Η τετραήμερη αναμπουμπούλα στη Βουλή – κοινοβουλευτικό διάλογο δεν την έλεγες – πήγαινε προς το τέλος της χωρίς νικητή.
Η αντιπολίτευση δεν πέτυχε να κλονίσει τον Μητσοτάκη, μεταφέροντας το παιχνίδι από τους ανοιχτούς χώρους της κοινωνίας, όπου ο pρωθυπουργός δεν ελέγχει τίποτε, στο κοινοβούλιο όπου ελέγχει τα πάντα και κυρίως το αποτέλεσμα. Οπότε για την κυβέρνηση: Τι είχαμε, τι χάσαμε…
Λίγο, όμως, πριν το λήξει ο Νικήτας – στο πρώτο μεγάλο σφύριγμα ως Πρόεδρος – φάνηκε πόσο μοιάζει η πολιτική με το ποδόσφαιρο: Ήλθε «από πίσω», σαν «κρυφός κυνηγός», ο Αντώνης Σαμαράς και σημείωσε το μοναδικό γκολ της αναμέτρησης. Σε βάρος του Μητσοτάκη. Υπέρ της έννοιας «αντιπολίτευση», αλλά όχι και της πολύχρωμης συνεργασίας μιας χρήσης των κομμάτων που κατέθεσαν την πρόταση μομφής.
Με τις δικές του ομιλίες, ο πρωθυπουργός έκανε «κονσομασιόν» στη διογκούμενη Ακροδεξιά – που λεηλατούν Βελόπουλοι και Λατινοπούλες – αφού είχαν ήδη αποτύχει οι προερχόμενοι από την Ακροδεξιά υπουργοί του: Όσες φορές μίλησαν, τα έκαναν χειρότερα.
Ωστόσο, εκεί που νόμιζε ότι έστησε γέφυρες με τους ψηφοφόρους που αντιμετωπίζει ως απολωλότα πρόβατα, ανέβηκε στο βήμα ο Σαμαράς και τις γκρέμισε. Συν κάτι παραπάνω: Άνοιξε ρήγμα εντός της Ν.Δ. με τη φράση: «Η λαϊκή κατακραυγή δεν αντανακλά στην παράταξη».
Σε απλή μετάφραση: Η κοινωνία ξεσηκώνεται κατά του Μητσοτάκη και όχι κατά της Ν.Δ. Το μήνυμα προς την ευθύτερη «παράταξη» ήταν: Εγώ είμαι περισσότερο Ν.Δ. από αυτόν που με διέγραψε.
Οι τέσσερις παράμετροι και ο Αντώνης Σαμαράς
Έτσι, η τελετή της «πρότασης μομφής» απέκτησε και τέταρτη παράμετρο.
Μία ήταν ότι στη Ν.Δ. η πιο ρωμαλέα φωνή κατά του Μητσοτάκη ήταν ο πρώην πορτ παρόλ του, Γιάννης Οικονόμου, και πάντως όχι ο επίδοξος διάδοχός του.
Δεύτερη: Στη διεκδίκηση του ακροδεξιού ακροατηρίου ο Μητσοτάκης είχε ως μόνο κοινοβουλευτικό αντίπαλο κάποιον που εναλλάσσει την πολιτική με το εμπόριο κηραλοιφών – και άλλων θεραπευτικών σκευασμάτων – με αγορασμένους χρόνους, σε περιθωριακά κανάλια.
Τρίτο επιβεβαίωσε τις ανεπάρκειες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, των οποίων οι επικεφαλής δεν βρίσκουν «επαφή» με τους οργισμένους πληθυσμούς των συλλαλητηρίων. Έμειναν σε μεγαλοστομίες για εκλογές που δεν μπορούν να έχουν, αλλά ούτε και να κερδίσουν.
Ο Μητσοτάκης μάλλον τους έστειλε λουλούδια για έμπνευσή τους να του προσφέρουν αυτό που περιέγραψε ο Λυσίας πριν από 24 αιώνες: «Οὐ πολλοῦ δέω χάριν ἔχειν, ὦ βουλή, τῷ κατηγόρῳ, ὅτι μοι παρεσκεύασε τὸν ἀγῶνα τουτονί…».
Χάρη του έκαναν. Έβαλε τους «γαλάζιους» βουλευτές να τον χειροκροτούν δουλικά – με την Ντόρα στο πρώτο έδρανο σε ρόλο κλακαδόρου – και διάφορους γραφικούς να κοιτάζουν με λατρεία: Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθεις εν τω ανασχηματισμώ σου.
Γραδάρισε ποιοι υπουργοί είναι ώρα να πάνε για «ρόδα μυρωμένα κρίνους ανθούς και πασχαλιές» ,που έλεγε και ο Βουτσάς στο «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης». Και με την ευκαιρία, έκανε και μια ανθρωποθυσία – μέρα που ξημέρωνε.
Η τέταρτη παράμετρος ήταν η «πυροβολαρχία του ενός». Ο προκάτοχός του τον σφυροκόπησε ως ξένο σώμα στον κύκλο ηθικών αξιών και πολιτικών προσταγμάτων της παραδοσιακής Ν.Δ. Το πλήγμα ενισχύθηκε όταν στο τέλος πέντε βουλευτές τον χειροκρότησαν. Δεν ήταν πολλοί, αλλά το μείγμα είχε και την – καραμανλική – δόση του Στυλιανίδη…
Ο Μεσσήνιος ιντριγκαδόρος δεν διαθέτει πολεμοφόδια για νέο 1993. Όσοι, όμως, θέλουν έναν καλό σκοπό για να στραφούν κατά του Μητσοτάκη, άκουσαν να τον τραγουδάει: «Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή…».