«Μια ιστορική συμφωνία!», είπε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Ύστερα από δύο ημέρες και δύο νύχτες εντατικών διαβουλεύσεων, οι διαπραγματευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου κατέληξαν, το πρωί της Τετάρτης (10/04), σε πολιτική συμφωνία για την ακανθώδη μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού μεταναστευτικού συστήματος.
«Πολύ περήφανη», η πρόεδρος του Κοινοβουλίου, Ρομπέρτα Μέτσλα, καθώς πιστεύει – και δεν είναι η μόνη – ότι πρόκειται για «ίσως τη σημαντικότερη νομοθετική συμφωνία αυτής της θητείας». Ο Φιλίπο Γκράντι, ο επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), εξέφρασε μάλιστα την ικανοποίησή του, κάνοντας λόγο για «ένα πολύ θετικό βήμα».
Η αντίδραση του ευρωπαϊκού νότου και το «όχι» της Ουγγαρίας
Όπως αναφέρει η «Le Soir», στην πρώτη γραμμή της υποδοχής των μεταναστών στην Ευρώπη, οι κύριοι ηγέτες των μεσογειακών χωρών χαιρέτισαν τη συμφωνία αυτή. «Μια θεμελιώδης συμφωνία για την Ισπανία», δήλωσε ο Ισπανός πρωθυπουργός, Πέδρο Σάντσεθ. Για «μια Ιταλία λιγότερο μόνη» έκανε λόγο ο υπουργός Εσωτερικών της χώρας, Ματέο Πιαντεντόζι. «Μια σημαντική ευρωπαϊκή απάντηση στις προσπάθειες της Ελλάδας», δήλωσε, από την πλευρά του, ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Πάντως, όπως ήταν αναμενόμενο, η Ουγγαρία «απορρίπτει σθεναρά» αυτή τη μεταρρύθμιση και «δεν θα αφήσει κανέναν να εισέλθει παρά τη θέλησή του», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Πέτερ Σιγιάρτο. Από την πλευρά της, η Γερμανία εξέφρασε την ικανοποίησή της που είδε μια «πολυπόθητη» μεταρρύθμιση να καρποφορεί. Στη Γαλλία, ο υπουργός Εσωτερικών της χώρας, Ζεράλ Νταρμανέν, εξέφρασε την ικανοποίησή του για τη «σταθερή και ενιαία αντίδραση κατά της παράτυπης μετανάστευσης και των δικτύων λαθρεμπόρων».
Εντούτοις, παρά το όνομά του, αυτό το «νέο ευρωπαϊκό σύμφωνο για το άσυλο και τη μετανάστευση» δεν είναι και τόσο νέο. Παρουσιάστηκε από την Επιτροπή τον Σεπτέμβριο του 2020, αυτή η «μεταναστευτική δέσμη μέτρων» στοχεύει – σε γενικές γραμμές – στην ενίσχυση της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης, στη μείωση του χρόνου που απαιτείται για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων, στην επιτάχυνση της επιστροφής των ανθρώπων που βρίσκονται σε παράτυπη κατάσταση και στην ενίσχυση της ενότητας των κρατών-μελών. Εδώ και πολλά χρόνια – και γι’ αυτό είναι ιστορικό, αλλά κυρίως μετά την κρίση του 2015-2016, το εκτελεστικό όργανο της Κοινότητας ήθελε να μεταρρυθμίσει την πολιτική ασύλου της Ε.Ε. Ωστόσο, δεδομένης της άρνησης ορισμένων χωρών να επιδείξουν μεγαλύτερη αλληλεγγύη στη φροντίδα των αιτούντων άσυλο, το εγχείρημα αυτό απέτυχε. Τώρα έχει (σχεδόν) ολοκληρωθεί.
«Φιλτράρισμα» κατά την είσοδο και μηχανισμός αλληλεγγύης
Πρώτον, η μεταρρύθμιση προβλέπει υποχρεωτικό «φιλτράρισμα» κατά την είσοδο στην Ε.Ε. Αυτοί οι έλεγχοι ταυτοποίησης και ασφάλειας, καθώς και οι έλεγχοι υγείας και ευαλωτότητας, θα μπορούσαν να διαρκέσουν έως και επτά ημέρες. Στη συνέχεια, οι άνθρωποι θα κατευθύνονται σε διαδικασία ασύλου – κλασική ή επιταχυνόμενη – ή θα επιστρέφονται στην ασφαλή χώρα καταγωγής ή διέλευσης. Οι χώρες άφιξης θα είναι υπεύθυνες για την καταχώριση των δακτυλικών αποτυπωμάτων, των φωτογραφιών προσώπου και των εγγράφων ταυτότητας στη διευρυμένη βιομετρική βάση δεδομένων Eurodac, η οποία ισχύει πλέον για τα παιδιά από 6 ετών.
Μετά τον έλεγχο αυτό, ακολουθούν οι διαδικασίες ασύλου. Ο κανονισμός προβλέπει δύο σενάρια.
Αναλυτικά, το πρώτο σενάριο αφορά στη λεγόμενη «συνοριακή» διαδικασία για τους αιτούντες που προέρχονται από χώρα όπου το ποσοστό αναγνώρισης είναι χαμηλό (20%), που έχουν παράσχει ψευδή στοιχεία ή που αποτελούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Οι Αρχές δεν θα τους επιτρέψουν να εισέλθουν στο έδαφός τους. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να διαρκέσει το πολύ 12 εβδομάδες. Οι Αρχές θα έχουν άλλες 12 εβδομάδες για να επιστρέψουν τους απορριφθέντες αιτούντες. Ως εκ τούτου, προβλέπεται να δημιουργηθούν περίπου 30.000 θέσεις σε ειδικά κέντρα, ώστε τελικά να φιλοξενηθούν έως και 120.000 μετανάστες ετησίως. Θα επηρεαστούν επίσης οι ασυνόδευτοι ανήλικοι (Mena) που αποτελούν “κίνδυνο για την ασφάλεια” και οι οικογένειες με παιδιά. Η διαδικασία πιθανότατα θα περιλαμβάνει κράτηση, αλλά, σύμφωνα με τη Γαλλίδα ευρωβουλευτή Φαμπιέν Κέλερ, εισηγήτρια του κειμένου, θα είναι επίσης δυνατόν να ληφθούν εναλλακτικά μέτρα περιορισμού της ελευθερίας.
Επίσης, το δεύτερο σενάριο προβλέπει την κανονική διαδικασία ασύλου, η οποία δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τους έξι μήνες, για τους άλλους αιτούντες άσυλο. Στην περίπτωση αυτή, οι χώρες μπορούν να επιτρέψουν στους αιτούντες αυτούς να εισέλθουν στο έδαφός τους και να τους παρέχουν υποδοχή (στέγαση, βοήθεια κ.λπ.).
Σε περίπτωση «μεταναστευτικής πίεσης», η μεταρρύθμιση προβλέπει έναν «υποχρεωτικό αλλά ευέλικτο» μηχανισμό αλληλεγγύης. Αυτός αφορά σε όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, τα οποία θα πρέπει να υποδεχτούν έναν ορισμένο αριθμό αιτούντων άσυλο (ο στόχος είναι 30.000 ετήσιες μετεγκαταστάσεις) ή να συνεισφέρουν οικονομικά στις χώρες που δέχονται πιέσεις (20.000 ευρώ ανά αιτούντα άσυλο ). Ούτε ο κανονισμός για τις διαδικασίες ασύλου ούτε ο «μηχανισμός αλληλεγγύης» αλλάζουν ριζικά την τρέχουσα αρχή που διέπει τη μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε.: Η πρώτη χώρα άφιξης είναι η χώρα που είναι υπεύθυνη για την αίτηση ασύλου.
Ακόμα, ένα κείμενο που αφορά στις περιπτώσεις ανωτέρας βίας περιέχει συγκεκριμένους κανόνες σε περίπτωση εισροής μεταναστών (όπως κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2015-2016), εκμετάλλευσης των μεταναστευτικών κυμάτων από τρίτη χώρα (όπως η υβριδική επίθεση στη Λευκορωσία το 2021) ή ακόμη και πανδημίας. Τότε, λοιπόν, θα ενεργοποιηθεί γρήγορα ένας μηχανισμός αλληλεγγύης υπέρ του ενδιαφερόμενου κράτους και ένα καθεστώς παρέκκλισης λιγότερο προστατευτικό για τους αιτούντες άσυλο από ό,τι στις συνήθεις διαδικασίες.
Σφοδρή κριτική στο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου
Μόλις έγινε η ανακοίνωση, το Σύμφωνο αυτό, το οποίο υποστηρίχθηκε από τις τρεις μεγαλύτερες ομάδες του Κοινοβουλίου – τους Χριστιανοδημοκράτες (ΕΛΚ), τους Σοσιαλιστές (S&D) και τους Φιλελεύθερους (Renew) – προκάλεσε εκτεταμένες επικρίσεις τόσο από τη Δεξιά (σκληρή ή ακραία) όσο και από τους Οικολόγους και τη Ριζοσπαστική Αριστερά.
Αν και επισημαίνει ορισμένες «βελτιώσεις», η Ασίτα Κάνκο (N-VA) εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι το κείμενο δεν επιφέρει «πραγματική αλλαγή παραδείγματος». Η ευρωβουλευτής της ομάδας των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR) ζητά την «ανάθεση της πολιτικής ασύλου σε τρίτες χώρες«, όπως προτίθεται να κάνει το Ηνωμένο Βασίλειο με τη Ρουάντα.
Το βελγικό ακροδεξιό κόμμα Vlaams Belang θεωρεί ότι αυτό το Σύμφωνο θα ενίσχυε μόνο τη μαζική μετανάστευση. Από την πλευρά της, η Βελγίδα ευρωβουλεύτρια, Σάσκια Μπρίκμοντ (Πράσινοι – Ευρωπαϊκή Ελεύθερη Συμμαχία) αναμένει ότι η μεταρρύθμιση «θα επιδεινώσει τις παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εξόριστων με την καθιέρωση επιταχυνόμενων διαδικασιών ασύλου στα σύνορα, διατηρώντας παράλληλα το κριτήριο του Δουβλίνου για τη χώρα πρώτης εισόδου, επιτρέποντας τη λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων από παιδιά από την ηλικία των 6 ετών ή γενικεύοντας την κράτηση, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών». Η Άκρα Αριστερά εκφράζει τη λύπη της για το δώρο που δόθηκε στην Άκρα Δεξιά και στους «φασίστες» στην Ευρώπη, όπως επισημαίνεται.
Παρ’ όλα αυτά, οι πολιτικοί δεν είναι οι μόνοι που επικρίνουν τη νέα μεταρρύθμιση. Μια ΜΚΟ που ασχολείτται με τη διάσωση στη θάλασσα έκανε λόγο για μια «ιστορική αποτυχία» που «θα προκαλέσει περισσότερους θανάτους στη θάλασσα», εκφράζοντας τη λύπη της για το γεγονός ότι δεν έγινε τίποτα για τη δημιουργία ασφαλών και νόμιμων διαδρομών προς την Ευρώπη ή ακόμη και για τη δημιουργία μιας αποστολής ευρωπαϊκής έρευνας και διάσωσης. Για τη Διεθνή Αμνηστία, η συμφωνία θα «αυξήσει τα δεινά» των εξόριστων, καθώς θα αυξήσει «την κράτηση ανθρώπων στα σύνορα της ΕΕ». Η CNCD, η Ciré και η Caritas συμφωνούν και προειδοποιούν κατά της ακόμη μεγαλύτερης μεταφοράς της διαχείρισης των μεταναστευτικών ζητημάτων σε χώρες εκτός Ε.Ε. και «μιας πολύ ασαφούς ερμηνείας της έννοιας των ασφαλών τρίτων χωρών».
Η απάντηση των Ρομπέρτα Μέτσολα και Μαργαρίτη Σχοινά
Αντιμέτωπη με την κριτική, η πρόεδρος του Κοινοβουλίου σημείωσε ότι «ύστερα από χρόνια διαπραγματεύσεων, η Ευρώπη διαθέτει πλέον ένα σταθερό και πανομοιότυπο νομοθετικό πλαίσιο σε όλα τα κράτη μέλη […] με μια ανθρώπινη και δίκαιη προσέγγιση με όσους επιδιώκουν να προστατευθούν, αυστηρή με όσους δεν πληρούν τις προϋποθέσεις και ισχυρή με όσους εκμεταλλεύονται τους πιο ευάλωτους». Πάντως, και η Ρομπέρτα Μέτσολα συμφωνεί: «Δεν είναι μια τέλεια αντιστοιχία».
Για τον Μαργαρίτη Σχοινά, αντιπρόεδρο της Επιτροπής, το Σύμφωνο αυτό είναι «καρπός ενός μεγάλου συμβιβασμού […] και αυτοί είναι οι κανόνες που αποδεχόμαστε όταν συμμετέχουμε στο παιχνίδι της ευρωπαϊκής δημοκρατίας».
Τι ακολουθεί
Η πολιτική συμφωνία σχετικά με το «Σύμφωνο για το Άσυλο και τη Μετανάστευση» που επετεύχθη, την Τετάρτη (10/04), πρέπει ακόμη να εμβαθυνθεί επίσημα και να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, καθώς στόχος είναι η τελική έγκριση όλων των κειμένων τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο, πριν από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024.
Ο Φίλιπ ντε Μπρούικερ, ειδικός στο Ευρωπαϊκό Μεταναστευτικό Δίκαιο (ULB), τονίζει πως «η εφαρμογή του Συμφώνου είναι που πρέπει να φοβόμαστε». Μάλιστα, οι ευρωπαίοι ηγέτες το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό. «Αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό μέρος της δουλειάς«, δήλωσε η Ίλβα Γιόχανσον, η Ευρωπαία επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων, προσθέτοντας: «Το Σύμφωνο δεν θα είναι λειτουργικό για πολλούς μήνες».
Στις αρχές Δεκεμβρίου, ενόψει της βελγικής προεδρίας του Συμβουλίου, ο Βέλγος υφυπουργός Ασύλου και Μετανάστευσης και η εν λόγω επίτροπος εργάστηκαν για την κατάρτιση ενός οδικού χάρτη για την εφαρμογή του Συμφώνου, η οποία και θα γίνει σταδιακά.