Θλίψη στο Χόλιγουντ προκαλεί η δυσάρεστη είδηση του θανάτου του οσκαρικού ηθοποιού Sidney Poitier.
Συγκεκριμένα, έφυγε από την ζωή σε ηλικία 94 ετών, ενώ ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός ηθοποιός που κέρδισε το Όσκαρ το 1963 για την ταινία «Κάτω από το Βλέμμα του Θεού» (Lillies of the Field).
Μάλιστα, το 1967 πρωταγωνίστησε στις ταινίες «Ιστορία ενός Εγκλήματος» (In the Heat of the Night), «Μάντεψε ποιος θα ‘ρθει το βράδυ» (Guess Who’s Coming to Dinner) και «Στον Κύριο μας με Αγάπη» (To Sir, with Love), οι οποίες έθιγαν το θέμα του ρατσισμού.
Επίσης, έγινε γνωστός από τη συμμετοχή στις ταινίες: «Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα» (Blackboard Jungle, 1955), «Έσπασα τα Δεσμά μου» (Edge of the City, 1957), «Όταν σπάσαμε τις αλυσίδες» (The Defiant Ones, 1958), «Ένα Σταφύλι στον Ήλιο» (A Raisin in the Sun, 1960) και «Τυφλός Άγγελος» (A Patch of Blue).
Η ζωή του Sidney Poitier
Ο Sidney Poitier γεννήθηκε στο Μαϊάμι της Φλώριδας και μεγάλωσε στο Νησί Κατ της Καραϊβικής, ενώ έπειτα διέμεινε στο Μαϊάμι, όπου οι γονείς του, ταξίδευαν για να πουλήσουν ντομάτες κι άλλα προϊόντα της φάρμας τους στο Νησί Κατ.
Μάλιστα, έλαβε αυτομάτως την αμερικανική ιθαγένεια, καθώς γεννήθηκε δύο μήνες πρόωρα κι οι ελπίδες επιβίωσης ήταν ελάχιστες, γι’ αυτό το λόγο οι γονείς του διέμειναν τρεις μήνες στις ΗΠΑ για να τον φροντίσουν.
Ο Poitier ξεκίνησε τις εμφανίσεις του στο Αμερικανικό Θέατρο Μαύρων, αλλά το κοινό τον αποδοκίμασε. Οι περισσότεροι μαύροι ηθοποιοί της εποχής ήταν καλλίφωνοι, αλλά εκείνος δε διέθετε μουσικό αυτί, πράγμα που τον καθιστούσε μη ικανό να τραγουδήσει. Αποφασισμένος να βελτιώσει τις υποκριτικές του δυνατότητες και να ξεφορτωθεί την προφορά που υποδήλωνε την καταγωγή του από τις Μπαχάμες, πέρασε έξι μήνες μελετώντας ώστε να έχει επιτυχία στο θέατρο.
Η δεύτερή του θεατρική απόπειρα ήταν επιτυχημένη και τον οδήγησε στον πρωταγωνιστικό ρόλο στην θεατρική παράσταση Λυσιστράτη (βασισμένη στην ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη) στο Μπρόντγουεϊ, που του χάρισε καλές κριτικές. Εκεί τον πρόσεξε κι ο διευθυντής της 20th Century Fox, Ντάριλ Φ. Ζάνουκ, που τον προσέλαβε για να συμμετάσχει στην ταινία του Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς Το Μίσος Προστάζει (No Way Out, 1949) στο ρόλο ενός γιατρού που απειλείται από έναν λευκό άνδρα τον οποίο υποδύθηκε ο Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ.
Η ερμηνεία του τον οδήγησε σε περισσότερους ρόλους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν αξιοσημείωτοι, σε σχέση με εκείνους που προσέφεραν σε άλλους Αφροαμερικανούς ηθοποιούς της περιόδου.
Έτσι, καθιερώθηκε με τη συμμετοχή του στην ταινία «Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα» (Blackboard Jungle, 1955), όπου εμφανίστηκε στο ρόλο μαθητή μιας ανεπίδεκτης τάξης πλάι στον Γκλεν Φορντ.
Το 1963 έλαβε το Όσκαρ για την ταινία «Κάτω από το Βλέμμα του Θεού», όμως φοβόταν ότι η Κινηματογραφική Βιομηχανία του παραχώρησε το βραβείο μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσει τα πλήθη και για να του απαγορεύσει μεγαλύτερες και σημαντικότερες απαιτήσεις στο μέλλον. Την επόμενη χρονιά της νίκης του δούλεψε ελάχιστα και παρέμεινε ο μοναδικός Αφροαμερικανός ηθοποιός του Χόλιγουντ με επιτυχία, αλλά οι ρόλοι που του προσέφεραν ήταν αδιάφοροι.
Παρόλα αυτά, το 1967 απεδείχθη η εμπορικότερη του χρονιά με τρεις ταινίες του να είναι οι δημοφιλέστερες της χρονιάς: «Ιστορία ενός Εγκλήματος» (In the Heat of the Night), «Μάντεψε Ποιος θα Έρθει το Βράδυ» (Guess Who’s Coming to Dinner) και «Στον Κύριο μας με Αγάπη» (To Sir, with Love).
Επίσης, το 2002 έλαβε Τιμητικό Όσκαρ για τη συνεισφορά του στην 7η τέχνη.
Σημειώνεται, πως ήταν παντρεμένος με την Χουανίτα Χάρντι από το 1950 μέχρι και το 1965, και το ζευγάρι απέκτησε 4 κόρες. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά το 1976 με την ηθοποιό Τζοάννα Σίμκους, με την οποία ήταν παντρεμένος μέχρι και το τέλος της ζωής του, αποκτώντας ακόμα δύο κόρες.