Η δήλωση του Ντόναλντ Τραμπ πως δεν θα έπρεπε να προστατεύεται μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ που θα δεχόταν για παράδειγμα μια επίθεση από τη Ρωσία εάν δεν έχει καταβάλει τα δέοντα στον προϋπολογισμό της Συμμαχίας, προκάλεσε τριγμούς και σφοδρές αντιδράσεις στο δυτικό μπλοκ.
Ο Λευκός Οίκος χαρακτήρισε «ανόητα», «ντροπιαστικά» και «επικίνδυνα» τα σχόλια του Ντόναλντ Τραμπ. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι ευρωπαίοι ηγέτες και αξιωματούχοι της ΕΕ υπογράμμισαν πως ο βασικός και αναμφισβήτητος πυλώνας του ΝΑΤΟ είναι το «όλοι για έναν».
Αναφερόμενοι δε στο ενδεχόμενο ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων να επιστρέψει στην ηγεσία των ΗΠΑ, επισήμαναν πως η Ευρώπη θα πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες, ώστε να γίνει μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη και να απεξαρτηθεί από τη σχέση με τις ΗΠΑ.
Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γ. Στόλτενμπεργκ, ερωτηθείς για τις δηλώσεις του Τραμπ, τόνισε ότι «δεν θα πρέπει να υπονομεύουμε την αξιοπιστία της αντίδρασης του ΝΑΤΟ». «Αυτό ενισχύει την αξιοπιστία μας διότι η αποτροπή είναι στο μυαλό των αντιπάλων μας και δεν θα πρέπει να αφήνουμε κανένα περιθώριο για λανθασμένους υπολογισμούς και παρεξηγήσεις στη Μόσχα σχετικά με την ετοιμότητά μας και τη δέσμευσή μας να προστατεύσουμε τους συμμάχους μας», υπογράμμισε.
Μια άβολη αλήθεια για το ΝΑΤΟ
Ωστόσο ο ισχυρισμός του Ντόναλντ Τραμπ κρύβει και μια άβολη αλήθεια για τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ αλλά και για την ίδια τη λειτουργία της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Κάθε χώρα υποχρεούνται να συνεισφέρει το 2% του ΑΕΠ στον προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ. Πρόκειται για μια δέσμευση που πηγάζει από το άρθρο 5 της ιδρυτικής συμφωνίας του ΝΑΤΟ, στο οποίο μάλιστα κατοχυρώνεται και η αρχή της συλλογικής άμυνας, δηλαδή η ιδέα να θεωρείται η επίθεση σε ένα μέλος του ΝΑΤΟ ως επίθεση σε όλα τα μέλη της Συμμαχίας.
Εντούτοις το 2023 μόλις 11 χώρες από τις συνολικά 31 τήρησαν τον κανόνα του 2% στη χρηματοδότηση του ΝΑΤΟ. Συγκεκριμένα τα συμφωνηθέντα καταβάλουν η Πολωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ελλάδα, η Εσθονία, η Λιθουανία, η Φινλανδία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Βρετανία και η Σλοβακία. Τα προηγούμενα χρόνια τα «φερέγγυα» μέλη ήταν πολύ λιγότερα. Οι τρεις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό αμυντικών δαπανών ήταν η Πολωνία με 3,9%, οι ΗΠΑ με 3,49% και η Ελλάδα με αμυντικές δαπάνες 3,01% του ΑΕΠ.
Η Γερμανία, η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπη, περνούσε παραδοσιακά κάτω από τον πήχη. Γερμανοί αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν πως φέτος – για πρώτη φορά μετά από τρεις δεκαετίες – θα καταφέρουν να πετύχουν το 2%, εν μέρει χάρη στο ειδικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για αμυντικές δαπάνες, το οποίο δημιουργήθηκε ως απάντηση στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Κάτω από το όριο του 2% κινούνται και η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Κροατία, η Ολλανδία, η Τουρκία και όλες οι άλλες χώρες μέλη της νατοϊκής συμμαχίας.
Αξίζει να σημειωθεί πως πολλά από τα μέλη που καταβάλουν σήμερα τον συμφωνημένο «οβολό» τους στο νατοϊκό ταμείο, είναι χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία και αύξησαν τη συνεισφορά τους μόνο όταν ξέσπασε ο πόλεμος από την Ουκρανία. Τα δε κράτη μέλη που κινούνται κάτω από το όριο δεν πέτυχαν το στόχο του 2% ούτε μετά την εισβολή.
Φαίνεται πάντως πως ο θόρυβος που προκάλεσε η δήλωση του Ντόναλντ Τραμπ κινητοποίησε κάποιες νατοϊκές δυνάμεις, που ενημέρωσαν πως θα αυξήσουν την οικονομική συμμετοχή τους. Ο Γενς Στόλτενμπεργκ δήλωσε πως για το 2024 αναμένει ότι «18 χώρες σύμμαχοι του ΝΑΤΟ θα δαπανήσουν το 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα». «Είναι ένα ρεκόρ» και μια «σημαντική αύξηση» είπε, υπενθυμίζοντας ότι το 2014 μόνο τρεις χώρες πληρούσαν το στόχο του 2%. Τόνισε, επίσης, ότι το 2024 οι ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ θα επενδύσουν συνολικά σε άμυνα 380 δισεκατομμύρια δολάρια.
«Η κριτική που ακούμε (σ.σ. όπως οι δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ) δεν αφορά το ΝΑΤΟ, αφορά τους συμμάχους του ΝΑΤΟ που δεν ξοδεύουν αρκετά για το ΝΑΤΟ», ανέφερε ο Στόλτενμπεργκ, σημειώνοντας ότι η νέα αύξηση στις στρατιωτικές δαπάνες από τους Ευρωπαίους είναι η απόδειξη ότι αυτό το μήνυμα είχε ακουστεί.