Mια εις βάθος αποτίμηση του οικονομικού λαϊκισμού του Ντόναλντ Τραμπ μέσα από το πρίσμα των δασμών που υιοθέτησε κατά την πρώτη του θητεία, καθώς και την επιθετική του στάση απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, επιχειρεί ο Guardian.
Η κεντρική ιδέα που αναπτύσσεται στο άρθρο, είναι ότι ενώ η «ημέρα απελευθέρωσης» του προέδρου των ΗΠΑ ανακοινώθηκε θριαμβευτικά, στην πραγματικότητα σηματοδότησε το τέλος του αντιπαγκοσμιοποιητικού αφηγήματος, το οποίο υποχώρησε κάτω από τις πιέσεις των αγορών και τη θεσμική αντίδραση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.
Το κείμενο εξετάζει πώς οι δασμοί και η προστατευτική πολιτική του Τραμπ -προβαλλόμενες ως μέσα ανάκτησης του χαμένου πλούτου και υπερηφάνειας της αμερικανικής βιομηχανίας- οδήγησαν τελικά σε σύγκρουση με το ίδιο το οικοδόμημα της παγκοσμιοποίησης. Η εμπορική διαμάχη με την Κίνα, η άνοδος των δασμών και η αποσταθεροποίηση του εμπορίου προκάλεσαν πολιτική και οικονομική αναταραχή, αλλά και μια μόνιμη ρωγμή στην εμπιστοσύνη των συμμάχων των ΗΠΑ.

Αναλύοντας τις εσωτερικές αντιστάσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης των Ρεπουμπλικάνων, αλλά και την επιρροή που είχε η στάση του στους συμμάχους και την παγκόσμια αγορά, το άρθρο του Guardian καταλήγει σε ένα ευρύτερο συμπέρασμα: η ζημιά που προκλήθηκε δεν αφορά μόνο την προσωπική πολιτική αξιοπιστία του Τραμπ, αλλά και το ίδιο το αφήγημα της παγκοσμιοποίησης όπως το γνωρίζαμε.
Παρά τις αντιδράσεις, η επιμονή του Τραμπ να επιβάλει δασμούς επαναφέρει έναν ιδεολογικό και εμπορικό προστατευτισμό που φέρνει στη μνήμη τις πιο σκοτεινές οικονομικές περιόδους του 20ού αιώνα.
Οι δασμοί του Τραμπ σκότωσαν τον οικονομικό λαϊκισμό;
Η μόνιμη ζημιά δεν έχει γίνει μόνο στην πολιτική αξιοπιστία του Τραμπ, αλλά και στην παγκοσμιοποίηση ως σύστημα, αναφέρει στο άρθρο του βρετανικό Μέσο.
Στην αρχή αυτής της εβδομάδας, η Ντάουνινγκ Στριτ δήλωνε ότι η παγκοσμιοποίηση όχι μόνο πέθανε, αλλά και ότι απέτυχε. Ωστόσο, η «νεκροψία» βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, αλλά το θύμα μπορεί να είναι ο οικονομικός λαϊκισμός, που στραγγαλίστηκε από τη Wall Street, την «Ακρόπολη της παγκοσμιοποίησης».
Η λεγόμενη «ημέρα απελευθέρωσης» του Ντόναλντ Τραμπ μπορεί στην πραγματικότητα να ήταν η «ημέρα ταφής του αντιπαγκοσμιοποιητή».

Η «πλήρη αποστολή καμικάζι» του Τραμπ για τις αγορές
Σε μια προσπάθεια να αρνηθούν έστω και μια τακτική υποχώρηση, οι συνεργάτες του Τραμπ επιμένουν ότι ο στόχος του Λευκού Οίκου δεν ήταν εξ αρχής να αποδυναμώσει την παγκοσμιοποίηση, ούτε καν να προστατεύσει την αμερικανική οικονομία με δασμούς, αλλά αντίθετα να μπει σε μια διαπραγμάτευση για να μειωθούν οι δασμοί σε όλο τον κόσμο και να τιμωρηθεί η Κίνα.
Καθώς οι συνεργάτες του προσπαθούν να καλύψουν τον πρόεδρο των ΗΠΑ, αυτό είναι ελάχιστα αξιόπιστο -εν μέρει επειδή οι δασμοί είχαν επανειλημμένα επαινεθεί από τον Τραμπ ως μέτρο αύξησης των μακροοικονομικών εσόδων, ή ως μέσο ενίσχυσης της αμερικανικής παραγωγής.
Η πραγματικότητα είναι οι αγορές, ότι όταν βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια προσπάθεια αναδιαμόρφωσης του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος εν μία νυκτί, ή με αυτό που ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, Τζιμ Ο Νιλ, περιγράφει ως «μια πλήρη αποστολή καμικάζι», τότε εξεγέρθηκαν.
Αλλά, η υποχώρηση που προκλήθηκε από το ξεπούλημα των ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου ήταν μόνο μερική, με τους δασμούς να έχουν οριστεί στο 10% καθολικά, εκτός από τμήματα του εμπορίου με το Μεξικό και τον Καναδά.
Η «ημέρα απελευθέρωσης» του Τραμπ, το τέλος μιας εποχής
Εν τω μεταξύ, η ολομέτωπη εμπορική διαμάχη της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο, παρότι ο Τραμπ εξαιρεί smartphones, υπολογιστές και μικροτσίπ από τους νέους δασμούς, εξακολουθεί να αφήνει τον μέσο πραγματικό δασμολογικό συντελεστή στο 27%, τον υψηλότερο από το 1903, σύμφωνα με το Yale Budget Lab.
Εν μέσω του χάους, έχει προκληθεί σημαντική μακροπρόθεσμη ζημιά, όχι μόνο στην πολιτική αξιοπιστία του Αμερικανού προέδρου, αλλά και στην ανθεκτικότητα της παγκοσμιοποίησης ως σύστημα.
Η εμπιστοσύνη, οι συμφωνημένοι κανόνες και ένας βαθμός πολιτικής σταθερότητας αποτελούν τα θεμέλια της παγκοσμιοποίησης. Αποτελούν την προϋπόθεση για τη λειτουργία εξειδικευμένων και ιδιαίτερα εκτεταμένων εμπορικών γραμμών εφοδιασμού πέρα από τα πολιτικά σύνορα.

Η παγκοσμιοποίηση, άλλωστε, δεν αφορά μόνο το εμπόριο αγαθών ή τις ελεύθερες αγορές, αλλά ένα σύνολο διασυνδεδεμένων ιδεών και θεσμών που στηρίζουν τη δημιουργία πλούτου και κυριαρχούν στην πολιτική σκέψη από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Κιρ Στάρμερ, δεν ήταν ο μόνος που υποστήριξε ότι η «ημέρα απελευθέρωσης» του Τραμπ και τα επακόλουθά της σηματοδοτούν το τέλος μιας εποχής.
Σε μια προειδοποίηση που ισχύει ακόμη και μετά την υποχώρηση του Τραμπ, ο Μαρκ Κάρνεϊ, ο πρωθυπουργός του Καναδά και πρώην διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, δήλωσε: «Η παγκόσμια οικονομία είναι θεμελιωδώς διαφορετική σήμερα από ό,τι ήταν χθες. Το σύστημα του παγκόσμιου εμπορίου που είναι αγκυροβολημένο στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο οποίο στηρίχθηκε ο Καναδάς από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα σύστημα που, αν και δεν ήταν τέλειο, βοήθησε να υπάρξει ευημερία για τον Καναδά επί δεκαετίες, έχει τελειώσει.
Η 80ετής περίοδος κατά την οποία οι ΗΠΑ αγκάλιασαν τον μανδύα της παγκόσμιας οικονομικής ηγεσίας, όταν σφυρηλάτησαν συμμαχίες που είχαν τις ρίζες τους στην εμπιστοσύνη και τον αμοιβαίο σεβασμό και υπερασπίστηκαν την ελεύθερη ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών, έχει τελειώσει. Αν και αυτό είναι μια τραγωδία, είναι επίσης η νέα πραγματικότητα».
«Ο Ντόναλντ Τραμπ τα έκαψε όλα»
Εν ολίγοις, δεν πρόκειται για μια φάση, όπως και αν επιλυθεί ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα. Η κληρονομιά της «ημέρας απελευθέρωσης» θα παραμείνει για πολλές γενιές.
Ο Πολ Κρούγκμαν, ο Νομπελίστας οικονομολόγος, συμφώνησε σε μεγάλο βαθμό ότι οι ΗΠΑ διαπράττουν μια πράξη παραίτησης. «Οι κανόνες που διέπουν τους δασμούς και η διαδικασία διαπραγμάτευσης που μείωσε αυτούς τους δασμούς με την πάροδο του χρόνου προέκυψαν από τον νόμο περί αμοιβαίων εμπορικών συμφωνιών, που επινόησε ο Ρούσβελτ το 1934… Ήταν, στην πραγματικότητα, ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά επιτεύγματα της Αμερικής. Ο Ντόναλντ Τραμπ τα έκαψε όλα», έγραψε χαρακτηριστικά.
Όταν ο άνθρωπος που έχει εκλεγεί για να ηγηθεί της χώρας που εφηύρε την παγκοσμιοποίηση, θέτει την απόρριψη της παγκοσμιοποίησης στον ιδεολογικό του πυρήνα, ακόμη και αν αυτό σημαίνει την αποξένωση των στενότερων συμμάχων των ΗΠΑ, μια θεμελιώδης αναδιάταξη βρίσκεται σε εξέλιξη.
Μια βασική δυσκολία είναι ότι ο Τραμπ δεν έχει δείξει κανένα σημάδι ότι θέλει να μάθει από αυτή την πανωλεθρία. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1987 ξόδεψε 95.000 δολάρια για να δημοσιεύσει μια «ανοιχτή επιστολή προς τον αμερικανικό λαό» σε τρεις εφημερίδες. «Για χρόνια, η Ιαπωνία και άλλα πλούσια έθνη εκμεταλλεύονται τις ΗΠΑ», έγραφε τότε και συμπλήρωνε: «Ήρθε η ώρα να τερματίσουμε τα τεράστια ελλείμματά μας, κάνοντας την Ιαπωνία και άλλους που μπορούν να το αντέξουν οικονομικά, να πληρώσουν».

Παρόλο που ο στόχος του μπορεί να έχει μετατοπιστεί από την Ιαπωνία στην Κίνα, η αίσθηση δυσαρέσκειας και προδοσίας του Τραμπ, σε συνδυασμό με την απέχθεια για τα εμπορικά ελλείμματα, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Η εκλογή του το 2016, παράλληλα με το Brexit, απλώς του επιβεβαίωσε την απήχηση του μηνύματός του.
Για να είμαστε δίκαιοι απέναντι στον Τραμπ, γράφει ο Guarduian, η ανάλυση έδειξε ότι οι εκλογικές περιφέρειες των ΗΠΑ με βιομηχανίες ευάλωτες στις κινεζικές εισαγωγές, έτειναν να εκλέγουν εκπροσώπους με πιο πολωμένες θέσεις.
Η ψήφος του έδωσε εντολή να βάλει τέλος σε αυτό που περιέγραψε ως το μακελειό των ΗΠΑ με τα «σκουριασμένα εργοστάσια, διάσπαρτα σαν ταφόπλακες στο τοπίο του έθνους μας». Πολλοί στο κατεστημένο του Νταβός αναγνώρισαν ότι είχε δει κάτι που δεν είχαν δει -η παγκοσμιοποίηση είχε αφήσει πίσω πάρα πολλούς, όχι μόνο στις φτωχές χώρες αλλά και σε μια ομάδα της μεσαίας τάξης στις δυτικές οικονομίες.
Πώς ο Τραμπ γλίτωσε το «φιάσκο» στην πρώτη του θητεία
Η πρώτη θητεία του Τραμπ θα είχε πιθανότατα δει μια εκδοχή του φιάσκου αυτής της εβδομάδας, εάν είχε επιλέξει διαφορετικούς συμβούλους και αν δεν είχε εκτροχιαστεί αργότερα από την πανδημία του κορονοϊού.
Για τα 2 πρώτα χρόνια της πρώτης θητείας του, το 2017-18, τα ένστικτά του κρατήθηκαν σε μεγάλο βαθμό υπό έλεγχο από τον οικονομικό του σύμβουλο Γκάρι Κον, πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Goldman Sachs, ο οποίος μετρίασε την αποφασιστικότητα του Τραμπ να χρησιμοποιήσει δασμούς για να τερματίσει τα εμπορικά ελλείμματα.

Ο Κον επιδόθηκε σε μια διετή διαρκή επιχειρηματολογία, καταρτίζοντας μια μάζα στατιστικών στοιχείων που αποσκοπούσαν στο να πείσουν τον σκεπτικιστή Τραμπ ότι η παρακμή της αμερικανικής μεταποίησης και η αντικατάστασή της από μια οικονομία υπηρεσιών ήταν σε μεγάλο βαθμό καλοήθης.
Κατέθεσε πώς οι γενικοί δασμοί ανακάμπτουν στους Αμερικανούς καταναλωτές. Εξήγησε τη σχέση μεταξύ της αβεβαιότητας των καταναλωτών και της χρηματιστηριακής αγοράς. Προκάλεσε τον Τραμπ να εξηγήσει γιατί πίστευε ότι οι δασμοί δεν θα ήταν αντιπαραγωγικοί.
Ο Τραμπ απάντησε ότι δεν ήξερε, αλλά απλώς ήξερε και ότι αυτό σκεφτόταν εδώ και 30 χρόνια. Κάποια στιγμή, εκνευρισμένος, ο Κον κατηγόρησε τον πρόεδρο για επικίνδυνη νοσταλγία, λέγοντας: «Έχετε μια άποψη του Νόρμαν Ρόκγουελ για την Αμερική» -του καλλιτέχνη που έμεινε στην ιστορία για το εξιδανικευμένο πορτρέτο των εργατών στις ΗΠΑ.
Στο τέλος, ο Κον βρήκε τον Τραμπ -ο οποίος κάποτε έγραψε «το εμπόριο είναι κακό» ως σύνοψη της σκέψης του για μια κεντρική ομιλία- τόσο απρόσβλητο από τις αποδείξεις και τόσο αποφασισμένο να επιβάλει δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο, ώστε παραιτήθηκε, αφήνοντας τον Πίτερ Ναβάρο, έναν άνθρωπο που ο Κον θεωρούσε ως έναν δασμολογούντα «flat earther», να αναλάβει τα ηνία.
Το MAGA ως «Make America 1929 Again»
Τα απομεινάρια της αντίθεσης στην τακτική του Τραμπ παρέμειναν στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Ο Μπεν Σας, γερουσιαστής της Νεμπράσκα, έγραψε στο Twitter μια γνωστή πλέον κριτική το 2018: «Σχετικά με αυτούς τους νέους δασμούς: Η Ευρώπη, ο Καναδάς και το Μεξικό δεν είναι η Κίνα. Δεν αντιμετωπίζετε τους συμμάχους με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζετε τους αντιπάλους. Ο γενικός προστατευτισμός είναι ένα μεγάλο μέρος του γιατί είχαμε τη Μεγάλη Ύφεση. Το “Make America Great Again” δεν πρέπει να σημαίνει “Make America 1929 Again”».
Αλλά, ο Τραμπ αγνόησε σε μεγάλο βαθμό τους επικριτές στο εσωτερικό του κόμματός του. Επανεκλεγμένος το 2024, με τον Ναβάρο και άλλους υποστηρικτές των δασμών να διορίζονται εκ νέου επικεφαλής της εμπορικής του ομάδας, ήταν πεπεισμένος ότι το βασικό του λάθος κατά την πρώτη θητεία ήταν πως δεν έλαβε υπόψη του όσους τον συμβούλευαν ότι η παγκοσμιοποίηση είχε φέρει στις ΗΠΑ απαράμιλλο πλούτο.
Ο δρόμος ήταν καθαρός για την ορμητική επίθεση του Τραμπ στους δασμούς, εν μέρει επειδή στα 4 χρόνια που έλειπε από την εξουσία το αντιπαγκοσμιοποιητικό ρεύμα είχε φανεί να κατευθύνεται προς την κατεύθυνσή του. Πολλοί στην Κεντροαριστερά πίστεψαν το επιχείρημα ότι η υπερπαγκοσμιοποίηση δεν ταίριαζε σε μια εποχή γεωπολιτικών συγκρούσεων.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν, για παράδειγμα, στο όνομα της επαναβιομηχάνισης και της εθνικής ασφάλειας, διατήρησε πολλούς δασμούς της εποχής Τραμπ, ιδίως για την Κίνα, μια απόφαση που θεωρείται λάθος από μια μελέτη που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα από τη Σχολή Κένεντι του Χάρβαρντ.
Στη μελέτη, οι οικονομικοί σύμβουλοι του Τζο Μπάιντεν, Άνταμ Πόζεν και Τζόνας Ναμ, υποστήριξαν ότι ο προστατευτισμός ήταν υπερβολικός.

«Friend or near-shoring» και οι δύο μύθοι
Από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-08, παρατηρείται σταθερή αύξηση των περιοριστικών μέτρων για το εμπόριο -όπως δασμοί, μη δασμολογικά μέτρα, έλεγχοι εξαγωγών και επενδυτικοί περιορισμοί- που συμβάλλουν στον αυξανόμενο εμπορικό κατακερματισμό. Μόνο το 2024 εφαρμόστηκαν περισσότεροι από 3.000 εμπορικοί περιορισμοί σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ορισμένοι προέκυψαν από τη δικαιολογημένη ανησυχία για τον αθέμιτο ανταγωνισμό, αλλά πολλοί από αυτούς καθοδηγούνταν από την εμβάθυνση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Οι χώρες όλων των πολιτικών καταφεύγουν σε ολοένα διευρυνόμενους ορισμούς της εθνικής ασφάλειας για να ελέγξουν τις ξένες επενδύσεις και το εμπόριο. Στο λεξιλόγιο μπήκε νέα γλώσσα, όπως το «friend or near-shoring», ένας όρος που ενθαρρύνει τις εταιρείες να ευθυγραμμίσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους με τα γεωπολιτικά συμφέροντα των χωρών τους.
Η έκκληση για ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού πήρε ώθηση από τα τρωτά σημεία που αποκάλυψε η πανδημία του κορονοϊού, συμπεριλαμβανομένης της εξάρτησης της Δύσης από μικρό αριθμό προμηθευτών εμβολίων.
Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η Ρωσία εξέθεσε περαιτέρω την ευπάθεια της δυτικής αλυσίδας εφοδιασμού εκμεταλλευόμενη την εξάρτηση της Ευρώπης από τους αγωγούς φυσικού αερίου της. Οι διασυνδέσεις που έχουν σχεδιαστεί για να φέρνουν τις χώρες πιο κοντά, όπως τα υποθαλάσσια καλώδια δεδομένων, έχουν γίνει στόχοι -από τη Βαλτική Θάλασσα έως τα Στενά της Ταϊβάν. Ο πόλεμος κατέρριψε επίσης τον μύθο ότι το εμπόριο έφερνε την ειρήνη.
Ως αποτέλεσμα, οι κυβερνήσεις σε όλη τη Δύση εισήγαγαν μέτρα ελέγχου των επενδύσεων που τους έδιναν τη δυνατότητα να εμποδίζουν εξαγορές και επενδύσεις από ξένες επιχειρήσεις, κυρίως κινεζικές, σε στρατηγικούς κλάδους.
«Η παγκοσμιοποίηση όπως την ξέρουμε είναι νεκρή»
Η Ρέιτσελ Ριβς ενέκρινε την τάση αυτή σε ομιλία της στην Ουάσιγκτον ως σκιώδης καγκελάριος του Ηνωμένου Βασιλείου τον Μάιο του 2023. «Η παγκοσμιοποίηση όπως την ξέρουμε είναι νεκρή. Οι αλυσίδες εφοδιασμού που δίνουν προτεραιότητα μόνο σε ό,τι είναι φθηνότερο και ταχύτερο δυσκολεύονται όταν εκδηλώνεται μια κρίση, είτε πρόκειται για τα PPE (εξοπλισμός ατομικής προστασία – μάσκες, γάντια κ.λπ.) κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού είτε για την ενέργεια μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία».
Σε μια διάγνωση παρόμοια με αυτή του Τραμπ, η Ριβς υποστήριξε ότι ένα παγκοσμιοποιημένο σύστημα «μπορεί να παγιδευτεί από χώρες όπως η Κίνα που έχουν υποτιμήσει και αγνοήσει τους διεθνείς εμπορικούς κανόνες και έχουν καταστήσει αδύνατο τον ανταγωνισμό των δικών μας».

Ο Ραγκουράμ Ρατζάν, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και πρώην διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ινδίας, υποστήριξε ότι το friend-shoring αποτελεί «αναβίωση του προστατευτισμού, μεταμφιεσμένου και ενισχυμένου από νέους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς». Παράλληλα, επέκρινε την πρωτοβουλία ως «συγκέντρωση της παραγωγής εντός της περίφραξης των ανεπτυγμένων χωρών».
Ακόμη και έτσι, το εμπόριο ως ποσοστό του ΑΕΠ -το καλύτερο μέτρο του οικονομικού ανοίγματος- δεν έχει ακόμη καταρρεύσει. Στην έκθεσή του για το 2023 με τίτλο «Επαναπαγκοσμιοποίηση», ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) δήλωσε ότι υπήρξε επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου μετά το χρηματοπιστωτικό κραχ και την πανδημία του κορονοϊού, αλλά η αλλαγή αυτή μπορεί να οφείλεται εξίσου στην ανάπτυξη των υπηρεσιών, σε αντίθεση με τα αγαθά, στην παγκόσμια οικονομία. Αντισταθμιστικές τάσεις, όπως το ψηφιακό εμπόριο, κράτησαν ζωντανή την παγκοσμιοποίηση.
Τι μπορεί να διασωθεί από τα συντρίμμια
Το θέμα τώρα είναι τι μπορεί να διασωθεί από τα συντρίμμια της εβδομάδας και αν μπορεί να συγκροτηθεί ένας νέος συνασπισμός των προθύμων -αυτήν τη φορά των ελεύθερων εμπόρων- αν χρειαστεί.
Γίνεται λόγος για μια G6 ή G7 χωρίς τις ΗΠΑ -που θα πάει στην Κίνα για να δει αν μπορεί να βρεθεί μια συμφωνία για τη μείωση των εμπορικών ανισορροπιών της και των στρεβλωτικών επιδοτήσεων, αντικείμενο καταγγελίας στον ΠΟΕ όχι μόνο από τη Δύση, αλλά και από τις αναδυόμενες αγορές.
Ωστόσο, αυτό θα απαιτήσει από το Εργατικό Κόμμα του Ηνωμένου Βασιλείου να σταματήσει να ενημερώνει ότι η παγκοσμιοποίηση έχει αποτύχει. Στο σημερινό πλαίσιο δεν υπάρχει περιθώριο για αποχρώσεις και κινδυνεύει να ακουστεί σαν να συμμερίζονται οι Εργατικοί την εντελώς χαοτική συνταγή του Τραμπ.
«Είναι η ώρα να κηρύξουμε τον οικονομικό λαϊκισμό, και όχι το ελεύθερο εμπόριο, νεκρό», επισημαίνει καταληκτικά ο Guardian.