Η διαμόρφωση του μεταπολεμικού πολιτικού σκηνικού στην Δυτική Γερμανία από την στιγμή της ίδρυσης της την Άνοιξη του 1949 τόσο από το Σύνταγμα (Θεμελιώδης Νόμος) όσο και από τους άτυπους κανόνες που διέπουν το πολιτικό σύστημα είχε ένα αδιαμφισβήτητο σημείο αναφοράς:
Να μην ξαναγνωρίσει η χώρα την αστάθεια την ρευστότητα και την ακυβερνησία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης η οποία με “Δούρειο Ίππο” την απλή αναλογική οδήγησε σε μια πολυδιάσπαση, η οποία με την σειρά της έστρωσε το δρόμο για την επικράτηση των Ναζί.
Έτσι θεσπίσθηκε το όριο του 5% για να μπορεί ένα κόμμα να εκπροσωπείται τόσο στην Ομοσπονδιακή Βουλή, όσο και στις Δίαιτες των Ομόσπονδων Κρατιδίων με αποτέλεσμα οι πρώτες Εκλογές το 1949 να δώσουν τετρακομματική Βουλή με μετέχοντες τους Χριστιανοδημοκράτες, τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Φιλελεύθερους και τους Κομμουνιστές μέχρι οι τελευταίοι να τεθούν εκτός νόμου από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης το 1956.
Επί πλέον ο Θεμελιώδης Νόμος πρόβλεπε όχι την κλασική διαδικασία της πρότασης μομφής, έτσι όπως αυτή είναι καθιερωμένη στην κοινοβουλευτική παράδοση της Δύσης, αλλά την λεγόμενη εποικοδομητική ψήφο εμπιστοσύνης.
Με άλλα λόγια αν θες να ρίξεις την κυβέρνηση ή ακόμη και να προκαλέσεις πρόωρες εκλογές, τότε υπάρχει η διαδικασία της Εποικοδομητικής Ψήφου Εμπιστοσύνης που εκλέγει νέο Καγκελάριο η οδηγεί την χώρα σε πρόωρες Εκλογές μια διαδικασία που κινήθηκε δύο φορές, την πρώτη από τον Μπραντ το 1972 και τη δεύτερη από τον Σρέντερ το 2005, με στόχο την πρόωρη προσφυγή στις Κάλπες.
Οι Χριστιανοδημοκράτες, με επικεφαλής τον Αντενάουερ, κυβέρνησαν συνεχώς την χώρα από το 1949 μέχρι και το φθινόπωρο του 1966 με ήσσονα κυβερνητικό εταίρο το κόμμα των Φιλελευθέρων, FDP, που κάλυπτε τον χώρο του κέντρου μεταξύ της CDU-CSU και του SPD.
Το 1966 κατεγράφη για πρώτη φορά στην ιστορία της Δυτικής Γερμανίας ύφεση που είχε σαν αποτέλεσμα να πέσει η κυβέρνηση CDU-CSU και FDP υπό τον Έρχαρτ και να συγκροτηθεί η πρώτη κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού υπό τον Χριστιανοδημοκράτη Κίζιγκερ, με υπουργό εξωτερικών τον Μπραντ.
Η μεταπολεμική τρικομματική σταθερότητα με τους Φιλελευθέρους να είναι ο ήσσων εταίρος των Σοσιαλδημοκρατών στις κυβερνήσεις συνασπισμού με Καγκελάριους τους Μπραντ και Σμιτ ζούσε και βασίλευε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Τότε ο ηγέτης των Φιλελευθέρων και υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Σμιτ Γκένσερ εγκατέλειψε την συμμαχία με τους Σοσιαλδημοκράτες και μαζί με τους Χριστιανοδημοκράτες στήριξε την κυβέρνηση Κολ, τον Σεπτέμβριο του 1982.
Με την χώρα να είναι διαιρεμένη και να προβάλλει ως το πρώτο πεδίο μάχης των δύο μπλοκ σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, με την εγκατάσταση των πυραύλων μέσου βεληνεκούς Πέρσιγκ και Κρουζ, αλλά και τον πολλαπλασιασμό των πυρηνικών σταθμών ηλεκτρικού ρεύματος, η δυναμική ριζοσπαστική παρουσία του κόμματος των Πρασίνων έδωσε τετρακομματική σύνθεση στην μέχρι τότε τρικομματική Βουλή.
Στις πρώτες Εκλογές, μετά την πτώση του τείχους τον Δεκέμβριο του 1990, η Ομοσπονδιακή Βουλή έγινε πεντακομματική, με την είσοδο του πρώην Κ.Κ της Ανατολικής Γερμανίας υπό την ονομασία κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού.
Μετά την αποχώρηση του Λαφοντέν και της Ομάδας του από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, στις αρχές του 1999, δρομολογήθηκε η συνεργασία με το κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού που κατέληξε στην συγκρότηση της Αριστεράς (Linke).
Την Άνοιξη του 2013 μια ομάδα ευρωσκεπτικιστών πανεπιστημιακών ίδρυσε την Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) με στόχο την αποφυγή της δημοσιονομικής χαλάρωσης στην Ευρωζώνη με τον κοινό δανεισμό και την μεταφορά πόρων.
Με την εισροή του προσφυγικού – μεταναστευτικού κύματος, το 2015, η Εναλλακτική έπαψε να είναι μονοθεματικό κόμμα και επένδυσε στην ξενοφοβία και στον ρατσισμό.
Η είσοδος της στη Βουλή στις Εκλογές του 2017 κατέστησε την εθνική αντιπροσωπεία εξακομματική.
Να σημειωθεί ότι πολλοί παρατηρητές θεωρούν πιθανή την πλήρη ανεξαρτητοποίηση των Βαυαρών Χριστιανοσοσιαλιστών από την Χριστιανοδημοκρατία στην περίπτωση που η γερμανική Δεξιά περάσει στην αντιπολίτευση όποτε στην περίπτωση αυτή η Βουλή θα είναι επτακομματική!
Ταυτόχρονα με την πολυδιάσπαση του κομματικού φάσματος οι δημοσκοπήσεις προειδοποιούν ότι πλην της απίθανης με τα σημερινά δεδομένα νέας συγκυβέρνησης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, όλα τα υπόλοιπα μετεκλογικά κυβερνητικά σενάρια απαιτούν την συνεργασία τριών κομμάτων για να υπάρξει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Νέα δεδομένα που αν μη τι άλλο δεν δυσκολεύουν μόνον τις μετεκλογικές διαπραγματεύσεις αλλά υποθηκεύουν την απόλυτη μέχρι στιγμής βεβαιότητα ότι όποια συμφωνία συγκυβέρνησης και αν υπογραφεί θα έχει εγγυημένο ορίζοντα τετραετούς διάρκειας.
Δίχως αμφιβολία η Γερμανία όποια και αν είναι τα αποτελέσματα της κάλπης και όποια κυβέρνηση και αν συγκροτηθεί εισέρχεται σε μια περίοδο μειωμένης σταθερότητας και προβλεψιμότητας.