Αν τα σημερινά ποσοστά που δίνουν οι δημοσκοπήσεις στη Γερμανία επαληθευτούν στην κάλπη, οδηγούν κατά πάσα πιθανότητα σε τρικομματική κυβέρνηση, κάτι που θα ήταν καινούργιο για τη χώρα, διαμηνύει η Φαίη Καραβίτη, ανταποκρίτρια του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων στο Βερολίνο και εκ των κορυφαίων ελλήνων ανταποκριτών στο εξωτερικό, με συνέντευξή της στο iEidiseis.
Η Φαίη Καραβίτη περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί στη Γερμανία, στην τελική ευθεία προς τις εκλογές, εξηγεί πού οφείλονται οι ανατροπές που σημειώθηκαν με την υποχώρηση του Λάσετ και της Μπέμπορκ από την πρώτη θέση και τη μετατροπή του Όλαφ Σολτς ως διαδόχου της Άγγελα Μέρκελ στην Καγκελαρία, ενώ αναλύει τα σενάρια για την επόμενη μέρα της κάλπης.
Πώς έχουν μέχρι στιγμής οι συσχετισμοί δυνάμεων ενόψει των γερμανικών εκλογών της 26ης Σεπτεμβρίου;
Αυτή τη στιγμή, τρεις εβδομάδες πριν από τις εκλογές, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) προηγείται στις δημοσκοπήσεις με περίπου 25%, έναντι 21% της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) και 17-18% των Πρασίνων. Ακολουθούν οι Φιλελεύθεροι (FDP) με 10%, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και η Αριστερά με 7%. Αυτά τα ποσοστά, αν επαληθευτούν στην κάλπη, οδηγούν κατά πάσα πιθανότητα σε τρικομματική κυβέρνηση, κάτι που θα ήταν καινούργιο για τη χώρα.
Οι συσχετισμοί αυτοί μπορεί να αλλάξουν και σε τι βαθμό;
Δεν μπορεί κανείς να το πει με βεβαιότητα. Ενώ κατά το παρελθόν είχαμε συνηθίσει να θεωρούμε τις δημοσκοπήσεις στη Γερμανία ως σχετικά ακριβή απεικόνιση της πραγματικότητας, στις τελευταίες ευρωεκλογές είδαμε ότι υπήρχε σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις προβλέψεις και στο πραγματικό αποτέλεσμα. Και μπορεί οι Πράσινοι να «ξεφούσκωσαν» τις τελευταίες εβδομάδες, αλλά δεν θα βιαζόμουν να ξεγράψω τους Χριστιανοδημοκράτες. Το σίγουρο είναι ότι θα γίνει σκληρή μάχη μέχρι τέλους.
Αλήθεια Λάσετ και Πράσινοι γιατί υποχώρησαν;
Ο Άρμιν Λάσετ δεν ήταν ποτέ ο λαμπερός υποψήφιος ή το αδιαφολινίκητο φαβορί. Αυτοπροβλήθηκε ως συνεχιστής της κληρονομιάς της Άγγελα Μέρκελ, αλλά στην πραγματικότητα έγινε αρχηγός του CDUκαι υποψήφιος Καγκελάριος μόνο επειδή επικράτησαν τελικά τα «partypolitics». Υπενθυμίζω ότι εξελέγη Πρόεδρος του CDU από εσωτερική διαδικασία 1001 στελεχών, παρότι οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ξεκάθαρα ότι η βάση του κόμματος προτιμούσε τον αντίπαλό του, Φρίντριχ Μερτς. Κατόπιν, επελέγη ως υποψήφιος Καγκελάριος, αν και ο Μάρκους Ζέντερ, αρχηγός του μικρού αδελφού κόμματος, της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU), ήταν ολοφάνερα δημοφιλέστερος στους πολίτες. Τα λάθη που ακολούθησαν, όταν πχ συνελήφθη από τις κάμερες να ξεκαρδίζεται στα γέλια, ενώ λίγα μέτρα πιο πέρα ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος Σταινμάιερ εξέφραζε τη θλίψη του για τα θύματα των πλημμυρών, πλήγωσαν μάλλον ανεπανόρθωτα τη δημόσια εικόνα του. Η παντελής έλλειψη χαρίσματος δεν βοηθάει βεβαίως τις προοπτικές του.
Οι Πράσινοι από την άλλη πλευρά ευνοήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια από τη γενικότερη συγκυρία που έφερε στο προσκήνιο την Κλιματική Αλλαγή, αλλά και από τη φθορά των δύο άλλων κυβερνητικών κομμάτων, CDU και SPD. Φαίνεται όμως ότι η επιλογή της Αναλένα Μπέρμποκ ως υποψήφιας για την Καγκελαρία προκάλεσε πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα έλυσε, είτε με το ζήτημα λογοκλοπής στο βιβλίο της είτε με τα εισοδήματα που ξέχασε να δηλώσει. Αλλά και στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης, φάνηκε ότι οι Πράσινοι δεν είχαν αξιόπιστες λύσεις για θέματα εκτός του μεγάλου προβλήματος του Κλίματος.
Και οι σοσιαλδημοκράτες; Πού οφείλεται η άνοδός τους;
Ξεκάθαρα στον Όλαφ Σολτς και στην αδυναμία των αντιπάλων του. Ακόμη και όταν το SPD βρισκόταν δημοσκοπικά στην τρίτη θέση, ο σημερινός Αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών κέρδιζε ξεκάθαρα τον Άρμιν Λάσετ και την Αναλένα Μπέρμποκ στην καταλληλότητα για την Καγκελαρία. Σιγά σιγά το πρόσωπο του Όλαφ Σολτς κυριάρχησε της εικόνας του κόμματός του, η οποία, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, παραμένει προβληματική. Δεν είναι τυχαίο ότι στην προεκλογική εκστρατεία, ο κ. Σολτς κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να μην ταυτίζεται με το κόμμα και τη σημερινή του – αριστερή με ριζοσπαστικές θέσεις – ηγεσία, ενώ οι αντίπαλοί του προσπαθούν πάση θυσία να θυμίσουν στους ψηφοφόρους ποιοι θα τους κυβερνήσουν αν το SPD αναδειχθεί πρώτο κόμμα.
Με βάση το τοπίο που περιγράφεις, τι είδους κυβερνήσεων μπορεί να σχηματιστούν την επόμενη μέρα; Και ποιο είναι το φαβορί;
Όπως αναφέραμε ήδη, η επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας, δεν αποκλείεται να είναι τρικομματική. Θα μπορούσε πχ να σχηματιστεί κυβέρνηση CDU/CSU, Πρασίνων και Φιλελευθέρων (FDP) ή SPD, Πρασίνων και FDP. Ακόμη και ο επονομαζόμενος συνασπισμός «Γερμανία», με τα τρία μεγάλα κόμματα. Δεν δίνω μεγάλες πιθανότητες σε κυβέρνηση SPD, Πρασίνων, Αριστεράς, ακόμη και οι αριθμοί «βγαίνουν», διότι μάλλον δεν είναι κάτι που θα αποδέχονταν καλά οι Γερμανοί. Για αυτό και το CDUεπιμένει να ρωτάει τον Όλαφ Σολτς αν αποκλείει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ ο κ. Σολτς επιμένει να αποφεύγει την απάντηση. Η δική μου εκτίμηση – με τα σημερινά δεδομένα βέβαια – είναι ότι το FDP, που αναμένεται να πάρει περίπου 10%, θα αναδειχθεί σε ρυθμιστή, καθώς θα κληθεί να δώσει το ποσοστό που θα λείπει για την πλειοψηφία.
Αν εκλεγεί ο Σολτς, πχ, τι εκτιμάται ότι θα αλλάξει την επόμενη μέρα στο Βερολίνο;
Τα πάντα εξαρτώνται από το ποιοι θα είναι οι κυβερνητικοί του εταίροι, αλλά και από το πώς θα συμπεριφερθεί το κόμμα του την επομένη των εκλογών. Γιατί τότε θα είναι το SPD που θα έχει τον πρώτο λόγο στην σύνθεση της κυβέρνησης. Δεν πιστεύω πάντως ότι θα πρέπει να περιμένουμε θεαματικές αλλαγές πολιτικής, ειδικά από τον Όλαφ Σολτς, ο οποίος είναι μετριοπαθής σοσιαλδημοκράτης και ούτως ή άλλως υπέρμαχος των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Το ενδιαφέρον θα είναι, αν, όπως φημολογείται, οι Φιλελεύθεροι πάρουν στην επόμενη κυβέρνηση το υπουργείο Οικονομικών. Σε κάθε περίπτωση, οι προκλήσεις για την επόμενη κυβέρνηση είναι ήδη γνωστές: η ανάκαμψη μετά την πανδημία, η πολιτική για την προστασία του κλίματος και το μεταναστευτικό, με τη διάσταση ασφάλειας που έχει ανακύψει και πάλι. Απέναντι στην Ευρώπη δεν θα περίμενα ιδιαίτερες αλλαγές, αν είναι Καγκελάριος ο Όλαφ Σολτς ή ο Άρμιν Λάσετ. Και οι δύο είναι δηλωμένοι ευρωπαϊστές, ενώ η ηγετική θέση της Γερμανίας στην Ένωση δεν αμφισβητείται. Ενδιαφέρον βέβαια θα έχει να δούμε και τι θα προκύψει αργότερα από τις γαλλικές προεδρικές εκλογές.