Μια πτυχή του πρόσφατιου ταξιδιού της Προέδρου της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, στην Ταϊβάν που έχει παραβλεφθεί σε μεγάλο βαθμό είναι η συνάντησή της με τον Μαρκ Λούι, πρόεδρο της Taiwan Semiconductor Manufacturing Corporation (TSMC). Το ταξίδι της Νάνσι Πελόζι συνέπεσε με τις προσπάθειες των ΗΠΑ να πείσουν την TSMC, δηλαδή τον μεγαλύτερο κατασκευαστή επεξεργαστών στον κόσμο από τον οποίο εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό οι ΗΠΑ, να δημιουργήσει μια παραγωγική βάση στις ΗΠΑ και να σταματήσει να κατασκευάζει προηγμένα τσιπ για κινεζικές εταιρείες.
Η υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ταϊβάν βασίζεται, σύμφωνα με σχετική δημοσίευση του «Conversation», ιστορικά στην αντίθεση της Ουάσινγκτον στην κομμουνιστική κυριαρχία του Πεκίνου. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η αυτονομία της Ταϊβάν έχει αποκτήσει ζωτικό γεωπολιτικό ενδιαφέρον για τις ΗΠΑ λόγω της κυριαρχίας του νησιού στην αγορά κατασκευής επεξεργαστών, σύμφωνα με σχετική δημοσίευση του «Register».
Οι ημιαγωγοί, δηλαδή οι επεξεργαστές για υπολογιστές και άλλα τεχνολογικά προϊόντα, είναι αναπόσπαστο στοιχείο όλων των συσκευών που έχουν κυριαρχήσει στη ζωή μας, καθώς επίσης μπορούν να φέρουν και προηγμένες στρατιωτικές εφαρμογές.
Για παράδειγμα, το δίκτυο του 5G επιτρέπει έναν κόσμο συνδεδεμένων συσκευών κάθε είδους που λέγεται το «Διαδίκτυο των πραγμάτων» («Internet of Things»), αλλά και μια νέα γενιά όπλων. Έχοντας αυτό κατά νου, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι άρχισαν να συνειδητοποιούν κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ ότι οι αμερικανικές εταιρείες σχεδιασμού επεξεργαστών, όπως η Intel, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από αλυσίδες εφοδιασμού με έδρα την Ασία για την κατασκευή των προϊόντων τους.
Ταϊβάν όπως λέμε Σαουδική Αραβία
Η θέση της Ταϊβάν στον κόσμο της κατασκευής επεξεργαστών είναι λίγο σαν τη θέση της Σαουδικής Αραβίας στον OPEC. Η TSMC κατέχει μερίδιο 53% της παγκόσμιας αγοράς χυτηρίων (εργοστάσια που αναλαμβάνουν εργολαβικά να κατασκευάσουν τσιπ που έχουν σχεδιαστεί σε άλλες χώρες). Άλλοι κατασκευαστές με έδρα την Ταϊβάν διεκδικούν ένα επιπλέον 10% της αγοράς.
Ως αποτέλεσμα των προαναφερθέντων, η σχετική έκθεση 100 ημερών της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν Μπάιντεν για τις αλυσίδες εφοδιασμού υποστήριζε το εξής: «Οι ΗΠΑ εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από μια μόνο εταιρεία, την TSMC, για την παραγωγή των κορυφαίων επεξεργαστών». Το γεγονός, λοιπόν, ότι μόνο η TSMC από την Ταϊβάν και η Samsung από τη Νότια Κορέα μπορούν να κατασκευάσουν τους πιο προηγμένους επεξεργαστές, μεγέθους πέντε νανομέτρων, «θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα εφοδιασμού των σημερινών και μελλοντικών αναγκών [των ΗΠΑ] σε θέματα εθνικής ασφάλειας και κρίσιμων υποδομών».
Αυτό σημαίνει ότι ο μακροπρόθεσμος στόχος της Κίνας για επανένωση με την Ταϊβάν είναι πλέον πιο απειλητικός για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Στο Ανακοινωθέν της Σαγκάης του 1971 και στον Νόμο περί Σχέσεων με την Ταϊβάν του 1979, οι ΗΠΑ αναγνώρισαν την πολιτική της «Μίας Κίνας», αλλά για τις ΗΠΑ είναι αδιανόητο ότι η TSMC, με έδρα στην Ταϊβάν, θα μπορούσε κάποια ημέρα να ελέγχεται εξ ολοκλήρου από το Πεκίνο.
«Τεχνολογικός πόλεμος»
Για τον λόγο αυτό, οι ΗΠΑ προσπαθούν να προσελκύσουν την TSMC στις ΗΠΑ προκειμένου να αυξήσουν την εγχώρια παραγωγή επεξεργαστών. Το 2021, με την υποστήριξη της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν, η εταιρεία αγόρασε μια τοποθεσία στην Αριζόνα στην οποία θα κατασκευάσει ένα αμερικανικό εργοστάσιο, αλλά αυτό έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το 2024.
Το Κογκρέσο των ΗΠΑ μόλις ψήφισε τον Νόμο περί Επεξεργαστών και Επιστήμης, ο οποίος παρέχει επιδοτήσεις ύψους 52 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ για τη στήριξη της κατασκευής τσιπ στις ΗΠΑ. Ωστόσο, οι εταιρείες θα λάβουν χρηματοδότηση από τον συγκεκριμένο Νόμο μόνο εάν συμφωνήσουν να μην κατασκευάζουν προηγμένους επεξεργαστές για κινεζικές εταιρείες, σύμφωνα με σχετική δημοσίευση του Bloomberg. Αυτό σημαίνει ότι η TSMC και άλλες εταιρείες ενδέχεται να πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της δραστηριοποίησής τους στην Κίνα και στις ΗΠΑ, επειδή το κόστος κατασκευής στις ΗΠΑ θεωρείται πολύ υψηλό χωρίς κρατικές επιδοτήσεις.
Όλα αυτά αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου «τεχνολογικού πολέμου» μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, στο πλαίσιο του οποίου οι ΗΠΑ επιδιώκουν να περιορίσουν την τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας και να την εμποδίσουν να ασκήσει ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια τεχνολογία. Μάλιστα, το 2020, σύμφωνα με σχετική δημοσίευση της DW, η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε εξοντωτικές κυρώσεις στον κινεζικό τεχνολογικό γίγαντα της Huawei, οι οποίες είχαν ως στόχο να αποκόψουν την εταιρεία από την TSMC, από την οποία εξαρτιόταν για την παραγωγή επεξεργαστών υψηλής τεχνολογίας που απαιτούνται για την ανάπτυξη υποδομών δικτύου 5G.
Η Huawei ήταν ο κορυφαίος προμηθευτής εξοπλισμού δικτύου 5G στον κόσμο, αλλά οι ΗΠΑ φοβήθηκαν ότι η κινεζική προέλευση της εταιρείας αποτελούσε κίνδυνο για την ασφάλειά τους, αν και ο ισχυρισμός αυτός έχει αμφισβητηθεί, σύμφωνα με σχετική δημοσίευση του αμερικανικού think tank «Center for a New American Security (CNAS)». Οι κυρώσεις εξακολουθούν να ισχύουν επειδή τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι όσο και οι Δημοκρατικοί θέλουν να εμποδίσουν άλλες χώρες να χρησιμοποιούν τον εξοπλισμό της Huawei για δίκτυα 5G. Ακόμα, η βρετανική κυβέρνηση είχε αρχικά αποφασίσει να χρησιμοποιήσει εξοπλισμό της Huawei σε ορισμένα τμήματα του δικτύου 5G του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι κυρώσεις της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ, όμως, ανάγκασαν το Λονδίνο να ανακαλέσει την απόφαση αυτή, σύμφωνα με σχετική δημοσίευση του Reuters.
Ένας βασικός στόχος των ΗΠΑ φαίνεται να είναι ο τερματισμός της εξάρτησής τους από τις αλυσίδες εφοδιασμού στην Κίνα ή στην Ταϊβάν για «αναδυόμενες και θεμελιώδεις τεχνολογίες», οι οποίες περιλαμβάνουν προηγμένους επεξεργαστές που απαιτούνται για τα συστήματα 5G, αλλά μπορεί να περιλαμβάνουν και άλλες ανεπτυγμένες τεχνολογίες μελλοντικά.
Το ταξίδι της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν αφορούσε, λοιπόν, κάτι περισσότερο από την κρίσιμη θέση της Ταϊβάν στον «τεχνολογικό πόλεμο», αλλά η κυριαρχία της πιο σημαντικής εταιρείας της έχει προσδώσει στο νησί μια νέα και κρίσιμη γεωπολιτική σημασία που είναι πιθανό να εντείνει τις υπάρχουσες εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας σχετικά με το καθεστώς του νησιού. Έχει, επίσης, εντείνει τις προσπάθειες των ΗΠΑ να «επανατοποθετήσουν» την παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού επεξεργαστών.