Η αποτυχία των ΗΠΑ και της ΕΕ να απομονώσουν διεθνώς τη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία είναι πλέον μια κοινή παραδοχή και επιβεβαιώνεται από τα μεγέθη της ρωσικής οικονομίας, η οποία για πρώτη φορά συμπεριλήφθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα στις κορυφαίες οικονομίες του κόσμου.
Ωστόσο το Κρεμλίνο φαίνεται πως ενισχύει και τις συμμαχίες του και μάλιστα με κρίσιμους παίκτες για την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων. Σαουδική Αραβία και Ιράν επέφεραν ένα διπλό χτύπημα στη Δύση.
Το μήνυμα του Ριάντ
Από τη μία η Σαουδική Αραβία, σύμφωνα με το Bloomberg, απειλεί με αντίποινα την ΕΕ και τις ΗΠΑ σε περίπτωση που «αγγίξουν» τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια. Υπενθυμίζεται πως ήδη οι χώρες μέλη της G7 σχεδιάζουν να αξιοποιήσουν τα κέρδη από τα εν λόγω κεφάλαια (τους τόκους) ως εγγύηση για τη χορήγηση δανείου στην Ουκρανία και αρκετοί – μεταξύ αυτών και οι ΗΠΑ και η Βρετανία – τάσσονται υπέρ της καθολικής χρήσης τους για την εν γένει χρηματοδοτική υποστήριξη του Κιέβου.
Το Ριάντ προειδοποίησε πως εάν οι σχεδιασμοί αυτοί γίνουν πράξη τότε θα μπορούσε να πουλήσει τα ευρωπαϊκά ομόλογα που κατέχει, δηλαδή θα ξεπουλήσει το ευρωπαϊκό χρέος. Η απειλή της Σαουδικής Αραβίας έρχεται να επιβεβαιώσει τους φόβους ορισμένων εντός της ΕΕ πως η κατάσχεση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων, είναι εξαιρετικά ριψοκίνδυνη και θα μπορούσε να υπονομεύσει το ευρώ και την αξιοπιστία ολόκληρης της ΕΕ ως ασφαλούς καταφυγίου για τους επενδυτές.
Μάλιστα η στάση του Ριάντ, το οποίο ενημέρωσε τους δυτικούς για τις προθέσεις του σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες αξιωματούχων, φαίνεται να συνέβαλε και στην απροθυμία κάποιων ευρωπαϊκών κρατών να ακολουθήσουν τους σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου.
Η κατοχή χρέους σε ευρώ, κυρίως γαλλικών ομολόγων, ανέρχεται σε μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια και οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν πως η πώληση του δεν θα ήταν τόσο μεγάλης σημασίας. Ωστόσο Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ανησυχούν επειδή κι άλλες χώρες θα μπορούσαν να ακολουθήσουν την κίνηση της Σαουδικής Αραβίας.
Η πληροφορία – που διέρρευσε στο Bloomberg από ανώνυμες δυτικές πηγές λόγω της σοβαρότητας του θέματος – από το υπουργείο Οικονομικών της Σαουδικής Αραβίας διαψεύστηκε επίσημα ως «απειλή». «Δεν υπήρξαν απειλές», αναφέρεται σε μια ανακοίνωση, «η σχέση μας με τη G-7 και άλλες χώρες είναι αμοιβαίου σεβασμού και συνεχίζουμε να συζητάμε όλα τα θέματα που προάγουν την παγκόσμια ανάπτυξη και ενισχύουν την ανθεκτικότητα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος».
Ωστόσο, σαουδάραβας αξιωματούχος, μιλώντας στο Bloomberg, προχώρησε σε κάποιες διευκρινίσεις. Όπως είπε δεν είναι το στυλ του Βασιλείου να κάνει τέτοιες απειλές, αλλά πιθανώς να έγινε μια περιγραφή στα μέλη της G-7 για τις ενδεχόμενες συνέπειες που θα είχε μια τυχόν κατάσχεση των ρωσικών κεφαλαίων.
Μια από τις δυτικές πηγές που μίλησαν στο οικονομικό πρακτορείο, υπογράμμισε πως δεν ήταν ξεκάθαρο εάν η Σαουδική Αραβία ενήργησε προς ίδιον όφελος, φοβούμενη ότι η κατάσχεση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως προηγούμενο εναντίον άλλων χωρών στο μέλλον, ή ως ένδειξη αλληλεγγύης στη Ρωσία.
Πάντως Ριάντ και Μόσχα αναμφίβολα έχουν ενδυναμώσει τις σχέσεις τους τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Οι δύο χώρες ηγούνται του ΟΠΕΚ+ και η Σαουδική Αραβία αποφάσισε να ενταχθεί στους BRICS, στη συμμαχία που σε μεγάλο βαθμό αντανακλά τις φιλοδοξίες του σινορωσικού άξονα για το τέλος της κυριαρχίας των ΗΠΑ και της Δύσης. Η τελευταία προειδοποίηση της Σαουδικής Αραβίας – όπως κι αν έγινε αυτή – υπογραμμίζει την αδυναμία της G7 να απομονώσει τη Ρωσία, αλλά και την αυξανόμενη δυναμική του Ριάντ στο διεθνές «παιχνίδι ισχύος».
Η υποστήριξη του Μόντι
Την ίδια στιγμή μια άλλη ανερχόμενη δύναμη, η Ινδία, αψηφώντας τη στρατηγική της Δύσης, προχώρησε σε νέες εμπορικές συμφωνίες με τη Ρωσία. Οι Ναρέντρα Μόντι και Βλαντιμίρ Πούτιν δεσμεύτηκαν να αυξήσουν το ετήσιο διμερές εμπόριο στα 100 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2030, από 65 δισ. δολάρια που είναι σήμερα. Σημειώνεται πως το εμπόριο μεταξύ Ρωσίας και Ινδίας αυξήθηκε το 2023 κατά 66%.
Βάσει των συμφωνιών που υπογράφηκαν, η Ινδία, που σύμφωνα με αναλυτές εισάγει πάνω από το 40% του πετρελαίου της από τη Ρωσία, σκοπεύει να αυξήσει περαιτέρω το εν λόγω ποσοστό και να εισάγει ακόμη περισσότερα λιπάσματα. Στον αντίποδα η συνεργασία Δελχί – Μόσχας προβλέπει την εξαγωγή περισσότερων αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων.
Η ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων των δύο χωρών έρχεται να επιβεβαιώσει το φιάσκο των κυρώσεων από ΗΠΑ και ΕΕ. Ο Μόντι, κατά την επίσκεψή του στη Μόσχα, χαρακτήρισε τον Πούτιν έναν «φίλο παντός καιρού» και υπογράμμισε πως χάρη στη συνεργασία με τη Ρωσία «καταφέραμε να σώσουμε τους Ινδούς πολίτες από δυσκολίες σχετικά με τις ανάγκες σε βενζίνη και ντίζελ». Όπως είπε οι συμφωνίες στον ενεργειακό τομέα «βοήθησαν στην παροχή σταθερότητας».
Από την πλευρά του ο Πούτιν χαρακτήρισε την εταιρική σχέση των δύο χωρών ως «ιδιαίτερα προνομιακή» και το Κρεμλίνο χαιρέτισε το ταξίδι του Ινδού ηγέτη ως ένδειξη ότι οι δυτικοί υποστηρικτές του Κιέβου απέτυχαν να απομονώσουν τη Ρωσία.
Σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Μόντι απέφυγε να πάρει ξεκάθαρη θέση ζητώντας εκ νέου τον τερματισμό των εχθροπραξιών, καθώς όπως είπε «η λύση δεν μπορεί να δοθεί στο πεδίο της μάχης». «Ανάμεσα σε βόμβες, όπλα και σφαίρες, οι ειρηνευτικές συνομιλίες δεν μπορούν να είναι επιτυχείς. Πρέπει να ακολουθήσουμε τον δρόμο της ειρήνης μόνο μέσω συνομιλιών», τόνισε.
Αντιδράσεις από Ουκρανία και ΗΠΑ
Η επίσκεψη του Μόντι στη Ρωσία προκάλεσε «απογοήτευση» σε Κίεβο και Ουάσιγκτον. «Είναι τεράστια απογοήτευση και καταστροφικό πλήγμα στις ειρηνευτικές προσπάθειες να βλέπεις τον ηγέτη της μεγαλύτερης δημοκρατίας στον κόσμο να αγκαλιάζει στη Μόσχα τον πιο αιματηρό εγκληματία», έγραψε ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο Χ.
Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάθιου Μίλερ σχολίασε λέγοντας: «Κάναμε πολύ σαφές και απευθείας στην Ινδία τις ανησυχίες μας για τη σχέση τους με τη Ρωσία. Και έτσι ελπίζουμε η Ινδία και οποιαδήποτε άλλη χώρα, όταν εμπλέκονται με τη Μόσχα να καθιστούν σαφές πως η Ρωσία πρέπει να σέβεται τον Χάρτη του ΟΗΕ, να σέβεται την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας».