«Ήδη εδώ και αρκετό καιρό ένιωθα απομονωμένη, παρείσακτη στην ίδια μου την οικογένεια» είπε η Ιταλίδα δημοσιογράφος, Μπιάνκα Μπερλινγκουέρ, την Πέμπτη (06/07), για την απόφασή της να εγκαταλείψει τη Δημόσια Ραδιοτηλεόραση της χώρας (RAI) και να ενταχθεί στη Mediaset, τον όμιλο που είχε ιδρύσει ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος «έφυγε» πρόσφατα από τη ζωή.
Ακόμα, η Μπιάνκα Μπερλινγκουέρ ανέφερε σε σχετική συνέντευξή της στη La Stampa: «Έλειπε αυτή η κοινότητα που σε οδηγεί να δουλεύεις καλά και αθόρυβα. Αναγκασμένη να αποκρούω χτυπήματα, πάντα μόνη με τους συνεργάτες μου. Να ανέχομαι και χωρίς να συμμετέχω».
Bianca Berlinguer condurrà due programmi su Rete 4: «Sono una donna di sinistra ma in Rai da tempo mi sentivo isolata» https://t.co/thWpJUsBLP
— Il Messaggero (@ilmessaggeroit) July 6, 2023
Η πρόταση της Mediaset για τη δημοσιογράφο «ήρθε ακριβώς όταν συνειδητοποίησε ότι η σχέση με τη διοίκηση της RAI δεν μπορούσε πλέον να επιδιορθωθεί». Η Μπιάνκα Μπερλινγκουέρ, μάλιστα, πρόσθεσε: «Γενικά, έχω την αίσθηση ότι έλυσα ένα πρόβλημα γι’ αυτούς με την αποχώρησή μου».
Όσον αφορά στην ενδεχόμενη πολιτική αποκήρυξη, η κόρη του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ τόνισε: «Για όνομα του Θεού, είμαι γυναίκα της Αριστεράς και θα είμαι πάντα. Ακόμα και αν έχω δεχτεί επιθέσεις περισσότερο από την Αριστερά παρά από τη Δεξιά. Οφείλω πολλά στον πρώην γενικό διευθυντή, Κάμπο Νταλ’ Όρτο, ο οποίος μου έδωσε την ευκαιρία της καθημερινής εκπομπής και στη συνέχεια της εβδομαδιαίας “Cartabianca”, παρά τις εχθρικές διαθέσεις του Ματέο Ρέντσι».
Ποιος ήταν ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ
Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ γεννήθηκε στις 25 Μαΐου 1922 και πέθανε στις 11 Ιουνίου 1984. Ήταν Ιταλός πολιτικός, ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) από το 1972, οπότε εκλέχθηκε γραμματέας από το 13ο Συνέδριο στο Μιλάνο, μέχρι τον θάνατό του. Ήταν γόνος οικογένειας ευγενών καταλανικής καταγωγής.
Συγκεκριμένα, ο ίδιος θεωρείται ο πιο δημοφιλής ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς ηγήθηκε του κόμματος κατά τη διάρκεια μιας τεταμένης περιόδου στην ιστορία της Ιταλίας, που σημαδεύτηκε από κοινωνικές συγκρούσεις. Ως ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος ακολούθησε μια μετριοπαθή στάση, επιδίωξε τη χειραφέτηση του κόμματος από τη Μόσχα, τον συγχρονισμό του κόμματος με τα δεδομένα της ιταλικής πολιτικής σκηνής και υποστηρίζοντας τον συμβιβασμό και την εθνική ενότητα.
Η στρατηγική αυτή, μάλιστα, κατέληξε να ονομαστεί «ευρωκομμουνισμός», και αυτός θεωρήθηκε ως ο κύριος εκπρόσωπος της. Στη συνέχεια, υιοθετήθηκε από άλλα σημαντικά κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, όπως της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και αργότερα της Γαλλίας. Επισημαίνεται ότι η σημασία της ως πολιτική δύναμη εδραιώθηκε σε μια συνάντηση, το 1977, στη Μαδρίτη μεταξύ των Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, Ζωρζ Μαρσέ και Σαντιάγκο Καρίγιο.
Ο ίδιος περιέγραψε αυτό το «εναλλακτικό» μοντέλο σοσιαλισμού, το οποίο διακρίνεται τόσο από το σοβιετικό μπλοκ όσο και από τον καπιταλισμό που εφαρμοζόταν από τις δυτικές χώρες κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ως «τρίτο δρόμο», παρ’ όλο που η χρήση του όρου δεν έχει σχέση με τον πιο κεντρώο «τρίτο δρόμο» που εφαρμόστηκε από τους μεταγενέστερους πολιτικούς της Ιταλίας, Ρομάνο Πρόντι και Ματέο Ρέντσι.
Υπό την ηγεσία του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έφθασε στο απόγειο της δύναμής του, πετυχαίνοντας σημαντικές νίκες στις περιφερειακές και τοπικές εκλογές του 1975, καθώς και το 34,4% των ψήφων στις γενικές εκλογές του 1976, δηλαδή το υψηλότερο ποσοστό του σε εκλογές αλλά και σε αριθμό εδρών. Με αυτή την ισχύ, ο ίδιος διαπραγματεύτηκε τον Ιστορικό Συμβιβασμό με τους Χριστιανοδημοκράτες, υποστηρίζοντας την κυβέρνησή τους σε αντάλλαγμα τη διαβούλευση σχετικά με πολιτικές αποφάσεις και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Είχε μια σθεναρή στάση κατά της τρομοκρατίας μετά την απαγωγή και τη δολοφονία του Άλντο Μόρο και χρησιμοποίησε την επιρροή του κόμματός του ώστε να κατευθύνει τα ιταλικά εργατικά συνδικάτα για τη συγκράτηση των μισθολογικών διεκδικήσεων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το σοβαρό ποσοστό πληθωρισμού της χώρας, μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973.
Ωστόσο, αυτές οι θέσεις δεν ανταπέδωσαν με επαρκείς παραχωρήσεις από την κυβέρνηση του Τζούλιο Αντρεότι, οδηγώντας το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα να εγκαταλείψει τον κυβερνητικό συνασπισμό το 1979. Ο συνδυασμός της υπεράσπισης πολιτικών λιτότητας, η σκληρή στάση εναντίον των Ερυθρών Ταξιαρχιών και οι προσπάθειες συνεργασίας με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα επηρέασαν την εκλογική δύναμη του κόμματος στις εκλογές του 1979 και ο Ιστορικός Συμβιβασμός έληξε το 1980.
Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα παρέμεινε στην αντιπολίτευση για το υπόλοιπο της θητείας του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, διατηρώντας στερεό πυρήνα υποστήριξης στις εκλογές του 1979 και του 1983, αλλά η κύρια δύναμή του από εκείνο το σημείο και μετά θα παρέμενε σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ με τη σκέψη του επηρέασε το ΚΚΕ Εσωτερικού και αρκετούς διανοούμενους, δημοσιογράφους και νεολαίους της ελληνικής ανανεωτικής Αριστεράς. Αντίθετα, το ΚΚΕ και η ΚΝΕ τού επιτέθηκαν με σφοδρότητα, καθώς τον θεωρούσαν αποτυχημένο «ρεφορμιστή» που ουσιαστικά πρόδωσε την ιταλική εργατική τάξη.
Πάντως, τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ και την πολιτική του απέρριψε και ο Ανδρέας Παπανδρέου, με σειρά άρθρων του το 1977 στην εφημερίδα «Εξόρμηση», δηλαδή στο τότε επίσημο κομματικό όργανο του ΠΑΣΟΚ. Αν και ο Ανδρέας Παπανδρέου αναγνώριζε εντιμότητα και καλές προθέσεις στον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, του ασκούσε έντονη κριτική για την αποτυχία του να φθείρει το ιταλικό «βαθύ κράτος», ενώ θεωρούσε πως οι Χριστιανοδημοκράτες ουσιαστικά τον είχαν παγιδεύσει, εξαναγκάζοντάς τον να ψηφίζει αντιλαϊκούς νόμους, χωρίς ο ίδιος και το κόμμα του να αποκτούν μερίδιο στη διαχείριση της κρατικής εξουσίας.