Ολοκληρώθηκε την Πέμπτη ο κύκλος επαφών της Ρωσικής Ομοσπονδίας με τη Δύση, σχετικά με τις εγγυήσεις ασφαλείας που πρότεινε η Μόσχα στα τέλη του περασμένου έτους, με το πρώτο συμπέρασμα να βγαίνει αβίαστα πως και οι δυο πλευρές δεν κάνουν πίσω στα θέλω τους.
Αυτό που έγινε κατανοητό σε όλους τους συμμετέχοντες είναι ότι Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες δεν πρόκειται να εγγυηθούν την μη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς και η Μόσχα δεν συμφωνεί να συζητήσει τίποτα λιγότερο από τα σημαντικά ζητήματα αν δεν επιλύσει το κύριο.
Επιπλέον η Ρωσία αναμένει από τις ΗΠΑ γραπτές απαντήσεις και αντιπροτάσεις στις προτάσεις που κατέθεσε, ειδάλλως δεν υπάρχει λόγος για συνέχιση των συνομιλιών με νέους γύρους διαβουλεύσεων.
Το σημαντικότερο αίτημα της Μόσχας παραμένει ότι η συμμαχία πρέπει να αποφύγει την επέκταση της προς ανατολάς και να επιστρέψει τον στρατό της στα σύνορα του 1997, όταν υπογράφηκε η ιδρυτική πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας.
Όμως ούτε η Ουάσιγκτον ούτε οι Βρυξέλλες είναι διατεθειμένες να δώσουν τέτοιες εγγυήσεις, επικαλούμενες, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι καμία χώρα δεν υποχρεώθηκε για να ενταχθεί στον οργανισμό.
«Δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν να σταματήσει την πολιτική των ανοικτών θυρών στο ΝΑΤΟ, η οποία ήταν πάντα κεντρικό στοιχείο της συμμαχίας. Δεν θα εγκαταλείψουμε τη διμερή συνεργασία με κυρίαρχες χώρες που θέλουν να συνεργαστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε η υφυπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Γουέντυ Σέρμαν.
Παρόμοια ήταν και η θέση που εξέφρασε ο ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ,
Την ίδια θέση εξέφρασε και ο Γενικός Γραμματέας της Συμμαχίας Γενς Στόλτενμπεργκ, ο οποίος χαρακτήρισε τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ «ακρογωνιαίο λίθο για την εξάπλωση της ελευθερίας και της δημοκρατίας στην Ευρώπη». Αυτή η προσέγγιση, τόνισε, ισχύει και για την Ουκρανία: «Μόνο η Ουκρανία και τα 30 μέλη του ΝΑΤΟ μπορούν να αποφασίσουν πότε το Κίεβο είναι έτοιμο να γίνει μέλος της συμμαχίας. Η Ρωσία δεν έχει δικαίωμα βέτο για το αν η Ουκρανία μπορεί να ενταχθεί στον οργανισμό.»
Απάντηση σ’ αυτές τις δηλώσεις έδωσε ο αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών Αλεξάντρ Γκρούσκο προειδοποιώντας ότι η ένταξη νέων μελών στη συμμαχία «ενέχει κινδύνους που αντισταθμίζουν κάθε απόφαση για διεύρυνση» προσθέτοντας ότι «η Μόσχα είναι έτοιμη να λάβει όχι μόνο πολιτικά αλλά και στρατιωτικο-τεχνικά μέτρα».
Ο έτερος Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας Σεργκέι Ριαμπκόφ, που συμμετείχε στην πρώτη φάση του διαλόγου με τις ΗΠΑ, περιέγραψε το διαβουλεύσεις από την πλευρά της Ουάσιγκτον ως «ας μιλήσουμε μόνο γι’ αυτό που μας ενδιαφέρει, δηλαδή τη Δύση».
Οι Αμερικανοί, όπως διαβεβαιώνει ο Ριαμπκόφ, θέλουν να ξεκινήσουν έναν διάλογο σε κάποιες ξεχωριστές κατευθύνσεις «και έτσι, χονδρικά μιλώντας, να εκτονώσουν τη ρωσική θέση, να εκτονώσουν την πίεση, να αποφορτίσουν την ένταση» συνεχίζοντας «την ίδια διαδικασία γεωπολιτικής, στρατιωτικής ανάπτυξης όλο και περισσότερων εδαφών».
«Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες είναι έτοιμες να συζητήσουν με τη Μόσχα για μια σειρά θεμάτων που αφορούν την ασφάλεια στην Ευρώπη και τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της «πρόληψης συγκρούσεων, των επικοινωνιών, της διαφάνειας, στους στρατιωτικούς ελιγμούς. Οι διαπραγματεύσεις για τον έλεγχο των εξοπλισμών και την ανάπτυξη πυραύλων στο ευρωπαϊκό έδαφος είναι επίσης πιθανές. Αλλά το θέμα του αριθμού των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη “δεν είναι στην ημερήσια διάταξη” και “δεν συζητείται” δήλωσε η Σέρμαν.
Αλλά για τη Μόσχα, όλα αυτά είναι δευτερεύοντα σε σχέση με το ζήτημα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ. Όπως τόνισε ο Ριαμπκόφ, «όταν τελικά συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να κάνουν πίσω, και το αναγνωρίσουν, και το αποτυπώσουν στα χαρτιά, και δώσουν νομικές εγγυήσεις γι’ αυτό, τότε θα ανοίξουν οι πύλες, ανοίγοντας τη δυνατότητα για μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική συζήτηση για τις σημαντικές αλλά δευτερεύουσες πτυχές της όλης κατάστασης.»
Στο τραπέζι οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ όσο και του ΝΑΤΟ έβαλαν την απόσυρση των συγκεντρωμένων ρωσικών στρατευμάτων στα ουκρανικά σύνορα και την αποκλιμάκωση της έντασης ως προϋπόθεση για τη συνέχιση του διαλόγου.
Η Μόσχα από την άλλη απάντησε επιμένοντας ότι δεν είχε καθόλου την πρόθεση να επιτεθεί στη γείτονά της και ότι δεν θα συζητούσε την απόσυρση των δυνάμεων που βρίσκονται στο έδαφός της.
Όπως τονίζει η Ουάσιγκτον είναι έτοιμη να επιβάλει κυρώσεις κατά της Μόσχας σε περίπτωση κλιμάκωσης, που θα υπερβαίνουν κατά πολύ τις κυρώσεις του 2014. Την Τετάρτη Αμερικανοί γερουσιαστές πρότειναν μια δέσμη κυρώσεων που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, προσωπικές κυρώσεις στη ρωσική ηγεσία συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου Πούτιν. Κάτι που σχολίασε ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ λέγοντας ότι η κίνηση αυτή είναι «ένα είδος νευρικής κρίσης» για να συμπληρώσει ο Ριαμπκόφ ότι η «Ρωσία ποτέ δεν λύγισε κάτω από την πίεση και ποτέ δεν υπέκυψαν σε απειλές και εκβιασμούς».
Σύμφωνα με τον Γκρούσκο, η αποκλιμάκωση είναι δυνατή εάν το Κίεβο αναγκαστεί να εφαρμόσει τις συμφωνίες του Μινσκ και οι χώρες του ΝΑΤΟ σταματήσουν «κάθε στρατιωτική βοήθεια» προς την Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών όπλων, και να αποσύρουν τους «επιθεωρητές, εκπαιδευτές, αξιωματικούς και στρατιώτες» τους από εκεί.
Πάντως θεωρείται ως θετικό και μόνο ότι πραγματοποιήθηκαν οι συνομιλίες, ασχέτως αν δεν απέδωσαν κανένα αποτέλεσμα μέχρι στιγμής.
Η Δύση σύμφωνα με τις ανακοινώσεις των δυτικών αξιωματούχων είναι έτοιμη να συνεχίσει τις προσπάθειες για διάλογο και να συνεργαστεί με την Ρωσική Ομοσπονδία μέσω ενός ουσιαστικού διαλόγου για την καλύτερη κατανόηση του άλλου.
Η Ρωσική πλευρά περιμένει απαντήσεις γραπτές στις προτάσεις της, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να καθοριστούν εκείνα τα εργαλεία στην διευθέτηση των διαφορών και τις περαιτέρω διαβουλεύσεις.
Ο Ρώσος Μόνιμος Αντιπρόσωπος στον ΟΑΣΕ, Αλεξάντερ Λουκάσεβιτς, δήλωσε κατά τη συνεδρίαση του Μόνιμου Συμβουλίου του οργανισμού, που ήταν ο τρίτος και τελευταίος γύρος των συνομιλιών ότι «το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι η συντονισμένη θέση της λεγόμενης συλλογικής Δύσης ωθεί στο γεγονός ότι δυστυχώς δεν λαμβάνουμε εποικοδομητική απάντηση στις προτάσεις μας…Αυτό είναι σίγουρα απογοητευτικό».