Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εξαπέλυσε νέα σφοδρή επίθεση κατά του Ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, μέσω ανάρτησης στην πλατφόρμα Truth Social, κατηγορώντας τον ότι δεν επιθυμεί πραγματικά την ειρήνη στην Ουκρανία.
Αφορμή στάθηκε άρθρο του Associated Press, το οποίο αναπαρήγαγε ο Τραμπ, όπου ο Ζελένσκι δηλώνει πως το τέλος του πολέμου με τη Ρωσία είναι «πολύ, πολύ μακριά».
Ο Τραμπ σχολίασε την τοποθέτηση του Ουκρανού προέδρου χαρακτηρίζοντάς τη «τη χειρότερη δήλωση που θα μπορούσε να κάνει».
Στην ανάρτησή του, ο Ντόναλντ Τραμπ ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Αυτή είναι η χειρότερη δήλωση που θα μπορούσε να κάνει ο Ζελένσκι και η Αμερική δεν πρόκειται να το ανεχτεί για πολύ ακόμα!
Το λέω εδώ και καιρό: αυτός ο τύπος δεν θέλει την ειρήνη όσο έχει την αμερικανική υποστήριξη.
Η Ευρώπη, στη συνάντηση που είχε με τον Ζελένσκι, ξεκαθάρισε πως δεν μπορεί να συνεχίσει χωρίς τη βοήθεια των ΗΠΑ.
Ίσως όχι και η εξυπνότερη δήλωση αν θέλει να δείξει ισχύ απέναντι στη Ρωσία. Τι σκέφτονται άραγε;»
Η τοποθέτηση Τραμπ έρχεται σε μια περίοδο όπου η στήριξη της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ουάσινγκτον.
Ο ίδιος έχει επανειλημμένα εκφράσει τη δυσφορία του για τη συνέχιση της βοήθειας των ΗΠΑ προς το Κίεβο.
Τι θα γίνει αν οι ΗΠΑ φύγουν από την Ουκρανία: Η ΕΕ και το κενό ασφαλείας
Βρετανία και Γαλλία, σε συνεννόηση με τον πρόεδρο της Ουκρανίας, προσπαθούν να καταρτίσουν ένα ειρηνευτικό σχέδιο για τον τερματισμό των εχθροπραξιών στη χώρα του, στον απόηχο της συνάντησης Ζελένσκι – Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Ωστόσο, η πρωτοβουλία που ανακοίνωσε την Κυριακή ο Κιρ Στάρμερ γεννά σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο είναι εφικτή η ειρήνη, αλλά και με ποιους όρους, δεδομένης της συνεχιζόμενης ρωσικής επιθετικότητας και της αβέβαιης στάσης των ΗΠΑ.
Αν και τόσο η Ουκρανία όσο και η Ρωσία δηλώνουν πως επιθυμούν τον τερματισμό του πολέμου, οι δύο πλευρές απέχουν πολύ από την επίτευξη μιας συμφωνίας.
Το Κρεμλίνο εξακολουθεί να θέλει να ελέγχει την Ουκρανία, να προσαρτήσει μεγάλα τμήματα της επικράτειάς της και να διασφαλίσει πως το Κίεβο δεν θα ενταχθεί ποτέ στο ΝΑΤΟ.
Από την πλευρά της, η Ουκρανία μάχεται για την ίδια της την επιβίωση και την κατοχύρωση ενός ασφαλούς, ανεξάρτητου μέλλοντος εντός της δυτικής σφαίρας επιρροής.
«Η άποψή μου είναι ότι αυτό που θέλει η Ρωσία, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να το εγγυηθούν και οι Ουκρανοί δεν πρόκειται να το δεχτούν», σχολιάζει ο Sir Lawrence Freedman, ομότιμος καθηγητής στο King’s College του Λονδίνου.
Παρότι η Ουκρανία έχει αφήσει να εννοηθεί ότι ίσως αποδεχθεί μια de facto διαίρεση κατά μήκος της τωρινής γραμμής του μετώπου, δύσκολα θα συναινέσει σε πιο επαχθείς όρους.
Η πλειονότητα των Ουκρανών παραμένει αντίθετη σε οποιαδήποτε επιστροφή στη ρωσική σφαίρα επιρροής, ενώ η διάθεση αντίστασης στη ρωσική κυριαρχία παραμένει ισχυρή σε όλη την ουκρανική κοινωνία.
Το διπλωματικό φιάσκο της Παρασκευής στον Λευκό Οίκο έχει διαλύσει τις σχέσεις ΗΠΑ-Ουκρανίας, εγείροντας ερωτήματα για το αν η Ουάσινγκτον σκοπεύει να διακόψει κάθε μελλοντική στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο – το βασικότερο χαρτί πίεσης των ΗΠΑ βραχυπρόθεσμα.
Παρότι υπάρχει ακόμη ένα «μαξιλάρι» 4 δισ. δολαρίων σε στρατιωτική βοήθεια από τις εγκρίσεις της προηγούμενης κυβέρνησης Μπάιντεν, την Παρασκευή υπήρξαν ενδείξεις πως ακόμη και αυτά τα κονδύλια μπορεί να κοπούν άμεσα.
Η διακοπή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας θα επιδεινώσει τη θέση της Ουκρανίας στο πεδίο της μάχης, αν και οι επιπτώσεις δεν θα είναι άμεσες. Ουκρανοί αξιωματούχοι εκτιμούν ότι περίπου το 20% του στρατιωτικού εξοπλισμού που χρησιμοποιείται στον πόλεμο προέρχεται από τις ΗΠΑ (με το 55% να προέρχεται από την ίδια την Ουκρανία και το 25% από την Ευρώπη), όμως το αμερικανικό υλικό θεωρείται το πιο προηγμένο και το δυσκολότερο να αντικατασταθεί από την Ευρώπη ή άλλες πηγές.
Παρ’ όλα αυτά, ενώ η Ουκρανία βρίσκεται σε αμυντική στάση, οι ρωσικές προελάσεις εντός του 2024 ήταν αργές και συνοδεύτηκαν από τεράστιες απώλειες – συχνά πάνω από 1.000 νεκροί και τραυματίες την ημέρα.
Δεν καταλήφθηκε καμία σημαντική πόλη και, σύμφωνα με το Institute for the Study of War, με τον ρυθμό προέλασης του 2024, η Μόσχα θα χρειαστεί δύο χρόνια για να κατακτήσει πλήρως την περιφέρεια του Ντονέτσκ.
Μπορεί η Ευρώπη να καλύψει το κενό και να εγγυηθεί την ειρήνη στην Ουκρανία χωρίς τις ΗΠΑ;
Δύσκολα μπορεί η Ευρώπη να υποκαταστήσει πλήρως τη στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ, κάτι που σημαίνει ότι η στρατιωτική κατάσταση της Ουκρανίας θα παραμείνει δύσκολη. Η Rachel Ellehuus, γενική διευθύντρια του Royal United Services Institute, σημειώνει ότι η συνεισφορά των ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα κρίσιμη σε τρεις τομείς:
- Στην αντιαεροπορική άμυνα, όπου οι ευρωπαϊκές εναλλακτικές των συστημάτων Patriot είναι ελάχιστες.
- Στους βαλλιστικούς πυραύλους μεγάλης εμβέλειας, με τη Γερμανία να αρνείται να στείλει πυραύλους Taurus και τα γαλλοβρετανικά Storm Shadow να είναι σε περιορισμένο απόθεμα.
- Στις δορυφορικές επικοινωνίες, όπου το Starlink του Elon Musk παραμένει ζωτικής σημασίας στο μέτωπο.
Υπάρχει και το θέμα του κόστους. Μέχρι στιγμής, οι ΗΠΑ έχουν δώσει 33,8 δισ. δολάρια σε όπλα και πυρομαχικά και επιπλέον 33,2 δισ. δολάρια για την αγορά αμερικανικών όπλων από το Κίεβο.
Η ευρωπαϊκή στρατιωτική βοήθεια είναι αντίστοιχου ύψους – περίπου 62 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο του Κιέλου. Για να καλυφθεί το κενό, οι ευρωπαϊκές συνεισφορές θα έπρεπε να διπλασιαστούν, κάτι εξαιρετικά δύσκολο.
Γι’ αυτό επανέρχεται η συζήτηση να χρησιμοποιηθούν τα 300 δισ. δολάρια των δεσμευμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, αν και το νομικό πλαίσιο είναι ακόμα ασαφές.
Υπάρχουν σκέψεις για μια ευρωπαϊκή «δύναμη εγγύησης» που θα αναλάβει την ασφάλεια της Ουκρανίας, αλλά αυτό προϋποθέτει τουλάχιστον κατάπαυση του πυρός.
Η Ρωσία έχει ήδη ξεκαθαρίσει πως απορρίπτει την παρουσία ειρηνευτικών δυνάμεων από χώρες του ΝΑΤΟ. Ακόμη κι αν δεν μπορεί να ασκήσει βέτο σε εδάφη που δεν ελέγχει, η αντίθεσή της θα καθιστούσε την παρουσία ευρωπαϊκών στρατευμάτων ιδιαίτερα επισφαλή.
Το Λονδίνο είχε πιέσει ώστε οι ΗΠΑ να λειτουργήσουν ως «εγγυητής» αυτής της δύναμης, κυρίως μέσω αεροπορικής υποστήριξης, αλλά ο Στάρμερ δεν εξασφάλισε καμία δέσμευση από τον Τραμπ. Μετά τη σύγκρουση της Παρασκευής, αυτό μοιάζει πλέον απίθανο.