Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ο κόσμος που γνωρίζαμε στην Ευρώπη άλλαξε δραματικά όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Από τότε ο κόσμος βρίσκεται σ’ ένα περιβάλλον πιο ασταθές και ανασφαλές, με τις επιπτώσεις να απλώνονται σε όλες τις ηπείρους.
Ένα χρόνο μετά, χιλιάδες πολίτες είναι νεκροί, αμέτρητα κτίρια και υποδομές έχουν καταστραφεί. Δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί σοβαρά από κάθε πλευρά.
Η ρωσική εισβολή πέρα από τα σύνορα της Ουκρανίας, κατέρριψε την ευρωπαϊκή ασφάλεια, αναδιαμόρφωσε τις σχέσεις των εθνών μεταξύ τους και αποδιοργάνωσε την παγκόσμια οικονομία, επιδεινώνοντας τους οικονομικούς δείκτες που ήδη είχαν πληγεί από την πανδημία που προκάλεσε ο Covid-19.
Το νέο αυτό τοπίο που συνεχίζει να διαμορφώνεται είχε αντίκτυπο και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο αλλά και σε παραδοχές που θεωρούνταν θέσφατο.
Ο πόλεμος επιστρέφει στην Ευρώπη πυροδοτώντας κούρσα των εξοπλισμών
Η τραυματική εμπειρία των συγκρούσεων στην πρώην Γιουγκοσλαβία, τη δεκαετία του ’90, δεν ταρακούνησε ως θα έπρεπε τους Ευρωπαίους που θεώρησαν τον πόλεμο ως μια περιφερειακή σύγκρουση. Απέναντι τους είχαν την Σερβία που βρέθηκε στο στόχαστρο του ΝΑΤΟ.
Από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι τη δεκαετία του ’90 δεν υπήρξαν ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ κρατών, στο ευρωπαϊκό έδαφος. Ήταν τέτοια η σιγουριά που δηλώσεις του τύπου «οι παλιές αντιλήψεις για τη διεξαγωγή μεγάλων μαχών με τανκς στο ευρωπαϊκό έδαφος έχουν τελειώσει» όπως έλεγε ο Βρετανός Πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον λίγους μήνες πριν τη ρωσική εισβολή, ενώ και ο δικός μας ΥΠΕΞ Νίκος Δένδιας έλεγε τακτικά, κοιτώντας προς την Τουρκία, ότι η εποχή των κανονιοφόρων έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Μάλλον, όμως έπεσαν έξω στις προβλέψεις τους.
Όπως έξω έπεσαν και όσοι θεωρούσαν ότι σ’ ένα σύγχρονο πόλεμο τον 21ο αιώνα, θα διαδραμάτιζε σημαίνοντα ρόλο η τεχνολογία, οι κυβερνοεπιθέσεις, οι δορυφόροι και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Όμως οι μάχες στην περιοχή του Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας είναι μάχες σκληρές, μέσα στη λάσπη, ενώ στα χαρακώματα οι αιματηρές επιθέσεις πεζικού θυμίζουν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η σύγκρουση έχει πυροδοτήσει μια νέα κούρσα εξοπλισμών που θυμίζει σε ορισμένους αναλυτές την προετοιμασία της δεκαετίας του 1930 για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Ρωσία έχει επιστρατεύσει εκατοντάδες χιλιάδες στρατεύσιμους και σκοπεύει να επεκτείνει τον στρατό της από 1 εκατομμύριο σε 1,5 εκατομμύριο στρατιώτες. Οι ΗΠΑ έχουν αυξήσει την παραγωγή όπλων για να αντικαταστήσουν τα αποθέματα που στάλθηκαν στην Ουκρανία. Η Γαλλία σχεδιάζει να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες κατά ένα τρίτο μέχρι το 2030, ενώ η Γερμανία εγκατέλειψε τη μακροχρόνια απαγόρευση αποστολής όπλων σε εμπόλεμες ζώνες και έστειλε πυραύλους και άρματα μάχης στην Ουκρανία, ανακοινώνοντας ενίσχυση των αμυντικών της δαπανών στα 200 δισ. ευρώ.
Ο συμβατικός πόλεμος μεταξύ κρατών όπως τον ξέραμε από το παρελθόν επέστρεψε.
Η συμμαχία της Δύσης
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, όπως έχουν σημειώσει πολλοί ειδικοί κι αναλυτές, ήλπιζε ότι η εισβολή θα διχάσει τη Δύση και θα αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ. Αντ’ αυτού, η στρατιωτική συμμαχία αναζωογονήθηκε. Οι εταίροι του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, που δημιουργήθηκε για να αντιμετωπίσει τη Σοβιετική Ένωση, έχει πλέον μια ανανεωμένη αίσθηση του σκοπού και δύο νέα επίδοξα μέλη, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, οι οποίες εγκατέλειψαν την επί δεκαετίες πολιτική τους να μην ενταχθούν σε στρατιωτικό μπλοκ, ζήτησαν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ ως προστασία έναντι της Ρωσίας.
Η δυτική συμμαχία, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, μαζί με την ΕΕ και χώρες όπως οι Μεγάλη Βρετανία, Ιαπωνία, Αυστραλία, συσπειρώθηκαν ενάντια στη Ρωσία, επέβαλαν σκληρές κυρώσεις στη Μόσχα, έχοντας στείλει δεκάδες δισεκατομμύρια ως στήριξη. Σ’ όλο αυτό ο «πόλεμος» Βρετανίας-ΕΕ μετά το Brexit μπήκε στον «πάγο».
Επιπρόσθετα, έχουμε την εκ νέου απόβαση των ΗΠΑ στην Ευρώπη, μ’ ένα τρόπο που δεν θυμίζει τόσο εταιρική σχέση με την ΕΕ αλλά σχέση εξάρτησης της δεύτερης προς την πρώτη. Σ’ αυτό το μπλοκ όμως υπάρχουν και παραφωνίες, όπως η Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν αλλά και η ΝΑΤΟϊκή Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το νέο Σιδηρούν Παραπέτασμα
Στη Δύση η Ρωσία έχει καταστεί παρίας. Έχει δεχτεί τις περισσότερες κυρώσεις από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο μέσα σ’ ένα χρόνο. Με πολλούς Ρώσους πολίτες, πολιτικούς και ολιγάρχες να τους έχουν επιβληθεί κυρώσεις, ενώ δεν έχουν μείνει στο απυρόβλητο και οι επιχειρήσεις.
Επίσης, η ενέργεια και ο χρηματοπιστωτικός τομέας τέθηκαν στο στόχαστρο των κυρώσεων από τη Δύση. Βέβαια αυτό δεν μείωσε το βιοτικό επίπεδο των Ρώσων, ενώ δεν είναι λίγες οι φωνές που κάνουν λόγο ότι οι κυρώσεις περισσότερο έβλαψαν την ευρωπαϊκή οικονομία και λιγότερο την ρωσική.
Η συσπείρωση των δυτικών, δεν σημαίνει ότι η Μόσχα έχει μείνει χωρίς φίλους. Κάθε άλλο θα έλεγε κανείς αν αναλογιστεί ότι η Κίνα έχει ενισχύσει τους οικονομικούς της δεσμούς με την Ρωσία, ενώ δεν ακολουθούν τις επιταγές των ΗΠΑ, η Ινδία, η Βραζιλία, οι χώρες του Κόλπου, οι χώρες της Αφρικής και άλλες πολλές στην Ασία.
Η Κίνα παρακολουθεί στενά μια σύγκρουση που μπορεί να χρησιμεύσει είτε ως ενθάρρυνση είτε ως προειδοποίηση προς το Πεκίνο για οποιαδήποτε προσπάθεια να διεκδικήσει την αυτοδιοικούμενη Ταϊβάν με τη βία.
Ο Πούτιν έχει ενισχύσει επίσης τους στρατιωτικούς δεσμούς με τους διεθνείς απόβλητους της Βόρειας Κορέας και το Ιράν, το οποίο προμηθεύει οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που η Ρωσία εξαπολύει στις ουκρανικές υποδομές.
Πούτιν και Σι έχουν μιλήσει για την οικοδόμηση ενός πολυπολικού κόσμου, όταν οι ΗΠΑ θέλουν μια φιλελεύθερη διεθνή τάξη υπό την ηγεσία της.
Όσοι δεν εμπλέκονται στους αναδυόμενους πόλους, παρακολουθούν μ’ ενδιαφέρον τον πόλεμο που μαίνεται για να λάβουν τις αποφάσεις τους, σ’ έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο κι ένα Σιδηρούν Παραπέτασμα με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Ο πόλεμος στην Οικονομία
Ο οικονομικός αντίκτυπος του πολέμου έγινε αισθητός από τα παγωμένα σπίτια στην Ευρώπη μέχρι τις αγορές τροφίμων στην Αφρική. Η Ευρώπη φέτος σώθηκε λόγω των ήπιων καιρικών συνθηκών, όμως οι επόμενοι χειμώνες δεν θα είναι ίδιοι.
Πριν από τον πόλεμο, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εισήγαγαν σχεδόν το μισό φυσικό αέριο και το ένα τρίτο του πετρελαίου τους από τη Ρωσία. Η εισβολή και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία ως απάντηση, προκάλεσαν ένα σοκ στις τιμές της ενέργειας σε κλίμακα που δεν είχε παρατηρηθεί από τη δεκαετία του 1970.
Ο πόλεμος διατάραξε το παγκόσμιο εμπόριο που εξακολουθούσε να ανακάμπτει από την πανδημία. Οι τιμές των τροφίμων εκτοξεύτηκαν στα ύψη, καθώς η Ρωσία και η Ουκρανία είναι σημαντικοί προμηθευτές σιταριού και ηλιέλαιου και η Ρωσία είναι ο κορυφαίος παραγωγός λιπασμάτων στον κόσμο.
Τα πλοία που μεταφέρουν σιτηρά συνέχισαν να αποπλέουν από την Ουκρανία στο πλαίσιο μιας εύθραυστης συμφωνίας με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ και οι τιμές έχουν μειωθεί από τα επίπεδα ρεκόρ. Αλλά τα τρόφιμα παραμένουν ένα γεωπολιτικό παιχνίδι. Η Ρωσία προσπάθησε να κατηγορήσει τη Δύση για τις υψηλές τιμές, ενώ η Ουκρανία και οι σύμμαχοί της κατηγορούν τη Ρωσία ότι χρησιμοποιεί κυνικά την πείνα ως όπλο.
Ο πόλεμος ανέδειξε μια πραγματικότητα, την εύθραυστη παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπως ακριβώς έκανε και η πανδημία, με τα αποτελέσματα να μην είναι ακόμα σε πλήρη διάσταση ορατά.
Ο πόλεμος διατάραξε επίσης τις προσπάθειες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, οδηγώντας σε αύξηση της χρήσης του βαριά ρυπογόνου άνθρακα στην Ευρώπη. Ωστόσο, αυτό μπορεί να προκαλέσει την επιτάχυνση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ταχύτερα από τις αμέτρητες προειδοποιήσεις για τους κινδύνους της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Εποχή αβεβαιότητας
Η σύγκρουση αποτέλεσε μια έντονη υπενθύμιση ότι οι πολίτες έχουν ελάχιστο έλεγχο στην πορεία της ιστορίας. Κανείς δεν το γνωρίζει αυτό καλύτερα από τα 8 εκατομμύρια Ουκρανούς που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και τη χώρα τους για μια νέα ζωή σε κοινότητες σε όλη την Ευρώπη και πέρα από αυτήν.
Για εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν πληγεί λιγότερο άμεσα, η ξαφνική κατάρρευση της ειρήνης στην Ευρώπη έφερε αβεβαιότητα και άγχος.
Οι συγκεκαλυμμένες απειλές του Πούτιν για χρήση ατομικών όπλων σε περίπτωση κλιμάκωσης της σύγκρουσης αναζωπύρωσαν τους φόβους για πυρηνικό πόλεμο που είχαν αδρανήσει από τον Ψυχρό Πόλεμο. Οι μάχες μαίνονται γύρω από τον πυρηνικό σταθμό της Ζαπορίζια, εγείροντας το φάσμα ενός νέου Τσερνομπίλ.
Οι ανησυχίες για πυρηνική κλιμάκωση ενισχύθηκαν, μετά από μια ύφεση της απειλής πυρηνικού πολέμου, με την ανακοίνωση του Πούτιν στις 21 Φεβρουαρίου ότι αναστέλλει τη συμμετοχή της Ρωσίας στη μοναδική εναπομείνασα συνθήκη ελέγχου των πυρηνικών όπλων με τις ΗΠΑ.
Ο Πούτιν απέφυγε να αποσυρθεί εντελώς από τη συνθήκη New START και δήλωσε ότι η Μόσχα θα σεβαστεί τα ανώτατα όρια της συνθήκης για τα πυρηνικά όπλα, διατηρώντας μια αμυδρή αχτίδα ελέγχου των εξοπλισμών ζωντανή.