Ο πρίγκιπας Ουίλιαμ γνώρισε την Κέιτ Μίντλετον όταν οι δυο τους ήταν φοιτητές, στο πανεπιστήμιο του Saint Andrew’s, σε ηλικία μόλις 19 ετών. Γρήγορα, η φιλία τους εξελίχθηκε σε μια σχέση, η οποία κράτησε για 10 ολόκληρα χρόνια -αν εξαιρέσουμε ένα σύντομο χωρισμό το 2007- μέχρι τη στιγμή που η Κέιτ αποφάσισε να πει το «Ναι»στην πρόταση γάμου που της έκανε ο Δούκας του Κέιμπριτζ. Μάλιστα, μόλις πληροφορήθηκε για τα χαρμόσυνα νέα, είναι γνωστό ότι ο πρίγκιπας Κάρολος αστειεύτηκε πως ήταν «καιρός τους», αφού «είχαν κάνει αρκετή εξάσκηση».
Ο αρραβώνας αυτός εγκαινίασε μια νέα εποχή στην ιστορία της βρετανικής μοναρχίας, καθώς πρόκειται για την πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή που ένα εξέχον μέλλον της βασιλικής οικογένειας με αξιώσεις, μάλιστα, για το θρόνο, παντρεύτηκε μια «κοινή θνητή».
Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό, ωστόσο, είναι πως ο Βρετανός γαλαζοαίματος «έσπασε» μια αρχαία βασιλική παράδοση όταν αποφάσισε να κάνει πρόταση γάμου στην αγαπημένη του.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης που έδωσε το πριγκιπικό ζεύγος το 2010 αμέσως μετά τον αρραβώνα, ο Ουίλιαμ αποκάλυψε ότι αποφάσισε να μη ζητήσει το χέρι της Κέιτ από τον πατέρα της (όπως επιτάσσει η βασιλική παράδοση), προτού γονατίσει μπροστά της και της προσφέρει το δαχτυλίδι της μητέρας του, πριγκίπισσας Νταϊάνα.
Ο λόγος; Φοβόταν ότι ο πατέρας της Δούκισσας του Κέιμπριτζ μπορεί να μην ήταν θετικός στην πρότασή του.
«Λοιπόν, ήμουν διχασμένος γιατί σκεφτόμουν να ρωτήσω πρώτα τον πατέρα της Κέιτ και μετά συνειδητοποίησα ότι θα μπορούσε να πει όχι. Οπότε, σκέφτηκα ότι εάν ρωτήσω πρώτα την Κέιτ, τότε ο πατέρας της δεν θα μπορούσε να αρνηθεί. Έτσι, το έκανα ανάποδα. Κατάφερα να μιλήσω με τον Μάικ αμέσως μετά την πρόταση και κάπως έτσι έγιναν όλα», εξομολογήθηκε ο πρίγκιπας Ουίλιαμ.