Η UPS πρόκειται να περικόψει 12.000 θέσεις εργασίας και να διερευνήσει στρατηγικές επιλογές για την Coyote, την επιχείρηση διαμεσολάβησης φορτηγών εμπορευμάτων, αφού η εταιρεία προέβλεψε έσοδα για το σύνολο του έτους κάτω από τις εκτιμήσεις.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Reuters, οι μετοχές της μεγαλύτερης εταιρείας παράδοσης δεμάτων στον κόσμο υποχώρησαν κατά 6,3%. Έτσι, όπως έγινε γνωστό την Τρίτη (30/01), η UPS σχεδιάζει να περικόψει 1 δισεκατομμύριο δολάρια σε δαπάνες καθώς προέρχεται από μια «δύσκολη και απογοητευτική» χρονιά, όταν ο όγκος, τα έσοδα και τα λειτουργικά κέρδη μειώθηκαν σε όλους τους επιχειρηματικούς τομείς της, κατά τη διευθύνουσα σύμβουλο, Κάρολ Τομ, σε τηλεδιάσκεψη με αναλυτές.
Η UPS, σε μια κίνηση που θεωρείται «καμπανάκι» για την παγκόσμια οικονομία, δήλωσε ότι οι επιχειρηματικές συνθήκες δεν αναμένεται να βελτιωθούν μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του 2024. Μάλιστα, την Τρίτη (30/01), προέβλεψε έσοδα για το σύνολο του έτους μεταξύ 92 και 94,5 δισ. δολαρίων, κάτω από τις εκτιμήσεις των αναλυτών για 95,57 δισ. δολάρια, με βάση τα στοιχεία της LSEG. Η εταιρεία με έδρα την Ατλάντα πιέζεται από το υψηλότερο εργατικό κόστος ύστερα από τη νέα σύμβαση με το συνδικάτο Teamsters και τη μείωση του μέσου ημερήσιου όγκου.
Ακόμα, η UPS αναμένεται να ανακοινώσει το χαμηλότερο λειτουργικό περιθώριο κέρδους της χρονιάς στο πρώτο τρίμηνο, όπως δήλωσε ο οικονομικός διευθυντής της, Μπράιαν Νιούμαν. Η UPS θεωρεί ότι ο μέσος ημερήσιος όγκος θα είναι αδύναμος κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους πριν ανακάμψει στο δεύτερο εξάμηνο αλλά, ακόμη και τότε, η ανάπτυξη θα είναι περιορισμένη.
Για το τέταρτο τρίμηνο του 2023, η UPS ανακοίνωσε μείωση των εσόδων κατά 6,9% από το διεθνές τμήμα της λόγω της σημαντικής εξασθένησης στην Ευρώπη και μείωση κατά 7,3% στις επιχειρήσεις της με βάση τα φορτηγά στις ΗΠΑ. Η εταιρεία ανακοίνωσε τριμηνιαία έσοδα 24,9 δισ. δολαρίων, μειωμένα από 27 δισ. δολάρια σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα και κάτω από τις εκτιμήσεις των αναλυτών για 25,43 δισ. δολάρια. Τα προσαρμοσμένα κέρδη υποχώρησαν στα 2,47 δολάρια ανά μετοχή από 3,62 δολάρια έναν χρόνο νωρίτερα, αλλά ήταν ελαφρώς υψηλότερα από τις εκτιμήσεις των αναλυτών για 2,46 δολάρια ανά μετοχή.