Οι ιταλικές Aρχές επιβεβαίωσαν, το Σάββατο (21/9), το αίτημα για πρόσθετη ασφάλεια γύρω από το ναυάγιο του πολυτελούς γιοτ «Bayesian», το οποίο βυθίστηκε τον Αύγουστο στη Σικελία, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους επτά άτομα, μεταξύ των οποίων και ο Βρετανός επιχειρηματίας τεχνολογίας, Μάικ Λιντς, αφού εκφράστηκαν φόβοι ότι υλικό σε χρηματοκιβώτια επί του σκάφους θα μπορούσε να ενδιαφέρει ξένες κυβερνήσεις.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Guardian, Ιταλοί εισαγγελείς φοβούνται ότι επίδοξοι κλέφτες θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να φτάσουν στο ναυάγιο προκειμένου να λεηλατήσουν ακριβά κοσμήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα επί του σκάφους, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων πληροφοριών, όπως μετέδωσε και το CNN, επικαλούμενο ανώνυμες πηγές.
Μάλιστα, οι Αρχές φέρονται να ανησυχούν ότι δύο υπερ-κρυπτογραφημένοι σκληροί δίσκοι στα χρηματοκιβώτια του βυθισμένου σκάφους θα μπορούσαν να πέσουν σε λανθασμένα χέρια. Το σκάφος βυθίστηκε κατά τη διάρκεια μιας σφοδρής καταιγίδας στα ανοικτά της Σικελίας στις 19 Αυγούστου, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους οι επτά από τους 22 επιβάτες, αλλά και το πλήρωμα που επέβαινε σε αυτό – μεταξύ των οποίων ο 59χρονος Μάικ Λιντς και η 18χρονη κόρη του, Χάνα.
Από την πλευρά τους, οι ιταλικές Αρχές επιβεβαίωσαν ότι οι σκληροί δίσκοι θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν ξένες κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και της Κίνας, και ζήτησαν να φυλάσσεται στενά το σκάφος με επιφανειακή και υποβρύχια επιτήρηση.
«Έγινε δεκτό και υλοποιήθηκε επίσημο αίτημα για πρόσθετη ασφάλεια των συντριμμιών μέχρι να μπορέσει να γίνει η ανέλκυσή τους», όπως δήλωσε στο CNN ο Φραντσέσκο Βενούτο από την Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας της Σικελίας. Οι ανησυχίες επικεντρώνονται στους σκληρούς δίσκους που φέρεται να είχε μαζί του ο Μάικ Λιντς. Επιζώντες φέρεται να είπαν στους Ιταλούς εισαγγελείς ότι ο επιχειρηματίας «δεν εμπιστευόταν τις [διαδικτυακές] υπηρεσίες cloud» και κρατούσε τα δεδομένα του μαζί του. Ο Μάικ Λιντς πιστεύεται ότι είχε διασυνδέσεις με βρετανικές, αμερικανικές και άλλες υπηρεσίες πληροφοριών και είχε πουλήσει την Darktrace, μια εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης κυβερνοασφάλειας που είχε ιδρύσει, στον Αμερικανό δισεκατομμυριούχο, Ορλάντο Μπράβο, συνιδρυτή και διευθύνοντα σύμβουλο της Thoma Bravo με έδρα το Σικάγο, ύστερα από μια συμφωνία ύψους 5 δισ. δολαρίων που έγινε νωρίτερα φέτος.
Η εταιρεία με έδρα το Κέιμπριτζ ιδρύθηκε το 2013 από τον Στίβεν Χάξτερ, υψηλόβαθμο στέλεχος της ομάδας κυβερνοάμυνας της MI5, ο οποίος έγινε διευθύνων σύμβουλος της Darktrace. Ο Στίβεν Χάξτερ προσέλαβε ως διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας τον Άντριου Φρανς, έναν βετεράνο 30 ετών της GCHQ, της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών και ασφάλειας. Ο πρώην επικεφαλής της MI5, Τζόναθαν Έβανς, συμμετείχε επίσης στο διοικητικό συμβούλιο της Darktrace, μαζί με τον Τζιμ Πένροουζ, βετεράνο της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των ΗΠΑ με 17ετή θητεία, μεταξύ άλλων στον τομέα της ασφάλειας, σύμφωνα με το Politico.
Η προηγούμενη εταιρεία του Μάικ Λιντς, η Autonomy, την οποία πούλησε στη Hewlett-Packard το 2011, συνδεόταν επίσης με κυβερνητικές υπηρεσίες του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ και φέρεται να ειδικεύεται σε «προηγμένα συστήματα υποκλοπής υπολογιστών».
Έχει αρχίσει ποινική έρευνα για το ναυάγιο
Ο κίνδυνος ότι οι σκληροί δίσκοι του Λιντς που περιέχουν άκρως απόρρητες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων κωδικών πρόσβασης και άλλων ευαίσθητων δεδομένων, θα μπορούσαν να πέσουν στα χέρια ξένων παραγόντων, τέθηκε από αξιωματούχο που εμπλέκεται στα σχέδια διάσωσης, ο οποίος ζήτησε να μην κατονομαστεί, σύμφωνα με το CNN. Οι δύτες ερευνούν το σκάφος «Bayesian» με απομακρυσμένες κάμερες πριν από την ανέλκυσή του. Αναμένεται να ολοκληρώσουν τις έρευνες στο ναυάγιο εντός της επόμενης εβδομάδας.
Επίσης, οι Ιταλοί εισαγγελείς έχουν αρχίσει ποινική έρευνα για τη βύθιση του σκάφους, η οποία έγινε την ώρα που ο Μάικ Λιντς, τα μέλη της οικογένειάς του, ο δικηγόρος του και ο τραπεζίτης του γιόρταζαν την αθώωσή του, που έγινε τον Ιούνιο, για τις κατηγορίες περί απάτης που αφορούσαν την πώληση της Autonomy στη Hewlett-Packard για 11 δισ. δολάρια το 2011.
Η Hewlett-Packard δήλωσε πρόσφατα ότι σχεδίαζε να ασκήσει αστική αγωγή ύψους 4 δισ. δολαρίων κατά της περιουσίας του Μάικ Λιντς, υποστηρίζοντας ότι η κίνηση αυτή ήταν «προς το συμφέρον των μετόχων», σε μια απόφαση πολιτικού δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου του 2022 σχετικά με την εξαγορά.