Η Τζούντι Χιούμαν, που κατάφερε να ενταχθεί στο σύστημα των ΗΠΑ και να αναδιαμορφώσει ριζικά το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο της χώρας όσον αφορά στα άτομα με αναπηρία, πέθανε στις 4 Μαρτίου, στην Ουάσινγκτον, σε ηλικία 75 ετών.
Σε ανακοίνωση στον προσωπικό της ιστότοπο δεν διευκρινίζεται η αιτία, όπως αναφέρουν οι «New York Times». Τετραπληγική από την παιδική της ηλικία, η Τζούντι Χιούμαν άρχισε την καριέρα της στον ακτιβισμό, δίνοντας μια μάχη ώστε να της επιτραπεί να εργαστεί ως δασκάλα στη Νέα Υόρκη, όταν οι διακρίσεις εις βάρος των ατόμων με αναπηρία δεν είχαν γίνει ευρέως αντιληπτές ως πρόβλημα.
Judy Heumann, who spent decades attacking a political establishment indifferent to the rights of disabled people and won one fight after another, has died at 75. https://t.co/oQ6une6Kmw
— The New York Times (@nytimes) March 5, 2023
Εν συνεχεία, έγινε υπάλληλος στην κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον, ειδική σύμβουλος στο Υπουργείο Εξωτερικών επί Προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα και συνεργάτης ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου σε μερικούς από τους κορυφαίους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς της χώρας. Εμφανίστηκε, επίσης, στο ντοκιμαντέρ του 2020 με τίτλο «Crip Camp», το οποίο ήταν υποψήφιο για Όσκαρ.
Τι άλλαξε στα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία το 1977
Kαθοριστική στιγμή στο ζήτημα της ορατότητας των ατόμων με αναπηρία σημειώθηκε το 1977 στο Σαν Φρανσίσκο. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια απ’ όταν ο – τότε – Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, είχε υπογράψει τον Νόμο περί Αποκατάστασης, ένα άρθρο του οποίου, το 504, υποτίθεται ότι απαγόρευε τις διακρίσεις εις βάρος των ατόμων με αναπηρία από κάθε ίδρυμα που λάμβανε ομοσπονδιακά χρήματα.
«Ήταν μια πολύ σημαντική διάταξη διότι θα σήμαινε, για παράδειγμα, ότι δεν θα μπορούσες να κάνεις διακρίσεις εις βάρος κάποιου με αναπηρία στην προσχολική ηλικία, στο δημοτικό σχολείο, στο γυμνάσιο, στα πανεπιστήμια, στα νοσοκομεία, στην κυβέρνηση», είχε δηλώσει η Τζούντι Χιούμαν το 2020 στο BBC και είχε προσθέσει: «Αν όντως γινόταν διάκριση, θα είχατε ένδικα μέσα. Θα μπορούσατε να προσφύγετε στο δικαστήριο. Θα μπορούσατε να υποβάλετε καταγγελία».
https://twitter.com/nugentgreg/status/1632119756529577984
Ωστόσο, οι αξιωματούχοι καθυστερούσαν την εφαρμογή του μέτρου και ο Τζόζεφ A. Καλιφάνο Τζούνιορ, υπουργός Υγείας, Παιδείας και Πρόνοιας υπό τον – τότε – Αμερικανό Πρόεδρο, Τζίμι Κάρτερ, δήλωσε ότι ήθελε να αναθεωρήσει τους κανονισμούς πριν τους εγκρίνει. Από την πλευρά τους, οι ακτιβιστές απάντησαν ότι θα υπάρξουν διαμαρτυρίες αν Τζόζεφ A. Καλιφάνο Τζούνιορ δεν υπέγραφε την αρχική μορφή του νόμου μέχρι τις 4 Απριλίου.
Έφτασε η 5η Απριλίου. Διαδηλωτές σε όλη τη χώρα κατέλαβαν ομοσπονδιακά γραφεία. Η Τζούντι Χιούμαν, 29 ετών τότε, οργάνωσε την ομάδα του Σαν Φρανσίσκο. Εμφανίστηκε μαζί με περισσότερα από 100 άλλα άτομα με διάφορες αναπηρίες για να απαιτήσουν κάποιες δράσεις από τον Τζόζεφ Μαλντονάντο, δηλαδή τον – τότε – περιφερειακό διευθυντή που αναφερόταν στον Τζόζεφ A. Καλιφάνο Τζούνιορ σχετικά με το Σαν Φρανσίσκο. «Κανείς δεν τον είχε ενημερώσει, δεν ήξερε τι ήταν το Άρθρο 504» είχε δηλώσει η Τζούντι Χιούμαν στους «New York Times» το 2020.
https://twitter.com/CauriePutnam/status/1286136473872408576
Οι άλλες δράσεις διαμαρτυρίας σύντομα έληξαν, αλλά η καθιστική διαμαρτυρία στο Σαν Φρανσίσκο συνεχίστηκε για σχεδόν έναν μήνα. Συχνά χαρακτηρίζεται ως «η μεγαλύτερη μη βίαιη κατάληψη ομοσπονδιακού κτηρίου στην αμερικανική ιστορία». Πολλοί από τους διαδηλωτές δεν έφεραν τις απαραίτητες προμήθειες, ούτε καν μια αλλαξιά ρούχα. Η κυβέρνηση έκοψε τις συνδέσεις νερού και τηλεφώνου του κτηρίου.
Ευτυχώς, οι κωφοί διαδηλωτές γνώριζαν έναν άλλο τρόπο επικοινωνίας και αυτός δεν ήταν άλλος από τη νοηματική γλώσσα. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, πέρασαν τα μηνύματά τους. Η καθιστική διαμαρτυρία υποστηρίχθηκε από τον – τότε – δήμαρχο του Σαν Φρανσίσκο, Τζορτζ Μοσκόνι, ο οποίος έστειλε στρώματα, και από το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων, το οποίο έδωσε φαγητό στους διαδηλωτές.
Η Τζούντι Χιούμαν ταξίδεψε αργότερα στην Ουάσινγκτον και συμμετείχε σε ειδική ακρόαση στο Κογκρέσο. «Δεν θα επιτρέψουμε πλέον στην κυβέρνηση να καταπιέζει τα άτομα με αναπηρία. Θέλουμε να εφαρμοστεί ο νόμος. Δεν θέλουμε άλλους διαχωρισμούς» είχε αναφέρει τότε. Στη συνέχεια, στράφηκε προς τον Γιουτζίν Άιντενμπεργκ, που τότε ήταν εκπρόσωπος του Τζόζεφ A. Καλιφάνο Τζούνιορ. «Θα το εκτιμούσα», του είπε με τη φωνή της να «σπάει» αλλά με αποφασιστικότητα «αν σταματούσατε να κουνάτε το κεφάλι σας συμφωνώντας όταν δεν νομίζω ότι καταλαβαίνετε για τι πράγμα μιλάμε».
Στις 28 Απριλίου, ο Τζόζεφ A. Καλιφάνο Τζούνιορ υπέγραψε το Άρθρο 504. Οι διατάξεις του μέτρου για τα ομοσπονδιακά ιδρύματα και τις δραστηριότητες προετοίμασαν το έδαφος για τον Νόμο του 1990, ο οποίος διεύρυνε τις εν λόγω προστασίες ώστε να συμπεριληφθεί ο ιδιωτικός τομέας, καθώς και πολλές άλλες πτυχές της δημόσιας ζωής. Μετά τη συνθηκολόγηση του Τζόζεφ A. Καλιφάνο Τζούνιορ, η Τζούντι Χιούμαν δήλωσε: «Πιστεύουμε ότι κερδίσαμε τα σημαντικά ζητήματα».
Πηγή φωτογραφίας: AP | John Duricka
Το βιογραφικό της Τζούντι Χιούμαν
Η Τζούντιθ Έλεν Χιούμαν γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια, στις 18 Δεκεμβρίου 1947. Μεγάλωσε στο Μπρούκλιν. Οι γονείς της, Βέρνες και Ίλσε Χιούμαν, είχαν φύγει από τη ναζιστική Γερμανία ως παιδιά εβραϊκής καταγωγής και κανένας τους δεν είδε ξανά τους γονείς του. Ο πατέρας της διατηρούσε ένα κρεοπωλείο και η μητέρα της εργαζόταν εθελοντικά σε τοπικές ομάδες πολιτών. Κατά τη διάρκεια της επιδημίας πολιομυελίτιδας του 1949, όταν η Judy ήταν 18 μηνών, διαγνώστηκε με τετραπληγία.
Όταν η μητέρα της προσπάθησε να την εγγράψει στο νηπιαγωγείο, ο διευθυντής είπε ότι δεν μπορούσε να γίνει αυτό. Δεν μπόρεσε να εγγραφεί κανονικά στο σχολείο μέχρι τα 9 της χρόνια, και ακόμα και τότε έκανε τα μαθήματά της μαζί με άλλους μαθητές με ειδικές ανάγκες στο υπόγειο. Μπορούσε να αναμιχθεί με τους υπόλοιπους μαθητές μόνο μία φορά την εβδομάδα κατά τη διάρκεια των συνελεύσεων. Φοίτησε σε ειδικό λύκειο, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Λονγκ Άιλαντ με πτυχίο στη Λογοτεχνία και στο Θέατρο το 1969 και απέκτησε μεταπτυχιακό στη Δημόσια Υγεία από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ το 1975.
Έγινε για πρώτη φορά γνωστή ως υπέρμαχος των ατόμων με αναπηρία το 1970, όταν προσπάθησε να γίνει δασκάλα στη Νέα Υόρκη. Πέρασε όλες τις απαιτούμενες εξετάσεις εκτός από τις ιατρικές και έτσι της αρνήθηκαν τη θέση, με αιτία την «παράλυση και των δύο κάτω άκρων». Οι κανονισμοί εκείνης της εποχής όριζαν ότι οι δάσκαλοι δεν έπρεπε να έχουν σωματικά προβλήματα που τους εμπόδιζαν να κινούνται γρήγορα στις σκάλες ή να συνοδεύουν τους μαθητές έξω από το σχολείο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Η Τζούντι Χιούμαν, στη συνέχεια, κινήθηκε νομικά κατά των Αρχών της Νέας Υόρκης και βγήκε στη δημοσιότητα, λέγοντας τότε στους «The New York Times» ότι αν ένα σχολείο δεν διέθετε ράμπα ή ασανσέρ, εκείνη θα μπορούσε να διδάξει στο ισόγειο και προσθέτοντας ότι με το ηλεκτρικό αναπηρικό της αμαξίδιο κινείται πιο γρήγορα από τους πεζούς.
One of the greats, Judy Heumann, has died. Brooklyn was where she got her start, but her impact was worldwide. Here's how the New York Times covered her 1970 lawsuit against the Board of Education, filed so she could teach in the city's public schools. https://t.co/PyxUJyUqYf
— BCID (@BrooklynBCID) March 4, 2023
Ο – τότε – δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Τζον Λίντσεϊ, προέτρεψε για «μια προσεκτική και συμπονετική επανεξέταση» της υπόθεσής της. Μέσα σε λίγους μήνες, η Τζούντι Χιούμαν πήρε την άδειά της και έγινε η πρώτη δασκάλα της Νέας Υόρκης σε αναπηρικό αμαξίδιο. Συνέχισε να ιδρύει, να βοηθά στη λειτουργία ή να συμβουλεύει πολλές οργανώσεις που ασχολούνται με τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, συμπεριλαμβανομένου του Κέντρου για την Ανεξάρτητη Διαβίωση, μιας ομάδας του Μπέρκλεϊ, την οποία χαρακτήρισε ως «την πρώτη οργάνωση στον κόσμο που διοικείται για και από άτομα με αναπηρία».
Η Τζούντι Χιούμαν εργάστηκε στην κυβέρνηση κατά μέσα της δεκαετίας του 1970 ως υπάλληλος της Επιτροπής Εργασίας και Δημόσιας Πρόνοιας της Γερουσίας. Επέστρεψε στην Ουάσινγκτον από το 1993 μέχρι το 2001 ως βοηθός γραμματέα του Γραφείου Ειδικής Αγωγής και Υπηρεσιών Αποκατάστασης στην – τότε – κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον.
Στην κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, ωστόσο, η Τζούντι Χιούμαν απέτυχε να πείσει τη Γερουσία να εισηγηθεί την επικύρωση μιας διεθνούς συνθήκης που είχε ως πρότυπο τον νόμο για τους Αμερικανούς πολίτες με αναπηρίες. Κατείχε, επίσης, θέσεις συμβούλου, συνεργάτη ή μέλους διοικητικού συμβουλίου σε ιδρύματα όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το Ίδρυμα Ford και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ακόμα, τον Αύγουστο του 1991, η Τζούντι Χιούμαν παρακολούθησε ένα πρόγραμμα ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία και εντυπωσιάστηκε από έναν άλλο συμμετέχοντα σε αναπηρικό αμαξίδιο, από έναν λογιστή ονόματι Χόρχε Πινέδα. Σε λιγότερο από έναν χρόνο, παντρεύτηκαν. Έζησε μαζί με τα αδέλφια της, τον Ρίκι και τον Τζόζεφ.
Όταν ήταν νέα, η Τζούντι Χιούμαν υπήρξε σύμβουλος στο «Camp Jened», μια καλοκαιρινή κατασκήνωση για άτομα με αναπηρία, η οποία έγινε το θέμα του ντοκιμαντέρ «Crip Camp» σε παραγωγή του Netflix. Η κατασκήνωση, η οποία ιδρύθηκε το 1951 και έκλεισε το 1977, ήταν εξαιρετική γιατί παρείχε στα παιδιά με αναπηρία εμπειρίες τόσο συνηθισμένες για τους άλλους, όπως το να παίζουν μουσική. Μάλιστα, κατέληξε να αναδείξει αρκετούς ηγέτες του κινήματος για τα δικαιώματα των αναπήρων, μεταξύ των οποίων και ορισμένους που συμμετείχαν στην καθιστική διαμαρτυρία του 1977 στο Σαν Φρανσίσκο.