Το αμερικανικό περιοδικό The New Yorker δημοσίευσε άρθρο στο οποίο αναλύει την πιθανότητα έναρξης διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.
Το άρθρο περιέχει επιχειρήματα υπέρ των διαπραγματεύσεων, τα οποία διατυπώνονται από τον Σάμιουελ Σαράπ, εμπειρογνώμονα της γνωστής αμερικανικής δεξαμενής σκέψης RAND.
Κατά τη γνώμη του, καμία από τις δύο πλευρές δεν διαθέτει τους πόρους για να βγάλει πλήρως την άλλη από τη μάχη. Το δημοσίευμα υπενθυμίζει ότι και άλλοι αναλυτές, κυρίως ο στρατηγός Μαρκ Μίλεϊ, πρόεδρος του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, εξέφρασαν παρόμοια άποψη.
Ο Σαράπ λέει ότι υπάρχουν προηγούμενα για τη διαπραγμάτευση με φόντο τις μάχες όπως τον πόλεμο της Κορέας. Βοήθησε να τερματιστεί πιο γρήγορα, αποφεύγοντας περιττές άσκοπες απώλειες. Δεδομένου ότι το στρατιωτικό αδιέξοδο στην Κορέα, όπως και τώρα στην Ουκρανία, ήταν προφανές.
Ο αναλυτής αμφισβητεί επίσης το επιχείρημα ορισμένων Αμερικανών αξιωματούχων ότι όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος, τόσο περισσότερο αποδυναμώνεται η Ρωσία. Ο Σαράπ πιστεύει ότι αυτός ο στόχος [αποδυνάμωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας] έχει ήδη επιτευχθεί και η συνέχιση του πολέμου δεν προσθέτει τίποτα σε αυτόν, και πιθανότατα θα δημιουργήσει νέα προβλήματα. «Μια αποδυναμωμένη Ρωσία είναι καλή, αλλά μια εντελώς απομονωμένη, αποψυγμένη Ρωσία, μια Ρωσία σαν τη Βόρεια Κορέα, δεν είναι τόσο καλή», πιστεύει ο Σαράπ.
Αμφισβητεί επίσης ένα από τα πιο συνηθισμένα επιχειρήματα κατά των διαπραγματεύσεων και των συμβιβασμών με τη Ρωσία – ότι αν συμφωνήσει κανείς σε εδαφικές παραχωρήσεις στον Πούτιν, αυτός θα αποφασίσει ότι οι κατακτητικοί πόλεμοι λειτουργούν και θα επιτεθεί σε κάποια άλλη χώρα.
Ο Σαράπ παραδέχεται ότι ο Πούτιν μπορεί πράγματι να έχει τέτοια σχέδια. Αλλά άλλο πράγμα είναι η φιλοδοξία και άλλο οι ρεαλιστικές δυνατότητες. Κατά τη γνώμη του, ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε ότι η Ρωσία δεν έχει δυνατότητες για νέες κατακτήσεις.
Είπε επίσης ότι οι ΗΠΑ και η Ουκρανία θα πρέπει να συνεργαστούν για να καθορίσουν τους όρους με τους οποίους θα σταματήσει ο πόλεμος, αλλά η πλήρης επιστροφή των εδαφών είναι απίθανη. Λέει ότι οι απόψεις της Ουκρανίας θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, αλλά θα ήταν «πονηρό» να πιστεύει κανείς ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν «καμία δυνατότητα με οποιονδήποτε τρόπο» να την επηρεάσουν.
«Πιστεύουμε ότι μπορούμε να τους δώσουμε συμβουλές για τα πάντα στον κόσμο, αλλά όχι για τον τερματισμό του πολέμου;», ρωτά ρητορικά ο αναλυτής.
Ταυτόχρονα, δεν βλέπει καμία επιλογή για τον τερματισμό του πολέμου χωρίς εδαφικές παραχωρήσεις από το Κίεβο.
«Δεν νομίζω ότι η Ουκρανία πρέπει απαραίτητα να κάνει παραχωρήσεις. Απλά δεν βλέπω την εναλλακτική λύση ότι αυτό θα είναι το τέλος», πρόσθεσε.
Ο αναλυτής αποκαλεί την τρέχουσα κατάσταση «φωτιά της υψηλότερης κατηγορίας πολυπλοκότητας» και λέει ότι «τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν πολύ, πολύ χειρότερα» εάν δεν ενεργοποιηθούν οι διαπραγματεύσεις.
Στο δημοσίευμα μίλησε επίσης κι ένας πρώην Ουκρανός αξιωματούχος. Πιστεύει ότι αυτή τη στιγμή «καμία πλευρά δεν έχει αρκετή θέληση για να σταματήσουν οι μάχες» και οι Ουκρανοί δεν είναι έτοιμοι να παραδώσουν εδάφη, αλλά η στάση τους μπορεί να αλλάξει όταν «απολύτως όλοι θα γνωρίζουν κάποιον νεκρό ή τραυματία». Σύμφωνα με τον πρώην αξιωματούχο αυτό δεν συμβαίνει ακόμη, αλλά όλα βαίνουν προς αυτό.
Υπενθυμίζεται ότι ο αρθρογράφος του Bloomberg Αντρέας Κλουθ πιστεύει ότι η Ουκρανία δεν είναι κατάλληλη για μεταπολεμικές εγγυήσεις στο μοντέλο της Γερμανίας και του Ισραήλ. Ο δημοσιογράφος θεωρεί ότι η κορεατική επιλογή – το πάγωμα του πολέμου κατά μήκος της πρώτης γραμμής χωρίς διαπραγματεύσεις που θα είναι επιτυχείς – είναι η «καλύτερη διαθέσιμη».