Καθώς συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία τα χτυπήματα ένθεν κακείθεν σε μη στρατιωτικές υποδομές προκαλεί ερωτηματικά για το αν είναι εγκλήματα πολέμου ή όχι αυτά τα χτυπήματα. Όμως δεν είναι το μόνο ζήτημα που προκαλεί ερωτηματικά. Τι καθορίζει τι είναι πολιτική και τι στρατιωτική υποδομή;
Οι επιθέσεις της Ρωσίας σε μη στρατιωτικές υποδομές της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένων ενεργειακών εγκαταστάσεων, έχουν χαρακτηριστεί ως πιθανά εγκλήματα πολέμου από το γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Διεθνή Αμνηστία.
Την περασμένη εβδομάδα, η Ρωσία εκτόξευσε δεκάδες πυραύλους σε όλη την Ουκρανία, διακόπτοντας την ηλεκτροδότηση στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της, πλήττοντας κρίσιμες υποδομές στο νότο και προκαλώντας εκρήξεις στην πρωτεύουσα Κίεβο, όπως δήλωσαν Ουκρανοί αξιωματούχοι. Πάνω από δέκα άνθρωποι σκοτώθηκαν επίσης και περισσότεροι από 30 τραυματίστηκαν από ουκρανικούς βομβαρδισμούς στις ελεγχόμενες από τη Ρωσία περιοχές Λουγκάνσκ και Ντονιέτσκ, σύμφωνα με τους τοπικούς εκπροσώπους.
Οι συμβάσεις της Γενεύης και τα πρόσθετα πρωτόκολλα που έχουν διαμορφωθεί από τα διεθνή δικαστήρια λένε ότι τα μέρη που εμπλέκονται σε μια στρατιωτική σύγκρουση πρέπει να κάνουν διάκριση μεταξύ «μη στρατιωτικών αντικειμένων και στρατιωτικών στόχων» και ότι οι επιθέσεις σε μη στρατιωτικά αντικείμενα απαγορεύονται. Η απαγόρευση αυτή κωδικοποιείται επίσης στο Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ), το οποίο νωρίτερα φέτος ξεκίνησε έρευνα για πιθανά εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία.
Αυτό φαίνεται ξεκάθαρο, αλλά ορισμένες υποδομές που ανήκουν και χρησιμοποιούνται από πολίτες μπορούν επίσης να αποτελούν στρατιωτικό στόχο. Οι στρατιωτικοί στόχοι ορίζονται ως «τα αντικείμενα εκείνα τα οποία λόγω της φύσης, της θέσης, του σκοπού ή της χρήσης τους συμβάλλουν αποτελεσματικά στη στρατιωτική δράση» και των οποίων η καταστροφή ή η κατάληψη «προσφέρει συγκεκριμένο στρατιωτικό πλεονέκτημα». Όμως τα χτυπήματα σε ενεργειακές υποδομές στρατιωτικές ή μη, έχουν πολλαπλασιαστεί το τελευταίο διάστημα.
Οι υποδομές ενέργειας θεωρούνται εδώ και καιρό έγκυρος στρατιωτικός στόχος εφόσον υποστηρίζουν τις δραστηριότητες ενός εχθρικού στρατού, ακόμη και αν το σύστημα υποστηρίζει επίσης τον άμαχο πληθυσμό, γράφει ο ειδικός σε θέματα στρατιωτικού δικαίου Μάικλ Σμιτ στο ιστολόγιο Articles of War του Lieber Institute for Law & Warfare της Στρατιωτικής Ακαδημίας West Point των Ηνωμένων Πολιτειών.
Καθώς τα χτυπήματα της Ρωσίας στις υποδομές ενέργειας έχουν ενταθεί, φαίνεται όλο και πιο απίθανο οι ένοπλες δυνάμεις της να μπορούν να κατονομάσουν ένα «συγκεκριμένο» στρατιωτικό όφελος για κάθε επίθεση. «Με απλά λόγια, οι ρωσικές δυνάμεις είναι σχεδόν βέβαιο ότι πλήττουν πολλούς στόχους που δεν χαρακτηρίζονται ως στρατιωτικοί στόχοι», υποστηρίζει ο Σμίτ. Η Ρωσία από την πλευρά της λέει ότι επιτίθεται σε στρατιωτικούς στόχους, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακών υποδομών.
Ακόμη και αν ορισμένοι από τους στόχους θα μπορούσαν να θεωρηθούν στρατιωτικοί στόχοι, ο στρατός πρέπει να εξετάσει αν οι ζημιές και οι απώλειες που υφίστανται οι άμαχοι σε τέτοιου είδους επιθέσεις είναι υπερβολικές σε σύγκριση με το συγκεκριμένο και άμεσο στρατιωτικό πλεονέκτημα. Η τυχαία απώλεια ζωής και ο τραυματισμός αμάχων που μπορούν να προκαλέσουν τα χτυπήματα είναι κάτι αναμενόμενο και εκτός του ότι είναι, φαίνεται και μεγάλο γεγονός.
Οι απώλειες που δεν καταγράφονται
Όμως υπάρχουν και απώλειες που δεν καταγράφονται ως πολεμικές. Για παράδειγμα, οι διακοπές ρεύματος καθιστούν αδύνατο για τους χειρουργούς να συνεχίσουν το έργο τους ή επηρεάζουν την πρόσβαση των ανθρώπων στην υγειονομική περίθαλψη ή δημιουργούν συνθήκες στις οποίες ευάλωτοι άνθρωποι πεθαίνουν από το κρύο ή την πείνα. Όπου εκεί δεν υπάρχουν. Δεδομένου ότι υπάρχει το νομικό πλαίσιο για τον χαρακτηρισμό μιας πολεμικής πράξεις ως έγκλημα πολέμου, αυτοί που το κρίνουν είναι οι εισαγγελείς των εγκλημάτων πολέμου.
Ο Νάιτχελ Ποβόας, επικεφαλής εισαγγελέας μιας ομάδας διεθνών εμπειρογνωμόνων που συνδράμει τους ερευνητές εγκλημάτων πολέμου του Κιέβου, δήλωσε στο Reuters ότι οι ρωσικές επιθέσεις τους τελευταίους δύο μήνες «επικεντρώθηκαν στην εξάλειψη υποδομών ζωτικής σημασίας για τα μέσα επιβίωσης των πολιτών, όπως η θέρμανση, το νερό, η ηλεκτρική ενέργεια και οι ιατρικές εγκαταστάσεις». Τόσο ο Σμιτ όσο και ο Ποβόας δήλωσαν ότι η κλίμακα και η ένταση των επιθέσεων μπορούν επιπλέον να καταλήξουν στο να θεωρηθούν ως «πράξεις ή απειλές βίας με πρωταρχικό σκοπό τη διάδοση του τρόμου στον άμαχο πληθυσμό».
Αυτό απαγορεύεται από το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και επιβεβαιώθηκε ως έγκλημα πολέμου με αποφάσεις του δικαστηρίου του ΟΗΕ για την πρώην Γιουγκοσλαβία σχετικά με την πολιορκία του Σαράγιεβο. Όμως ουδέποτε επιβεβαιώθηκαν ως εγκλήματα πολέμου οι επεμβάσεις των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας ή άλλων ΝΑΤΟϊκών χωρών στη Μέση Ανατολή, την Ασία, την Αφρική είτε στη Λατινική Αμερική.