Το Κρεμλίνο αποκάλυψε λεπτομέρειες σχετικά την επερχόμενη συνάντηση του Ρώσου Προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν και του Κινέζου ομολόγου του Σι Τζινπίνγκ, όπου θα συζητήσουν το ουκρανικό ζήτημα και τη συνεργασία σε στρατιωτικούς και τεχνικούς τομείς στην Μόσχα στις 20 Μαρτίου.
Ο σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του Κρεμλίνου, Γιούρι Ουσακόφ, σε δήλωσή του προς τους δημοσιογράφους, μοιράστηκε λεπτομέρειες σχετικά με τη συνάντηση μεταξύ Πούτιν και Σι στη Μόσχα.
Μοιράζοντας τις πληροφορίες ότι ο Πούτιν και ο Σι θα έχουν προσωπική συνάντηση στο παλάτι του Κρεμλίνου στις 20 Μαρτίου, ο Ουσακόφ δήλωσε ότι «φυσικά, στη συνάντηση θα συζητηθεί η στρατιωτική και τεχνική συνεργασία. Θα συζητηθούν επίσης λεπτομερώς η ενέργεια και διάφορα έργα. Οι εκπρόσωποι των μεγάλων μας επιχειρήσεων θα συναντηθούν με τους Κινέζους συναδέλφους μας».
Αναφέροντας ότι το ουκρανικό ζήτημα θα συζητηθεί επίσης κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο Ουσακόφ δήλωσε ότι «εκτιμούμε ιδιαίτερα τη μετρημένη και συγκρατημένη στάση της κινεζικής διοίκησης στο θέμα αυτό. Γνωρίζουμε το σχέδιο της Κίνας για την επίλυση του εν λόγω ζητήματος».
Αναφέροντας ότι οι δύο ηγέτες θα υπογράψουν δύο έγγραφα σχετικά με τη στρατηγική εταιρική σχέση και τη συνεργασία στον τομέα της οικονομίας, ο Ουσακόφ αποκάλυψε ότι επεξεργάζονται 10 έγγραφα σε διάφορους τομείς.
Αναφέροντας ότι τα άρθρα του Πούτιν και του Σι που αξιολογούν τις διμερείς σχέσεις θα δημοσιευθούν στις εφημερίδες Rossiyskaya Gazeta στη Ρωσία και People’s Daily στην Κίνα, ο Ουσακόφ εξέφρασε την ελπίδα του ότι η συνάντηση αυτή θα επιταχύνει τις διμερείς σχέσεις.
Τονίζοντας ότι οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Κίνας είναι συνολικές, ο Ουσακόφ δήλωσε ότι «η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας. Ο όγκος του διμερούς εμπορίου έφτασε περίπου τα 185 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022, με αύξηση 30% κάθε χρόνο. Ταυτόχρονα, το μερίδιο των πληρωμών σε εθνικά νομίσματα αυξάνεται».
Ο Ουσακόφ πιστεύει ότι «με αυτόν τον ρυθμό, ο στόχος που έθεσαν οι δύο ηγέτες για την επίτευξη 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο εμπόριο θα πραγματοποιηθεί όχι το 2024, όπως είχε προγραμματιστεί, αλλά το 2023».
Κατά την άποψή του, η οικονομική δήλωση που θα υπογραφεί αποτελεί «ένα ακόμη κίνητρο για την ανάπτυξη των εμπορικών και οικονομικών δεσμών προς όλες τις κατευθύνσεις».
Καταλήγοντας επεσήμανε ότι «Παρά την πανδημία και την πίεση των κυρώσεων από τη Δύση, τα περισσότερα ρωσοκινεζικά προγράμματα και έργα συνεχίζουν να υλοποιούνται, κυρίως στον ενεργειακό τομέα, και ο όγκος των ρωσικών προμηθειών υδρογονανθράκων στην Κίνα έχει αυξηθεί σημαντικά».