Ο Γερμανός πολιτικός Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος για 50 χρόνια υπηρέτησε ως μέλος του γερμανικού κοινοβουλίου, της Μπούντεσταγκ, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 81 ετών. «Έφυγε» ειρηνικά στο σπίτι του, αφήνοντας πίσω του την επί 40 χρόνια σύζυγο του.
Ο Σόιμπλε πέρασε μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας του αφιερωμένος στην επανένωση της χώρας του και αργότερα υπηρέτησε ως υπουργός Οικονομικών της πρώην καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ στη διάρκεια της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Ο άλλοτε «τσάρος» της γερμανικής οικονομίας ήταν από το 1965 μέλος των κεντροδεξιών Χριστιανοδημοκρατών και έγινε βουλευτής το 1972.
Ήταν ένας από τους μακροβιότερους Γερμανούς πολιτικούς, γνωστός για την επιμονή του στη λιτότητα και τη δημοσιονομική πειθαρχία τόσο της Γερμανίας όσο της Ευρωζώνης. Υπήρξε αρκετά αντιδημοφιλής στην Ελλάδα, αφού ήταν αυτός που είχε δείξει τον δρόμο του Grexit.
Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που ο Σόιμπλε έγινε αποδέκτης σκληρής κριτικής. Το 2003 είχε ανοίξει μέτωπο με την γερμανική αριστερά λόγω της υποστήριξης του, στον πόλεμο κατά του Ιράκ, ενώ είχε ταχθεί ανοικτά υπέρ της λειτουργίας του στρατοπέδου Γκουαντάναμο.
Η δολοφονική επίθεση που άλλαξε τη ζωή του
Η ζωή, όμως, είχε δείξει απο νωρίς το σκληρό της πρόσωπο στον Σόιμπλε, με τη ζωή του να αλλάζει δραματικά την 12η Οκτωβρίου 1990. Ήταν η μέρα που ο Γερμανός πολιτικός αποδείχθηκε «πολύ σκληρός για να πεθάνει».
Κατά την διάρκεια προεκλογικής ομιλίας του στην περιοχή Όπεναου κοντά στο Φράιμπουργκ, ο Ντίτερ Κάουφμαν, ένας ψυχικά ανισσόροπος άνδρας, προσπάθησε να τον δολοφονήσει.
Τον περίμενε καρτερικά να ολοκληρώσει την ομιλία του, ώστε να θέσει σε εφαρμογή το δολοφονικό του σχέδιο του. Μισή ώρα αργότερα και ενώ ο Σόιμπλε αποχωρούσε, ο Κάουφμαν έβγαλε μέσα από την καπαρντίνα του ένα μικρό περίστροφο και από απόσταση αναπνοής τον πυροβόλησε τρεις φορές.
Η πρώτη σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι του, συνθλίβοντας την δεξιά πλευρά του σαγονιού του.
Η δεύτερη σφαίρα στη σπονδυλική στήλη του, με τον σωματοφύλακα να προσπαθεί να τον προστατέψει με συνέπεια να τραυματιστεί σοβαρά και εκείνος. Πέρασε για μέρες στο νοσοκομείο, όπου, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών, έμεινε καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα. Ο δράστης αποδείχθηκε ψυχοπαθής και διατάχθηκε ο εγκλεισμός του σε ψυχιατρική κλινική.
Βγήκε από το νοσοκομείο δύο μήνες μετά.
Ο Κάουφμαν δικαιολόγησε την πράξη του ισχυριζόμενος πως ο Σόιμπλε ήταν σύμβολο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και ήθελε να προκαλέσει ψυχολογικό αλλά και σωματικό τρόμο με την αποτρόπαια πράξη του.
Καμία από τους σφαίρες που δέχτηκε, δεν λάβωσε το δραστήριο πνεύμα του, με τον Σόιμπλε να επιστρέφει στο γραφείο του και την πολιτική.
Για τον τελευταίο του αγώνα στις εκλογές του 1990, ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ ταξίδεψε στο Όφενμπουργκ όπου ο Σόιμπλε έκανε την πρώτη του εμφάνιση μετά την απόπειρα δολοφονίας μπροστά σε ένα πλήθος περίπου 9.000 ατόμων.
Τον Μάιο του 2010, κατά το ταξίδι του στις Βρυξέλλες για μια επείγουσα συνάντηση των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Σόιμπλε εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας ενός βέλγικου νοσοκομείου αντιμετωπίζοντας επιπλοκές από την προηγούμενη επέμβαση αλλά και μια αλλεργική αντίδραση σε ένα νέο αντιβιοτικό. Εκείνη την περίοδο, τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης έκαναν εικασίες αναφορικά με την παραίτησή του, ακόμα και με τις πιθανότητες επιβίωσής του. Ωστόσο η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αρνήθηκε δυο φορές την πρόταση του Σόιμπλε να αποχωρήσει από την πολιτική ενώ διέτρεχε μια περίοδο κακής υγείας το 2010.
Σημαντικοί σταθμοί στην πορεία του
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος καταγόταν από το Φράιμπουργκ, θεωρείτο ένας από τους πιο εξέχοντες πολιτικούς του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας, CDU.
Διαμόρφωσε την ομοσπονδιακή πολιτική για δεκαετίες και ήταν το μακροβιότερο μέλος της Μπούντεσταγκ.
Ειδικότερα, ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας κατείχε κυβερνητικές θέσεις από τη δεκαετία του 1980, συμπεριλαμβανομένου του Ομοσπονδιακού Υπουργού Ειδικών Καθηκόντων, του Προϊσταμένου της Ομοσπονδιακής Καγκελαρίας και του Υπουργού Εσωτερικών υπό τον Καγκελάριο Χέλμουτ Κολ.
Επί Άνγκελα Μέρκελ, ο Σόιμπλε ήταν και πάλι υπουργός Εσωτερικών από το 2005 έως το 2009 και υπουργός Οικονομικών από το 2009 έως το 2017, αξιώμα για το οποίο έγινε γνωστός πέρα από τη Γερμανία κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ.
Μεταξύ 1991 και 2000, ανέλαβε τη θέση του προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας CDU/CSU στην Μπούντεσταγκ για την Ένωση.
Μετά την κατάρρευση της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης στις ομοσπονδιακές εκλογές του 1998, ο Σόιμπλε διαδέχθηκε τον Χέλμουτ Κολ και έγινε ο πρόεδρος του κόμματος. Μόλις 15 μήνες αργότερα, παραιτήθηκε από τη θέση και από την ηγεσία της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης το 2000 μετά το σκάνδαλο για τη χρηματοδότηση του κόμματος. Η παραίτηση του Σόιμπλε ξεκίνησε μια αλλαγή στο εσωτερικό των Χριστιανοδημοκρατών, με την Άνγκελα Μέρκελ να αναλαμβάνει την ηγεσία του κόμματος.