Λέγεται ότι ο, πανάκριβος, Σταν Γκρίνμπεργκ – από τους κορυφαίους παγκοσμίως στο φαιό πολιτικό μάρκετινγκ – που σκηνοθετεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη για πολλά χρόνια, χρησιμοποίησε δυο συνταγές για την επικράτηση του.
Πρώτη ήταν η «αρνητική διαφήμιση» για τους αντιπάλους του. Αντί να στηρίξει τη δημόσια παρουσία του στα πολιτικά προσόντα του – που δεν περίσσευαν άλλωστε – οργάνωσε την εξόντωση των άλλων.
Είτε φορτίζοντας αρνητικά κυρίως το όνομα του Τσίπρα, είτε επεμβαίνοντας στα εσωτερικά άλλων κομμάτων – όπως προκύπτει από πλήθος ενδείξεων για το Ποτάμι, το ΠΑΣΟΚ και τα μορφώματα της Ακροδεξιάς.
Η δεύτερη ήταν η πολιτική – από την περίοδο των αντιπολιτευτικών υποσχέσεων, μέχρι τις κυβερνητικές δράσεις που ακολούθησαν – πρωτίστως υπέρ του 30% των Ελλήνων. Με τον υπολογισμό ότι η προνομιούχα μειοψηφία, θα πιέζει για λογαριασμό του και τους υπολοίπους.
Η αμοιβή του Αμερικανού «γκουρού» – που δεν ανακοινώθηκε ποτέ- δεν ήταν πεταμένα λεφτά. Το σύστημα Μητσοτάκη πέτυχε και τους δυο στόχους . Και με τη συνδρομή των Συριζαίων, κέρδισε δυο εκλογικές αναμετρήσεις ,τη μία πιο άνετα από την άλλη.
Οι αθέμιτες πρακτικές που χρησιμοποίησε, είχαν χειροπιαστό αποτέλεσμα- που ψιμυθιώνεται με τις μεθόδους της – εμφανούς και άδηλης- επικοινωνίας. Αλλά δεν κρύβεται πλέον…
Φορολογούν, ισχυριζόμενοι ότι μειώνουν τον… αριθμό των φόρων. Κόβουν δαπάνες που προορίζονται για την κοινωνία, προβάλλοντας ότι αναβαθμίζουν τομείς που την αφορούν, όπως η δημόσια υγεία και το εκπαιδευτικό σύστημα.
Πριμοδοτούν με κάθε τρόπο την καρτελοποίηση της αγοράς, μεταφέροντας «ύλη» σε «αλυσίδες» και ολιγοπώλια. Εμφανίζουν ως ανάπτυξη τα υπερκέρδη ενός κλειστού αριθμού επιχειρήσεων και το πρωτογενές υπερπλεόνασμα ως δημοσιονομικό «νοικοκύρεμα».
Γεμίζουν τα δημόσια ταμεία, εκποιώντας τυφλά την περιουσία του κράτους – χωρίς να ρωτήσουν τον ελληνικό λαό, ως νόμιμο ιδιοκτήτη της – συχνά δανείζοντας τις τραπεζικές αποταμιεύσεις των Ελλήνων στους αγοραστές – και το εμφανίζουν ως επενδύσεις και οικονομική άνθιση.
Διευρύνουν τις ανισότητες με την αναδιανομή εισοδήματος από τους πολλούς στους λίγους, εξοντώνουν τη μεσαία τάξη, διαλύουν το κράτος πρόνοιας , καταργούν δικαιώματα και μεγαλώνουν τη φτώχεια, μεταφέροντας μεγάλους όγκους πληθυσμού στην περιοχή της εξαθλίωσης.
Αλλά στην πολιτική υπάρχει πάντα πόιντ σύστεμ. Η ποσοτική συσσώρευση που προκαλεί τη λαϊκή αντίδραση γίνεται σταδιακά.
Η κακοδιαχείριση, η φαυλότητα, ο κομματισμός, η εύνοια σε ημέτερους, η κατάλυση των θεσμών – με την άλωση της Δικαιοσύνης, τις υποκλοπές και τον ευτελισμό του Κοινοβουλίου – η πολιτική εξαχρείωση και η σήψη του πολιτικού συστήματος , δια της συναλλαγής με τους ισχυρούς των μίντια και του χρήματος, καταδικάζονται πλέον μαζικά και ηχηρά.
Απόδειξη η κάλπη των ευρωεκλογών και στη συνέχεια τα συλλαλητήρια για τα Τέμπη και το κράτος Δικαίου.
Παγιδευμένος στην πολιτική του – αλλά και στη νοοτροπία του -ο Πρωθυπουργός, έσπευσε να αυτοπροστατευθεί, μοιράζοντας χάντρες και καθρεφτάκια.
Θα διανείμει -… σε εφτά μήνες!- ένα μικρό υποπολλαπλάσιο όσων έχει υφαρπάξει η κυβέρνηση του από τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, δια της φορολογίας και της συρρίκνωσης κοινωνικών δαπανών.
Ως πολιτικός χειρισμός θα μπορούσε να είναι εμπνευσμένο από τον Ελύτη: «Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά». Αλλά αυτόν τον ποιητή τον διεκδικεί ο…Σαμαράς!
Η αντίδραση Μητσοτάκη περισσότερο σε Καβάφη δείχνει: «Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω, στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος».