Αν και άρχισε ταπεινά την πολιτική του σταδιοδρομία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει εξελιχθεί σε πολιτικό γίγαντα, οδηγώντας την Τουρκία για 22 χρόνια και αναδιαμορφώνοντας τη χώρα του περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον ηγέτη μετά τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, τον σεβαστό πατέρα της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας.
Παρά το γεγονός ότι ταλανίστηκε από μια σειρά κρίσεων, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επανεξελέγη κατά τις προεδρικές εκλογές του 2023, διατηρώντας την εξουσία. Ωστόσο, σύμφωνα με το BBC, έχει επικριθεί για την ολοένα και πιο καταπιεστική διακυβέρνησή του τα τελευταία χρόνια, καταργώντας τους ελέγχους στην εξουσία και παραγκωνίζοντας τους αντιπάλους του μέσω του δικαστικού συστήματος.
Μάλιστα, την περασμένη εβδομάδα, η κυβέρνησή του συνέλαβε και φυλάκισε τον Εκρέμ Ιμάμογλου, που θεωρείται ως ο κύριος αντίπαλός του, καθώς εξελέγη ως υποψήφιος πρόεδρος της αντιπολίτευσης στην Τουρκία. Αυτό ώθησε εκατοντάδες χιλιάδες υποστηρικτές του να βγουν στους δρόμους κατά τις τελευταίες πέντε ημέρες, διαμαρτυρόμενοι για την κράτηση του Εκρέμ Ιμάμογλου και την πολιτική καταστολή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Οι δυτικοί σύμμαχοι της Τουρκίας καταδίκασαν την κίνηση, ενώ η Ε.Ε. προειδοποίησε την τουρκική κυβέρνηση ότι πρέπει να δείξει δέσμευση στους δημοκρατικούς κανόνες. Ωστόσο, ο Πρόεδρος της γειτονικής χώρας βρίσκεται στον δρόμο της απολυταρχίας εδώ και σχεδόν μια δεκαετία, όπως λένε οι αναλυτές.
Erdogan: Turkey’s all-powerful leader of 20 years https://t.co/jTzvfL1V7F
— BBC News (World) (@BBCWorld) March 24, 2025
Αφού επέζησε μιας απόπειρας πραξικοπήματος το 2016, μετέτρεψε την Προεδρία του σε εκτελεστική και κατέστειλε τόσο τους αντιπάλους του όσο και τους διαφωνούντες. Πρώτα ως πρωθυπουργός από το 2003 και, στη συνέχεια, ως άμεσα εκλεγμένος Πρόεδρος από το 2014, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατέστησε την Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη, υπερασπίστηκε ισλαμιστικά αιτήματα και ήταν γρήγορος στο να παρακάμψει την πολιτική αντιπολίτευση.
Παρ’ όλο που είναι επικεφαλής μιας χώρας-μέλος του ΝΑΤΟ, τοποθετήθηκε ως διαμεσολαβητής στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία και άφησε τη Σουηδία να περιμένει κατά την ένταξή της στη βορειοατλαντική συμμαχία. Η διπλωματία του έχει εξοργίσει τους συμμάχους στην Ευρώπη, αλλά και πέραν αυτής, καθώς έχει πολώσει τη χώρα του. Οι οπαδοί του τον αποκαλούν «αρχηγό». Κατηγορώντας τους αντιπάλους του ότι αντιμετωπίζουν τους ψηφοφόρους της Τουρκίας με περιφρόνηση και δεν καταφέρνουν να τους κερδίσουν, δήλωσε: «Τα 85 εκατομμύρια θα προστατεύσουμε την ψήφο μας, τη θέλησή μας και το μέλλον μας».
Η άνοδος του Ερντογάν στην εξουσία
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1954 και μεγάλωσε ως γιος ακτοφύλακα στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Όταν ήταν 13 ετών, ο πατέρας του αποφάσισε να μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη, ελπίζοντας να δώσει στα πέντε παιδιά του μια καλύτερη ανατροφή. Ως νεαρός, ο νυν Πρόεδρος της Τουρκίας πουλούσε λεμονάδες και τσουρέκια με σουσάμι για να κερδίζει επιπλέον χρήματα. Φοίτησε σε ισλαμικό σχολείο προτού αποκτήσει πτυχίο Διοίκησης από το Πανεπιστήμιο Μαρμαρά της Κωνσταντινούπολης και παίξει επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 δραστηριοποιήθηκε στους ισλαμιστικούς κύκλους, εντασσόμενος στο φιλοϊσλαμικό Κόμμα Ευημερίας του Νεκμετίν Ερμπακάν. Καθώς η δημοτικότητα του κόμματος αυξήθηκε τη δεκαετία του 1990, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξελέγη υποψήφιός του για δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης το 1994 και διοίκησε την πόλη για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Η θητεία του, όμως, έληξε όταν καταδικάστηκε για υποκίνηση φυλετικού μίσους επειδή διάβασε δημοσίως ένα εθνικιστικό ποίημα που περιείχε τους στίχους: «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι τρούλοι τα κράνη μας, οι μιναρέδες οι ξιφολόγχες μας και οι πιστοί οι στρατιώτες μας».
Αφού εξέτισε τέσσερις μήνες στη φυλακή, επέστρεψε στην πολιτική, αλλά το κόμμα του είχε απαγορευτεί επειδή παραβίαζε τις αυστηρές κοσμικές αρχές του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Έτσι, ο ίδιος, τον Αύγουστο του 2001, ίδρυσε ένα νέο κόμμα με ισλαμιστικές ρίζες μαζί με τον σύμμαχό του, Αμπντουλάχ Γκιούλ. Το 2002, το ΑΚΡ κέρδισε την πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές και τον επόμενο χρόνο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διορίστηκε πρωθυπουργός. Παραμένει πρόεδρος του AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) μέχρι σήμερα.

Πρώτη δεκαετία στην εξουσία
Από το 2003, πέρασε τρεις θητείες ως πρωθυπουργός, διανύοντας μια περίοδο σταθερής οικονομικής ανάπτυξης και κερδίζοντας επαίνους διεθνώς ως μεταρρυθμιστής. Η μεσαία τάξη επεκτάθηκε και εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν από τη φτώχεια, καθώς ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έδωσε προτεραιότητα σε γιγαντιαία έργα υποδομής για τον εκσυγχρονισμό της Τουρκίας.
Ωστόσο, οι επικριτές του προειδοποίησαν ότι γινόταν όλο και πιο αυταρχικός. Μάλιστα, το 2013, οι διαδηλωτές κατέβηκαν στους δρόμους, εν μέρει λόγω των σχεδίων της κυβέρνησής του να μεταμορφώσει ένα πολυαγαπημένο πάρκο στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, αλλά διαδηλώνοντας απέναντι σε μια πιο αυταρχική διακυβέρνηση. Ο ίδιος χαρακτήρισε τους διαδηλωτές «σκουπίδια» και οι άνθρωποι χτυπούσαν τις κατσαρόλες και τα τηγάνια, στις 9 κάθε βράδυ, σε ένα πνεύμα προκλητικότητας.
Επίσης, οι κατηγορίες για διαφθορά παγίδευσαν τους γιους τριών συμμάχων του στο υπουργικού συμβουλίου. Οι διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί σηματοδότησαν ένα σημείο καμπής στην κυβέρνησή του. Για τους επικριτές του, συμπεριφερόταν περισσότερο σαν σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρά σαν δημοκράτης. Επίσης, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήρθε σε ρήξη με έναν ισλαμιστή λόγιο με έδρα τις ΗΠΑ, τον Φετουλάχ Γκιουλέν, το κοινωνικό και πολιτιστικό κίνημα του οποίου τον είχε βοηθήσει να νικήσει σε τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις και είχε δραστηριοποιηθεί για την απομάκρυνση του στρατού από την πολιτική. Ήταν μια διαμάχη που θα είχε δραματικές επιπτώσεις στην τουρκική κοινωνία.

Η μουσουλμανική αναγέννηση από τον Ερντογάν
Ύστερα από μια δεκαετία διακυβέρνησης, το κόμμα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προχώρησε στην άρση της απαγόρευσης των γυναικών να φορούν μαντίλα στις δημόσιες υπηρεσίες, η οποία θεσπίστηκε μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980. Η απαγόρευση καταργήθηκε τελικά για τις γυναίκες στην Αστυνομία, στον Στρατό και στο Δικαστικό Σώμα. Οι επικριτές του υποστήριξαν ότι ψαλίδισε τους πυλώνες της κοσμικής δημοκρατίας του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Αν και θρησκευόμενος ο ίδιος, ο νυν Πρόεδρος της Τουρκίας πάντα αρνιόταν ότι ήθελε να επιβάλει τις ισλαμικές αξίες, επιμένοντας ότι υποστήριζε τα δικαιώματα των Τούρκων να εκφράζουν πιο ανοιχτά τη θρησκεία τους.
Ωστόσο, έχει επανειλημμένα υποστηρίξει την ποινικοποίηση της μοιχείας. Μάλιστα, ως πατέρας τεσσάρων παιδιών, έχει πει ότι «καμία μουσουλμανική οικογένεια» δεν πρέπει να εξετάζει τον έλεγχο των γεννήσεων ή τον οικογενειακό προγραμματισμό. «Θα πολλαπλασιάσουμε τους απογόνους μας», δήλωσε ο ίδιος τον Μάιο του 2016. Έχει εκθειάσει τη μητρότητα, έχει καταδικάσει τις φεμινίστριες και έχει πει ότι οι άνδρες και οι γυναίκες δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ισότιμα.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπερασπίζεται εδώ και καιρό ισλαμιστικούς σκοπούς – άλλωστε είναι γνωστό ότι χαιρετούσε με τα τέσσερα δάχτυλα την καταπιεσμένη Μουσουλμανική Αδελφότητα της Αιγύπτου. Τον Ιούλιο του 2020 επέβλεψε τη μετατροπή της ιστορικής Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης σε τζαμί, εξοργίζοντας πολλούς Χριστιανούς. Ο ναός χτίστηκε πριν από 1.500 χρόνια και μετατράπηκε σε τζαμί από τους Οθωμανούς Τούρκους, αλλά ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ την είχε μετατρέψει σε μουσείο-σύμβολο του νέου κοσμικού κράτους.

Εδραιώνοντας την εξουσία του στην Τουρκία
Αποκλεισμένος από το να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για πρωθυπουργός, το 2014 έθεσε υποψηφιότητα για τον εν πολλοίς τελετουργικό ρόλο του Προέδρου σε πρωτοφανείς άμεσες εκλογές. Είχε μεγάλα σχέδια για τη μεταρρύθμιση του αξιώματος, δημιουργώντας ένα νέο Σύνταγμα που θα ωφελούσε όλους τους Τούρκους και θα τοποθετούσε τη χώρα τους μεταξύ των 10 κορυφαίων οικονομιών του κόσμου.
Παρ’ όλα αυτά, στις αρχές της Προεδρίας του, αντιμετώπισε δύο κλυδωνισμούς στην εξουσία του. Αρχικά, το 2015, το κόμμα του έχασε την πλειοψηφία του στο κοινοβούλιο για αρκετούς μήνες και στη συνέχεια, το 2016, η Τουρκία έζησε απόπειρα πραξικοπήματος.
Συγκεκριμένα, αντάρτες στρατιώτες έφτασαν κοντά στη σύλληψη του Προέδρου στην Τουρκία, ο οποίος έκανε διακοπές σε παραθαλάσσιο θέρετρο, αλλά μεταφέρθηκε άμεσα με αεροπλάνο σε ασφαλές μέρος. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Ιουλίου, εμφανίστηκε θριαμβευτής στο αεροδρόμιο «Ατατούρκ» της Κωνσταντινούπολης υπό τις επευφημίες των υποστηρικτών του. Σχεδόν 300 πολίτες σκοτώθηκαν καθώς εμπόδιζαν την προέλαση των πραξικοπηματιών.
Ο Τούρκος Πρόεδρος εμφανίστηκε στην εθνική τηλεόραση και συγκέντρωσε τους υποστηρικτές του στην Κωνσταντινούπολη, δηλώνοντας ότι είναι ο «αρχιστράτηγος». Εντούτοις, η ένταση ήταν εμφανής όταν έκλαιγε ανοιχτά ενώ εκφωνούσε ομιλία στην κηδεία ενός στενού του φίλου, ο οποίος πυροβολήθηκε μαζί με τον γιο του από στασιαστές στρατιώτες.
Η συνωμοσία αποδόθηκε στο κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν και οδήγησε στην απόλυση περίπου 150.000 δημοσίων υπαλλήλων και στην κράτηση περισσότερων από 50.000 ανθρώπων, μεταξύ των οποίων αρκετοί στρατιώτες, δημοσιογράφοι, δικηγόροι, αστυνομικοί, ακαδημαϊκοί και Κούρδοι πολιτικοί. Αυτή η καταστολή των επικριτών προκάλεσε συναγερμό στο εξωτερικό, συμβάλλοντας στην ψυχρότητα των σχέσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε.
Υπενθυμίζεται ότι η προσπάθεια της Τουρκίας να ενταχθεί στην Ε.Ε. δεν έχει προχωρήσει εδώ και χρόνια. Οι διαφωνίες σχετικά με την εισροή μεταναστών στην Ελλάδα επιδείνωσαν τα άσχημα αισθήματα. Ωστόσο, από το αστραφτερό παλάτι του Ακ Σαράι με τα 1.000 δωμάτια και με θέα την Άγκυρα, η θέση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φαινόταν πιο ασφαλής από ποτέ.

Σχεδόν κυρίαρχος του πολιτικού συστήματος
Το 2017, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε οριακά ένα δημοψήφισμα που του παρείχε σαρωτικές προεδρικές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να επιβάλλει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να διορίζει κορυφαίους δημόσιους αξιωματούχους, καθώς και να παρεμβαίνει στο νομικό σύστημα. Έναν χρόνο αργότερα, εξασφάλισε την απόλυτη νίκη στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Ο πυρήνας των ψηφοφόρων του βρίσκεται στις μικρές πόλεις της Ανατολίας και στις αγροτικές και συντηρητικές περιοχές. Παρ’ όλα αυτά, το 2019, το κόμμα του έχασε στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις – στην Κωνσταντινούπολη, στην Άγκυρα και στη Σμύρνη. Η οριακή απώλεια της δημαρχίας της Κωνσταντινούπολης από τον Εκρέμ Ιμάμογλου, δηλαδή από Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) που είναι το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, αποτέλεσε ένα πικρό πλήγμα για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος ήταν δήμαρχος της πόλης τη δεκαετία του 1990. Δεν αποδέχθηκε ποτέ το αποτέλεσμα.
Υπενθυμίζεται ότι ο Εκρέμ Ιμάμογλου προηγείται του Τούρκου Προέδρου στις δημοσκοπήσεις πριν του απαγορευτεί να είναι υποψήφιος κατά τις προεδρικές εκλογές του 2023. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και οι σύμμαχοί του κατηγορήθηκαν ότι χρησιμοποίησαν τα δικαστήρια για να αποκλείσουν τον δημοφιλή δήμαρχο από τις εκλογές. Επίσης, στον Εκρέμ Ιμάμογλου επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης το 2022 για εξύβριση δημόσιου αξιωματούχου, αλλά άσκησε έφεση εναντίον της, γεγονός που του επέτρεψε να παραμείνει στην πολιτική.

Η σύλληψη του Ιμάμογλου
Πάντως, η σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου και οι κατηγορίες, αυτή τη φορά, αφορούν σε πιο σοβαρές κατηγορίες για τρομοκρατία και διαφθορά.
Τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν τη Δευτέρα (24/3) πως ο Εκρέμ Ιμάμογλου είναι ο πιο ισχυρός αντίπαλος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο Πρόεδρος της γειτονικής χώρας, πέρσι, απομάκρυνε αρκετούς εκλεγμένους δημάρχους που ανήκαν σε κόμματα της αντιπολίτευσης, αντικαθιστώντας τους με διορισμένους από την κυβέρνηση.
Ακτιβιστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, αλλά και ο κορυφαίος επιχειρηματικός όμιλος της χώρας έχουν γίνει στόχοι αμφιλεγόμενων δικαστικών υποθέσεων. Η σύλληψη του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης, τις τελευταίες ημέρες, θεωρείται ως κλιμάκωση της τάσης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να χρησιμοποιεί τις εξουσίες του για να εξοντώσει τους αντιπάλους του.
Ο γεωπολιτικός ρόλος του Ερντογάν
Αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο Τούρκος Πρόεδρος έκανε την κίνηση αυτή σε μια κατάλληλη στιγμή στην παγκόσμια σκηνή. Η ευρωπαϊκή πίεση προς την Τουρκία περιορίζεται από τις αμυντικές ανησυχίες του ΝΑΤΟ σε σχέση με τον πόλεμο Ουκρανίας – Ρωσίας και δεν υπάρχει μεγάλη διάθεση στον Λευκό Οίκο, στον οποίο έχει επιστρέψει ο Ντόναλντ Τραμπ, να επικρίνει τον αυταρχισμό σε άλλες χώρες.
Παρά το γεγονός ότι είναι ηγέτης ενός κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ, ο Ρετζέπ Ερντογάν διατηρεί εδώ και καιρό στενούς δεσμούς με τον Ρώσο Πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, και έχει επιδιώξει έναν κεντρικό ρόλο ως διαμεσολαβητής στη σύγκρουση στην Ουκρανία. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις, η Τουρκία έχει εμπλακεί άμεσα τόσο στη στρατιωτική υποστήριξη της Ουκρανίας όσο και στη διπλωματική προσέγγιση της Ρωσίας.