-050 δείχνουν ότι το 80% των φορολογουμένων δήλωσε περισσότερες αποδείξεις από αυτές που είχε υποχρέωση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η σχετική διάταξη θα συμπεριληφθεί στο φορολογικό νομοσχέδιο που θα κατατεθεί στη Βουλή στα μέσα Οκτωβρίου και με βάση το επικρατέστερο σενάριο οι φορολογούμενοι θα πρέπει να συγκεντρώνουν περισσότερες αποδείξεις ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του κάθε φορολογουμένου.
Το σχέδιο της κυβέρνησης προβλέπει την τροποποίηση της υφιστάμενης κλίμακας και τη θεσμοθέτηση μεγαλύτερων ποσοστών, ανάλογα πάντα με το ύψος του εισοδήματος.
Αν και ακόμα δεν έχουν οριστικοποιηθεί τα ποσοστά, το βασικό σενάριο που εξετάζει το οικονομικό επιτελείο προβλέπει ότι το ελάχιστο ποσό των e-αποδείξεων, που θα έπρεπε να είχαν ξεκινήσει να συγκεντρώνουν οι φορολογούμενοι από τα μέσα του Ιανουαρίου του 2019, θα προκύψει από το ύψος του εισοδήματός τους σε συνδυασμό με τη νέα προοδευτική κλίμακα:
15% ή 20% για εισόδημα έως 10.000 ευρώ (από 10% σήμερα).
25% για εισόδημα από 10.000 έως 30.000 ευρώ (από 15% σήμερα).
30% για εισόδημα από 30.000 και άνω, με το ανώτατο ποσό που θα πρέπει να συγκεντρώσει ο φορολογούμενος να ανέρχεται στις 30.000 ευρώ (από 20% σήμερα).
Σήμερα κάποιος φορολογούμενους με εισοδήματα:
10.000 ευρώ πρέπει να συγκεντρώσει αποδείξεις ύψους 1.000 ευρώ. Με τις αλλαγές που σχεδιάζονται θα πρέπει να συγκεντρώσει μέσω «πλαστικού χρήματος» 2.000 ευρώ.
20.000 ευρώ, απαιτούνται σήμερα αποδείξεις 2.500 ευρώ και με την αύξηση του ποσοστού 4.500 ευρώ.
40.000 ευρώ, απαιτούνται σήμερα αποδείξεις 6.000 ευρώ και με την αύξηση του ποσοστού 9.000 ευρώ.
Με βάση τη νομοθεσία κάθε μισθωτός, συνταξιούχος και κατ’ επάγγελμα αγρότης, για να δικαιούται έκπτωσης φόρου θα πρέπει να έχει εξοφλήσει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή μέσω e-banking) δαπάνες για τις αγορές αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών.
Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος δεν καταφέρει να καλύψει το απαιτούμενο ποσό δαπάνης με πληρωμές μέσω καρτών ή e-banking, το «ακάλυπτο» ποσό φορολογείται με συντελεστή 22%.
Από την υποχρέωση να έχουν εξοφλήσει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή e-banking) τις δαπάνες που κατοχυρώνουν την έκπτωση φόρου, εξαιρούνται οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι κατ’ επάγγελμα αγρότες φορολογούμενοι 70 ετών και άνω, τα άτομα με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση, οι φορολογικοί κάτοικοι της Ε.Ε. ή του ΕΟΧ που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα και φορολογούνται με την κλίμακα από μισθωτή εργασία και συντάξεις.