Ρήγματα εμφανίζονται στο ενιαίο μέτωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), καθώς η επείγουσα ανάγκη για μετρητά για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης απειλεί να υπερκεράσει τις νομικιστικές και τεχνοκρατικές ανησυχίες σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης του ενιαίου νομίσματος με φόντο τη Ρωσία.
Ειδικότερα, όπως μεταδίδει το Politico, η σιωπηρή απόσυρση των αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας από την Ευρώπη την περασμένη εβδομάδα, μετά από μια έντονη σύγκρουση στο Οβάλ Γραφείο μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και του προέδρου της Ουκρανίας Βολοντομίρ Ζελένσκι, ώθησε τους ευρωπαίους ηγέτες να αναζητήσουν τρόπους για να ενισχύσουν γρήγορα τις αμυντικές δαπάνες.
Οι πολιτικοί της Ευρώπης, οι οποίοι είναι σε μεγάλο βαθμό στριμωγμένοι οικονομικά και ήδη στενάζουν κάτω από το βαρύ φορτίο του χρέους, σκέφτονται τώρα αν θα κατασχέσουν περίπου 200 δισεκατομμύρια ευρώ σε κεντρικά τραπεζικά αποθεματικά που προέρχονται από τη Ρωσία, τα οποία είναι επί του παρόντος δεσμευμένα στο Βέλγιο και χρησιμοποιούνται ως εγγύηση για ένα δάνειο ύψους 50 δισεκατομμυρίων ευρώ από την G7 προς την Ουκρανία.
Παραδοσιακά, η ΕΚΤ με έδρα τη Φρανκφούρτη έχει προειδοποιήσει κατά οποιασδήποτε πιο επιθετικής δράσης, λέγοντας ότι θα μπορούσε να βλάψει τη θέση του ευρώ στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές.
Οι «σκληροί» κατά της Ρωσίας
Ωστόσο, την Παρασκευή (7/3), ο Μάρτινς Κάζακς, διοικητής της Τράπεζας της Λετονίας, ήταν το πρώτο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ που υποστήριξε την κίνηση για άμεση κατάσχεση, λέγοντας στο Politico ότι είναι μια «βιώσιμη επιλογή για να βοηθήσουμε την Ουκρανία στον αγώνα της για ελευθερία και κατά της επιθετικότητας».
Τα σχόλια αυτά, τα οποία προέρχονται εμφανώς από μια χώρα που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της Ευρώπης με τη Ρωσία, αποτελούν αναγνώριση ότι απαιτείται πιο ριζοσπαστική δράση, ακόμη και με το κόστος να προκαλέσει ένα ακόμη σοκ στις παγκόσμιες αγορές. Υπονοούν ότι η ταχεία μεταβολή της πραγματικότητας επί του εδάφους μπορεί να επιβάλει μια νέα συναίνεση στη Φρανκφούρτη.
Εκτός από τον Κάζακς, αξιωματούχοι και άλλων κεντρικών τραπεζών της Βαλτικής υποστηρίζουν επίσης -αλλά ιδιωτικά- την άμεση κατάσχεση, ακόμη και αν η επίσημη θέση τους είναι διαφορετική, δήλωσε άτομο που γνωρίζει το θέμα. Ούτε η κεντρική τράπεζα της Εσθονίας, ούτε η κεντρική τράπεζα της Λιθουανίας ανταποκρίθηκαν σε αίτημα για σχολιασμό.
Σε συνομιλίες με το Politico, αρκετοί αξιωματούχοι του Ευρωσυστήματος -που τους παραχωρήθηκε ανωνυμία για να συζητήσουν ελεύθερα ένα ευαίσθητο θέμα- υπέδειξαν ότι το σοκ από την εγκατάλειψη της Ευρώπης από τον Τραμπ είχε αποδυναμώσει τη θέση τους και δέχθηκαν απρόθυμα ότι οι πολιτικοί πιθανότατα θα κάνουν ό,τι θέλουν.
Μεταβαλλόμενες πραγματικότητες
Ωστόσο, δημοσίως τουλάχιστον, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ εξακολουθεί να προσπαθεί να κρατήσει τη γραμμή. Σε συγκρατημένα της σχόλια την περασμένη Πέμπτη (6/3), η Γαλλίδα, ως συνήθως, τόνισε τους νομικούς κινδύνους της κατάσχεσης. Αναγνώρισε όμως ότι ο ρόλος της ΕΚΤ είναι απλώς συμβουλευτικός και ότι η απόφαση βρίσκεται στα χέρια των κυβερνήσεων.
«Έχουμε καταστήσει τη θέση μας αρκετά ξεκάθαρη», δήλωσε η Λαγκάρντ στους δημοσιογράφους. «Θα ήθελα βεβαίως να υποστηρίξω ότι η βάση του διεθνούς δικαίου βάσει της οποίας λαμβάνεται η όποια απόφαση θα έχει σημασία όσον αφορά τους άλλους επενδυτές και είμαι βέβαιη ότι είναι ένα ακόμη στοιχείο που θα ληφθεί υπόψη» από τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων.
Η μακροχρόνια αντίθεση της ΕΚΤ είναι καλά ριζωμένη τόσο στο δίκαιο όσο και στην παράδοση. Οι σκεπτικιστές λένε ότι η κατάσχεση των ρωσικών κεφαλαίων θα σήμαινε ότι τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχουν στην Ευρώπη άλλες κεντρικές τράπεζες δεν είναι ασφαλή, υπονομεύοντας την πίστη στο ενιαίο νόμισμα ως αποθεματικό νόμισμα και διακινδυνεύοντας την απώλεια αξιοπιστίας, ιδίως μεταξύ των χωρών του παγκόσμιου Νότου.
Αυτό θα αναιρούσε τις πολυετείς ευρωπαϊκές προσπάθειες για την ανάδειξη του ευρώ σε εναλλακτική λύση έναντι του δολαρίου – τη στιγμή που η ολοένα και πιο ασταθής συμπεριφορά των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή καθιστά πιο επιτακτική την ανάγκη για μια εναλλακτική λύση.
Και δεν είναι μόνο το τι θα έλεγε η κίνηση αυτή για το ευρώ, αλλά και τι θα έλεγε για την ευρωζώνη ως τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η Τζούντιθ Άρναλ, αναπληρώτρια ερευνήτρια στο CEPS, δήλωσε ότι η κίνηση αυτή θα διαβρώσει επίσης την εμπιστοσύνη στα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού της περιοχής, τα οποία λειτουργούν ως θεματοφύλακες όχι μόνο για περιουσιακά στοιχεία σε ευρώ αλλά και για περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που κατέχει η Κίνα). Η κατάσχεση, και το προηγούμενο που θα δημιουργούσε, θα μπορούσε να απομονώσει περαιτέρω την ΕΕ σε μια εποχή που οι ΗΠΑ στοχεύουν στη συμφιλίωση με τη Ρωσία, δήλωσε η Άρναλ.
«Χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ, η κίνηση θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μεγαλύτερο διεθνή έλεγχο, καθιστώντας δυσκολότερη την αιτιολόγηση και την εφαρμογή της, ενώ παράλληλα θα ενίσχυε τον κίνδυνο αντιποίνων από μη δυτικούς παράγοντες», δήλωσε.
Μεγάλος ο πειρασμός
Αλλά οι ανάγκες είναι επιτακτικές και ο πειρασμός να λεηλατηθεί ένας από τους μεγαλύτερους «σωρούς» μετρητών στον πλανήτη αυξάνεται καθημερινά.
Ο Harijs Rokpelnis, κορυφαίο στέλεχος της Ένωσης Πρασίνων και Αγροτών, μέλος του κυβερνητικού συνασπισμού της Λετονίας, δήλωσε ότι η κρισιμότητα της στιγμής απαιτεί από τους πολιτικούς να αγνοήσουν τις συμβουλές της ΕΚΤ, όσο ορθές και αν είναι.
«Κοιτάζοντας από την καθαρά τεχνοκρατική οπτική των οικονομικών, έχουν δίκιο», αναγνώρισε, αλλά παρόλα αυτά πίεσε για την κατάσχεση. Η ΕΚΤ, με τη σειρά της, μπορεί να διατηρήσει την τεχνοκρατική της θέση για να σώσει τα προσχήματα, και οι δύο πλευρές μπορούν να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν, πρόσθεσε. Ορισμένοι κεντρικοί τραπεζίτες μπορεί να συμφωνούν ιδιωτικά με την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων, είπαν δύο άλλα άτομα, και είναι περισσότερο από ευτυχείς που οι πολιτικοί θα συμφωνήσουν με αυτό.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ διαθέτει τα εργαλεία για να αντιμετωπίσει τα όποια προβλήματα μπορεί να προκαλέσει η κατάσχεση. Η Ελίνα Ριμπάκοβα, αναλύτρια του Ινστιτούτου Peterson για τα Διεθνή Οικονομικά στην Ουάσινγκτον, υποστήριξε ότι η επίκληση των κινδύνων χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ήταν συνήθως ευφημισμός για την απόρριψη κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης από χώρες όπως η Κίνα ή η Σαουδική Αραβία. Αλλά η ΕΚΤ, είπε, θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει αυτό με το εργαλείο έκτακτης αγοράς ομολόγων, γνωστό ως Transmission Protection Instrument, το οποίο υπάρχει ρητά για να σταματήσει τις αδικαιολόγητες στρεβλώσεις στις αγορές ομολόγων.
Δύσκολη επιλογή
Ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικοί και οι κεντρικοί τραπεζίτες θα επιλύσουν το ζήτημα θα πει πολλά για την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο, σε μια εποχή που το παραδοσιακό κύρος και η ανεξαρτησία της ΕΚΤ έχουν αποδυναμωθεί από την παρατεταμένη υπέρβαση του πληθωρισμού.
Η Λαγκάρντ και το σώμα εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη μπορεί ακόμη να επικρατήσουν. Η επιρροή των περιφερειακών διοικητών των κεντρικών τραπεζών -οι οποίοι συμμετέχουν στις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής αλλά δεν έχουν μεγάλο λόγο στη θεσμική στάση της Φρανκφούρτης- είναι περιορισμένη.
Αλλά η συζήτηση αποκαλύπτει πώς οι πολιτικές ανησυχίες μπορούν να μειώσουν την ικανότητα της ΕΚΤ να υπερασπιστεί το νόμισμα. Είναι μια ιδιαίτερα ευαίσθητη στιγμή για τους εθνικούς διοικητές του Ευρωσυστήματος, οι οποίοι διορίζονται από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις τους. Έξι από τους 20 στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχουν θητεία που λήγει φέτος. Αυτοί που επιδιώκουν τον επαναδιορισμό τους, καθώς και οι υποψήφιοι που επιθυμούν να διαδεχθούν τους απερχόμενους διοικητές, μπορεί να είναι περισσότερο -από ό,τι συνήθως- απρόθυμοι να διακινδυνεύσουν να προσβάλουν τις πρωτεύουσές τους.
Δεν είναι ότι η ΕΚΤ είναι «αλλεργική» στην ανάμειξη στην πολιτική. Η κεντρική τράπεζα έχει δεχτεί πυρά για την εστίασή της τα τελευταία χρόνια στην κλιματική αλλαγή, καθώς και για την προώθηση του λεγόμενου ψηφιακού ευρώ, μιας πανευρωπαϊκής πλατφόρμας πληρωμών που ορισμένοι θεωρούν de facto βιομηχανική πολιτική.
Αλλά το πρώτο της αντανακλαστικό -και η νομική της εντολή- ήταν πάντα να προστατεύει την αξία του νομίσματος και να αποφεύγει οτιδήποτε την θέτει σε κίνδυνο.
«Συνολικά, ακόμη και αν υπάρχει αυξανόμενη πολιτική βούληση για την κατάσχεση ρωσικών κρατικών περιουσιακών στοιχείων, οι κίνδυνοι χρηματοπιστωτικής σταθερότητας παραμένουν», δήλωσε η Άρναλ στο CEPS. «Οι πολιτικές προτεραιότητες δεν αλλάζουν την ουσία των πραγμάτων», υπογράμμισε.