Ο πόλεμος στην Ουκρανία, μετά την εισβολή της Ρωσίας, ανέδειξε την αδυναμία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στην επίλυση παγκόσμιων ζητημάτων και την αναγκαιότητα για άμεσες μεταρρυθμίσεις στον τρόπο λειτουργίας του οργανισμού αλλά και του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Δεν είναι κάτι που προέκυψε μέσα από τον ευρωπαϊκό πόλεμο. Είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τα μέλη των Ηνωμένων Εθνών, εδώ και πολύ καιρό. Από το 2014, που καλύπτω δημοσιογραφικά τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, η μεταρρύθμιση είναι σε όλες τις συζητήσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Αυτό επανέλαβε και ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, από τη Σινώπη όπου βρέθηκε την Κυριακή, λέγοντας ότι ο ΟΗΕ είναι πλέον ανίκανος να επιλύσει παγκόσμιες συγκρούσεις.
Όπως σημείωσε, ο ΟΗΕ χρειάζεται μεταρρύθμιση για να μπορέσει να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που του ανατέθηκαν κατά την ίδρυσή του. Και τώρα είναι εντελώς ανίκανος να αντιμετωπίσει οποιεσδήποτε συγκρούσεις ή ζητήματα που προκύπτουν στον κόσμο.
«Το διεθνές σύστημα ασφαλείας, το σύστημα του ΟΗΕ δεν είναι ικανό να επιλύσει συγκρούσεις, πολύπλοκα ζητήματα. Το είδαμε στην Ουκρανία, το είδαμε στην πανδημία του κορωνοϊού. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, αλλά η Τουρκία δεν θα καθίσει άπραγη και θα περιμένει να γίνουν», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών.
Το ζήτημα είχε φέρει και ο Τούρκος, πρέσβης Βολκάν Μποζκίρ ως Πρόεδρος της 75ης ΓΣ των ΗΕ για την περίοδο 2020-21.
Για περισσότερα από 40 χρόνια, η μεταρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας (Σ.Α.) των ΗΕ, έχει απασχολήσει έντονα τις συζητήσεις για τις αναγκαίες αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του. Το προβληματικό σημείο είναι ότι τα πέντε μόνιμα μέλη του Σ.Α. με δικαίωμα αρνησικυρίας δεν αντικατοπτρίζουν την τρέχουσα παγκόσμια πραγματικότητα, αλλά μάλλον τη δομή εξουσίας που δημιουργήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ούτε η αύξηση το 1965, των έξι μη μόνιμων μελών σε 10 με διετή θητεία δεν έκαναν πιο ευέλικτο και ουσιαστικό το Σ.Α.
Ενώ υπάρχει συντριπτική υποστήριξη από τα κράτη μέλη για την ανανέωση του 15μελούς συμβουλίου, οι προσπάθειες έχουν σταματήσει καθώς τα μόνιμα μέλη -ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Γαλλία και Βρετανία, έχουν δείξει απροθυμία να χάσουν τα προνόμιά τους.
Επιπρόσθετα ενώ ο ΟΗΕ μπορεί να καταδικάσει μέσω ψηφισμάτων, ενέργειες που θεωρούνται παράνομες ή που απειλούν την παγκόσμια ειρήνη, δεν έχει όμως εκείνους τους μηχανισμούς για την επιβολή των αποφάσεων του, άρα και της λογοδοσίας των υπαίτιων των παράνομων πράξεων.
Ακόμα και τα δικαιοδοτικά όργανα που είναι υπό την εποπτεία του δεν μπορούν να ασκήσουν διώξεις.
Για παράδειγμα το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ερευνά τώρα τον πρόεδρο της Ρωσίας για πιθανά εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία. Ωστόσο, υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με το αν το ΔΠΔ μπορεί να ασκήσει δίωξη κατά του Πούτιν, δεδομένου ότι ούτε η Ουκρανία ούτε η Ρωσία είναι συμβαλλόμενα κράτη στο καταστατικό της Ρώμης, το έγγραφο που επεκτείνει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου στους υπογράφοντες. Επιπλέον, υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των εμπειρογνωμόνων ότι ακόμη και αν βρεθεί νομική οδός για τη δίωξη του Ρώσου ηγέτη στο ΔΠΔ, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να τον προσαγάγουν στο δικαστήριο όσο βρίσκεται ακόμη στην εξουσία.
Υπάρχουν επίσης οι συμβάσεις της Γενεύης και της Χάγης που θεσπίζουν κανόνες για τη μεταχείριση των αμάχων και των αιχμαλώτων κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και το άρθρο 39 του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ, το οποίο καταγγέλλει τους επιθετικούς πολέμους. Ωστόσο, η επίκληση των Συμβάσεων της Γενεύης ή της Χάγης, καθώς και του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ, απαιτεί την έκδοση ψηφίσματος από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη σύσταση δικαστηρίου. Αυτό δεν θα συμβεί, διότι η Ρωσία είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και έχει τη δυνατότητα να ασκήσει βέτο σε οποιοδήποτε ψήφισμα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ενδεχομένως να είναι μια καλή ευκαιρία για να προωθηθούν οι αναγκαίες αλλαγές που συζητούνται εδώ και 4 δεκαετίες, με μεγάλο ζητούμενο την ανατροπή του βέτο ή την παράκαμψη του, αν το αποφασίσουν τα 2/3 των μελών της Γενικής Συνέλευσης των ΗΕ, ή τα 4/5 των μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Ενδεχομένως η αποδυνάμωση του βέτο, θα πρόσφερε τις προϋποθέσεις στους παγκόσμιους θεσμούς να διευκολύνουν τη συνεργασία και όχι να συνεχίσουν να την εμποδίζουν.