«Επιστρέψαμε στην Διεθνή Σκηνή» ήταν το μήνυμα του Μπάιντεν στην τηλεδιάσκεψη κορυφής της Ομάδας G-7 και στην τηλεομιλία του στην ετήσια Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου.
Μια απλή απαρίθμηση των προτεραιοτήτων που ιεράρχησε στις παρεμβάσεις του ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου αναδεικνύει το αντιφατικό στίγμα της εξαγγελθείσας με επικοινωνιακές τυμπανοκρουσίες επιστροφής της Ουάσιγκτον στη Διεθνή Σκηνή.
Αντιφατικό καθώς δεν είναι μόνον η κρίση διεθνούς αξιοπιστίας των ΗΠΑ που δημιούργησε ο επιθετικός απομονωτισμός του «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ αλλά και η καταλυτική ανατροπή των σταθερών των διεθνών σταθερών εδώ και ένα χρόνο από μια Πανδημία με απροσδιόριστη επί του παρόντος διάρκεια εύρος και παρενέργειες.
Πώς μπορεί να συνυπάρχουν κατά την ιεράρχηση του Μπάιντεν ο αγώνας δρόμου για μια παγκόσμια εμβολιακή θωράκιση και μια συνολική ανάκαμψη της Παγκόσμιας Οικονομίας με ταυτόχρονη ψυχροπολεμική επιδείνωση των σχέσεων της Δύσης με την Κίνα και την Ρωσία στο όνομα μιας επιθετικής διπλής ανάσχεσης;
Είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι η εμβάθυνση μιας συνολικής στρατηγικής αντιπαλότητας των ΗΠΑ και της Δύσης με το Πεκίνο και την Μόσχα θα έχει βαρύτατες αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο μέτωπο της Πανδημίας όσο και στο μέτωπο της ανάκαμψης της Οικονομίας χωρίς διεύρυνση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων.
Οι αντιφάσεις της επιστροφής των ΗΠΑ στην Διεθνή Σκηνή δεν προσδιορίζονται από την απόσταση που ούτως η άλλως υπάρχει μεταξύ των πραγματικών δυνατοτήτων μιας βαθιά διχασμένης χώρας και της επικοινωνιακής ρητορικής μιας αδύνατης ολικής επαναφοράς της αμερικανικής παντοδυναμίας.
Προσδιορίζονται από την ασυμβατότητα της επιθετικής ανάσχεσης με την παγκόσμια συνεργασία και συντονισμό που υπαγορεύει η αποτελεσματική αντιμετώπιση της Πανδημίας.
Οι αντιφάσεις των στρατηγικών προτεραιοτήτων της Ουάσιγκτον προβάλλουν ανάγλυφα στην Διατλαντική Σχέση ,την σχέση δηλαδή της Βόρειας Αμερικής με την Ε.Ε και για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους των ΗΠΑ με την Γερμανία.
Οι σχέσεις ΗΠΑ-Γερμανίας είναι σε στρατηγικό βραχυκύκλωμα από το 2008 και μετά από την επόμενη μέρα δηλαδή της έναρξης της Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Κρίσης με την αμερικανική πλευρά να επιλέγει την αναθέρμανση της ζήτησης μέσω της συνεχούς ποσοτικής χαλάρωσης και την γερμανική να επιλέγει την συνέχιση της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Η απατηλή εικόνα του αποχαιρετιστήριου δείπνου της Μέρκελ στον Ομπάμα τον Δεκέμβριο του 2016 δεν αρκεί για να χρεωθεί το βαρομετρικό χαμηλό στις διμερείς σχέσεις στην επιθετική ρητορική Τραμπ.
Αυτό που ζητά ο Μπάιντεν σήμερα από την Μέρκελ και σε μερικούς μήνες από τον διάδοχό της είναι την στιγμή της κορύφωσης της Πανδημίας να χάσει η Γερμανία την Αγορά της Κίνας ως πρώτο εξαγωγικό προορισμό της βιομηχανικής της παραγωγής και ταυτόχρονα να διακόψει την ολοκλήρωση της κατασκευής του Νοrd Stream-2 που θα υποθηκεύσει συνολικά την Ειδική Σχέση Βερολίνου Μόσχας.
Τούτων λεχθέντων εδώ προβάλλει η εγγενής αντίφαση της γερμανικής στρατηγικής που απορρίπτει την πρόταση Μακρόν για Κοινή Άμυνα της Ε.Ε και συνηγορεί υπέρ της παράτασης της διασφάλισης της Γηραιάς Ηπείρου από την Αμερικανική Ομπρέλα μια εξάρτηση που η Ουάσιγκτον σταθερά και διαχρονικά εργαλειοποιεί για να επαναφέρει στην διατλαντική συμμαχική κανονικότητα και νομιμοφροσύνη το Βερολίνο.
Η Γερμανία πρώτον προφανώς δεν αισθάνεται ότι απειλείται από την Ρωσία και δεύτερον γνωρίζει ότι τον πρώτο λόγο σε μια χειραφετημένη από το ΝΑΤΟ ευρωπαϊκή αμυντική δομή τον πρώτο λόγο θα τον είχε η Γαλλία που είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και Πυρηνική Δύναμη.
Προφανώς στην Καγκελαρία θεωρούν πιο διαχειρίσιμου κόστους επιλογή μια ελεγχόμενη δυσαρέσκεια της Ουάσιγκτον από ότι μια Γαλλική Ευρωάμυνα που θα εξισορροπούσε την Γερμανική Ευρωζώνη.