Μετά τη συνάντηση που είχε σήμερα με τον Πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας Ζόραν Ζάεφ, η γερμανική καγκελαρία εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία και επισημαίνεται ότι «η Βόρεια Μακεδονία εξακολουθεί να προσανατολίζεται προς την κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ», καθώς και ότι τα προηγούμενα χρόνια «μεταρρύθμισε με ζήλο τον τομέα της ασφάλειάς της και πέτυχε μεγάλη πρόοδο στους τομείς του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας».
Το γεγονός ότι μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, η γερμανίδα καγκελάριος είχε εκφραστεί επιφυλακτικά ως προς την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων τόσο με την Αλβανία όσο και με τη Βόρεια Μακεδονία εκτιμάται, σύμφωνα με το σχετικό τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, ότι οφείλεται εν μέρει και στις αντιδράσεις της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) που εκφράζει επιφυλάξεις για την διεύρυνση και κυρίως για την προοπτική ένταξης της Αλβανίας. Η στάση αυτή ωστόσο προκάλεσε την αντίδραση του κυβερνητικού εταίρου της, των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), οι οποίοι έκαναν λόγο για κινδύνους από τη μη τήρηση των υπεσχημένων.
Το θέμα απασχολεί σήμερα και τον γερμανικό Τύπο. Η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt αναφέρει ότι το γερμανικό Κοινοβούλιο – του οποίου η έγκριση είναι απαραίτητη προκειμένου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να συγκατατεθεί στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων από την πλευρά της ΕΕ – δεν αναμένεται να αποφασίσει κάτι τέτοιο πριν από την θερινή διακοπή των εργασιών της.
Τον κίνδυνο να εμπεδωθεί στη Βόρεια Μακεδονία η αίσθηση ότι οι επώδυνες μεταρρυθμιστικές προσπάθειές της μένουν χωρίς αντιπαροχές από την ευρωπαϊκή πλευρά επισημαίνει και η Frankfurter Rundschau, η οποία σε άρθρο γνώμης εκτιμά ότι κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει τους κυβερνώντες στα Βαλκάνια «να εμφανίζονται ότι προωθούν ψευδο-μεταρρυθμίσεις και να διατηρούν την εξουσία με λαϊκιστικά και αυταρχικά μέσα». Αυτό, επισημαίνει η FR, θα αποτελούσε «ένα de facto θανατηφόρο πλήγμα στην διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ, ενώ, χωρίς κίνητρα για μεταρρυθμίσεις, θα ενταθεί ο λαϊκισμός στην ΕΕ και οι κυβερνώντες θα προσεγγίσουν άλλους εταίρους, π.χ. τη Ρωσία, την Τουρκία ή την Κίνα».