Είναι πλέον κοινή αντίληψη πως ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει περιέλθει σε ένα τέλμα. Οι πιθανότητες τόσο του Κίεβου, όσο και της Μόσχας να επικρατήσουν στη σύγκρουση έχουν περιοριστεί σημαντικά εάν δεν έχουν εξανεμιστεί τελείως. Ρωσία και Ουκρανία, μετά και το «ναυάγιο» της ουκρανικής αντεπίθεσης, βρίσκονται σε μια ισορροπία που δεν φαίνεται να μπορεί να ανατραπεί προς όφελος της μίας ή της άλλης πλευράς.
Το Κρεμλίνο, ποντάροντας στο χρόνο, επιδίδεται σε ένα πόλεμο φθοράς, καθώς η κόπωση στη Δύση, αλλά και στην Ουκρανία αυξάνεται. Το ερώτημα που τίθεται πλέον στην Ουάσινγκτον, αλλά και σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι ένα: Πώς μπορεί να τελειώσει ο πόλεμος;
Το τελευταίο διάστημα, δυτικοί αναλυτές αναφέρονται όλο και περισσότερο στο ενδεχόμενο μιας «πικρής ισοπαλίας» για τον τερματισμό του πολέμου. Πρόκειται για το αποκαλούμενο και «σενάριο της Κορέας», που προβλέπει μια μόνιμη ανακωχή με παράδοση στη Ρωσία των εδαφών που έχει ήδη καταλάβει.
Στη λίστα όσων υποστηρίζουν αυτή τη θέση προστίθεται πλέον και το think tank RAND, ίσως το πιο επιδραστικό για θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής στις ΗΠΑ. Πρόκειται για ένα ινστιτούτο που εδώ και δεκαετίες επηρεάζει με τις εκθέσεις και τις αναλύσεις του τους αμερικανικούς σχεδιασμούς αλλά ταυτόχρονα αντανακλά και τις πιθανές κατευθύνσεις της Ουάσινγκτον.
Μεγάλο το κόστος και ο κίνδυνος για τις ΗΠΑ από ένα μακροχρόνιο πόλεμο
Στην τελευταία του έκθεση, το RAND υποστηρίζει πλέον τον γρήγορο τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία εξηγώντας πως αυτό είναι αναμφίβολα προς το συμφέρον των ΗΠΑ. «Η τροχιά και η τελική έκβαση του πολέμου θα καθοριστούν, φυσικά, σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Όμως, το Κίεβο και η Μόσχα δεν είναι οι μόνες πρωτεύουσες με μερίδιο σε αυτό που συμβαίνει. Αυτός ο πόλεμος είναι η πιο σημαντική διακρατική σύγκρουση εδώ και δεκαετίες και η εξέλιξή του έχει σημαντικές συνέπειες για τις Ηνωμένες Πολιτείες», αναφέρει.
Αξιολογώντας λοιπόν αυτές τις συνέπειες, βάσει διαφόρων σεναρίων σχετικά με την έκβαση του πολέμου, το RAND καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι ΗΠΑ θα πρέπει να εργαστούν προς έναν άμεσο τερματισμό της σύγκρουσης, καθώς αυτή είναι η εξέλιξη που εξυπηρετεί τα συμφέροντά της. Κάνει μάλιστα και μια σημαντική επισήμανση: «Αυτή η προοπτική εστιάζει στα συμφέροντα των ΗΠΑ, τα οποία συχνά ευθυγραμμίζονται, αλλά δεν είναι συνώνυμα με τα ουκρανικά συμφέροντα».
Και σε αυτό το πλαίσιο «τραβάει» μια διαχωριστική γραμμή που αντανακλά και τους έντονους προβληματισμούς και τις ενστάσεις που εκφράζοναι στις ΗΠΑ – αλλά και στην ΕΕ – σχετικά με το μέγεθος και τη χρονική διάρκεια της υποστήριξης στην Ουκρανία. «Αναγνωρίζουμε», αναφέρεται στη μελέτη της RAND, «πως οι Ουκρανοί ήταν αυτοί που αγωνίστηκαν και σκοτώθηκαν για να προστατεύσουν τη χώρα τους […] Ωστόσο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει υποχρέωση έναντι των πολιτών της να καθορίσει πώς διαφορετικές πολεμικές τροχιές θα επηρεάσουν τα συμφέροντα τους και να διερευνήσει επιλογές για να επηρεάσει την πορεία του πολέμου για την προώθηση αυτών των συμφερόντων». Όπου ΗΠΑ… βάλτε και ΕΕ.
Ο βασικός ισχυρισμός όσων υποστηρίζουν τη συνέχιση και την κλιμάκωση του πολέμου μέχρι την τελική νίκη της Ουκρανίας είναι πως οι κίνδυνοι της ρωσικής αντίδρασης – είτε πρόκειται για χρήση πυρηνικών όπλων, είτε για μια ευθεία σύγκρουση με το ΝΑΤΟ – είναι διαχειρίσιμοι. Κατά την ίδια προσέγγιση, όταν αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Ουκρανία, η ηττημένη Ρωσία δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να αφήσει σε ησυχία τη γειτονική χώρα, ακόμη και να πληρώσει αποζημιώσεις για την ζημιά που προκάλεσε. «Ωστόσο», υπογραμμίζει το RAND, «μελέτες προηγούμενων συγκρούσεων και μια προσεκτική ματιά στην πορεία της τρέχουσας σύγκρουσης υποδηλώνουν πως αυτό το αισιόδοξο σενάριο είναι απίθανο».
Αναλύοντας το ενδεχόμενο ενός μακροχρόνιου πολέμου – είτε με τη μορφή μια αέναης σύγκρουσης με τα σημερινά εδαφικά δεδομένα και στρατιωτικά αδιέξοδα, είτε με τη μορφή μιας ρωσικής αντίδρασης από την προσπάθεια της Ουκρανίας για έλεγχο περισσότερων εδαφών – θα είχε σημαντικό κόστος για τις ΗΠΑ, το οποίο συνοψίζεται στα παρακάτω:
– Αυξημένος κίνδυνος χρήσης πυρηνικών από τη Ρωσία ή απευθείας πολέμου ΝΑΤΟ – Ρωσίας, ιδιαίτερα εάν η Ουκρανία επιχειρήσει να ξεπεράσει τη γραμμή ελέγχου της 24ης Φεβρουαρίου 2022 και να ανακαταλάβει περιοχές όπως την Κριμαία. Η αποφυγή και των δύο αυτών μορφών κλιμάκωσης είναι η ύψιστη προτεραιότητα για τις ΗΠΑ.
– Η Ουκρανία θα έχει μεγαλύτερη ανάγκη για εξωτερική οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη, όσο διαρκεί ο πόλεμος, αλλά και στη συνέχεια, γεγονός που αυξάνει τις πιέσεις στους προϋπολογισμούς και τα εξοπλιστικά αποθέματα των ΗΠΑ και των υπόλοιπων συμμάχων.
– Θα υπάρχει μια συνεχής ανοδική πίεση στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, γεγονός που θα προκαλέσει περισσότερα δεινά διεθνώς. Η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί και αυτό θα επηρεάσει και την οικονομία των ΗΠΑ.
– Οι ΗΠΑ θα είναι λιγότερο ικανές να επικεντρωθούν σε άλλες διεθνείς προτεραιότητες. Οι πόροι, η στρατιωτική δύναμη και η προσοχή των ΗΠΑ αναπόφευκτα θα πρέπει να επικεντρώνονται στην Ουκρανία, στερώντας κρίσιμο πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό κεφάλαιο από άλλα σημαντικά ζητήματα για τα αμερικανικά συμφέροντα. Όπως για παράδειγμα από τον ανταγωνισμό με την Κίνα.
– Ένα διαρκές πάγωμα στις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας θα έθετε μεγάλες προκλήσεις και θα επηρέαζε και άλλες προτεραιότητες της αμερικανικής πολιτικής. Ταυτόχρονα εκτιμάται πως θα υπάρξει περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων της Ρωσίας με την Κίνα, γεγονός που θα ενίσχυε και την ρωσική εξάρτηση από το Πεκίνο, το οποίο θα ωφελούταν από τις εξελίξεις.
– Τέλος υπάρχει και το ενδεχόμενο μεγαλύτερων ρωσικών εδαφών. Αν και σε αυτή τη φάση δεν φαίνεται ένα πιθανό σενάριο, κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να προβλέψει την εξέλιξη μετά από μια κλιμάκωση του πολέμου.
Καταλήγοντας, το RAND υπογραμμίζει πως υπάρχουν δύο πιθανές μορφές για τον τερματισμό της σύγκρουσης. Καθώς, όπως επισημάνθηκε, η ανάκτηση εδαφών από την Ουκρανία, από μόνη της, δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ένα τέλος του πολέμου και η ολοκληρωτική νίκη δεν φαίνεται πιθανή για καμία από τις δύο πλευρές, οι προσεγγίσεις των ΗΠΑ, αλλά και των άλλων δυτικών συμμάχων θα μπορούσαν να καθορίσουν την εξέλιξη.
Ανακωχή, η πιο πιθανή λύση
«Μια πολιτική διευθέτηση μπορεί να είναι πιο ανθεκτική από μια ανακωχή, δημιουργώντας δυνητικά μεγαλύτερη σταθερότητα στην Ευρώπη και επιτρέποντας στις Ηνωμένες Πολιτείες να απελευθερώσουν πόρους για άλλες προτεραιότητες. Αυτό το κέρδος θα ήταν σημαντικό. Ωστόσο και μια διαρκής ανακωχή θα ήταν επίσης επωφελής για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Εξάλλου μια πολιτική διευθέτηση φαίνεται λιγότερο πιθανή, τουλάχιστον σε αυτό το στάδιο της σύγκρουσης», αναφέρει στην έκθεσή του το RAND και συμπληρώνει:
«Δεδομένου ότι η αποφυγή ενός μακροχρόνιου πολέμου και η ελαχιστοποίηση των κινδύνων κλιμάκωσης είναι η ύψιστη προτεραιότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να λάβουν μέτρα που καθιστούν πιο πιθανό τον τερματισμό της σύγκρουσης μεσοπρόθεσμα. Από μόνη της, η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να συντομεύσει τον πόλεμο. Αλλά δεδομένου ότι η σύγκρουση πιθανότατα θα τελειώσει με διαπραγματεύσεις, η αποφυγή ενός μακροχρόνιου πολέμου απαιτεί προσπάθειες για να οδηγηθούν οι δύο πλευρές σε συνομιλίες και να αντιμετωπιστούν βασικά εμπόδια στην έναρξή τους».
Οι κινήσεις που θα ωθήσουν τις δύο πλευρές σε συνομιλίες
Κατά το RAND, οι τρεις παράγοντες που οι δύο πλευρές, αρνούνται να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό της σύγκρουσης είναι: Η αμοιβαία αισιοδοξία για την εξέλιξη του πολέμου που πηγάζει από τη σχετική ισχύ, η αμοιβαία απαισιοδοξία για μια ειρήνη που πηγάζει από αξιόπιστα προβλήματα δέσμευσης και τέλος για τη Ρωσία, η έλλειψη ενός ξεκάθαρου οδικού χάρτη για την άρση των κυρώσεων.
Ασφαλώς δεν πρόκειται για τα μοναδικά εμπόδια, αλλά, όπως υπογραμμίζει το RAND, είναι οι τρεις παράγοντες, τους οποίους θα μπορούσαν να επηρεάσουν οι ΗΠΑ με τις δικές τους κινήσεις. Προτρέπει λοιπόν την Ουάσινγκτον να προσφέρει διευκρινήσεις και ένα σαφές σχέδιο για τη μελλοντική υποστήριξη της Ουκρανίας και ακλόνητες δεσμεύσεις για την ασφάλειά της. Στη Ρωσία θα μπορούσε να προσφερθεί η ουδετερότητα της Ουκρανία, αλλά και η θέσπιση προϋποθέσεων για την άρση των κυρώσεων, σημειώνει το RAND και καταλήγει:
«Ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είπε ότι αυτός ο πόλεμος θα τελειώσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αλλά η κυβέρνηση δεν έχει κάνει ακόμη κινήσεις για να ωθήσει τα δύο μέρη προς τις συνομιλίες. Αν και κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει πως μια αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ θα πυροδοτούσε οπωσδήποτε τις διαπραγματεύσεις, η υιοθέτηση κάποιων ή και όλων των κινήσεων που προαναφέρθηκαν θα μπορούσε να κάνει τις συνομιλίες πιο πιθανές […]
Μια δραματική, εν μία νυκτί αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ είναι πολιτικά αδύνατη – τόσο στο εσωτερικό όσο και λόγω των σχέσεων με τους συμμάχους – και σε κάθε περίπτωση θα ήταν άσκοπη. Αλλά η διαμόρφωση ενός σχεδίου και η επικοινωνία με την Ουκρανία και με τους υπόλοιπους συμμάχους θα μπορούσε να συμβάλει καταλυτικά στην έναρξη μιας διαδικασίας που θα μπορούσε να φέρει αυτόν τον πόλεμο σε ένα τέλος μέσω διαπραγματεύσεων και σε ένα χρονικό πλαίσιο που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η εναλλακτική είναι ένας μακρύς πόλεμος που θέτει μεγάλες προκλήσεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ουκρανία και τον υπόλοιπο κόσμο».