«Ένας πρόεδρος δεν έπρεπε να τα λέει αυτά» – για θυμηθούμε το βιβλίο των δημοσιογράφων της γαλλικής εφημερίδας Le Monte, για τον Φρανσουά Ολάντ.
Στην περίπτωση του Κυριάκου Μητσοτάκη αυτά που «δεν έπρεπε να λέει», ήταν οι ισχυρισμοί του στο κυριακάτικο «κήρυγμα», για τα συλλαλητήρια της Παρασκευής.
Δεν τα παρακολούθησε; Δεν διαβάζει τι του γράφουν για ανάρτηση; Έχασε το μέτρο; Πάντως δεν ήταν αυτά που υποστήριξε: ούτε μνημόσυνο, ή αίτημα για «αλήθεια και δικαιοσύνη», ούτε προτροπή στον ίδιο να «εγγυηθεί προσωπικά» ότι θα υπάρχει ασφαλής σιδηρόδρομος Αθήνα – Θεσσαλονίκη το… 2027!
Ήταν καταγγελία για τον ίδιο, την πολιτική του, τη συγκάλυψη, τα ψεύδη. Για τη συκοφάντηση των κινητοποιήσεων, ως επιχειρήσεις της αντιπολίτευσης για αποσταθεροποίηση της χώρας και διασάλευση της ομαλότητας.
Το μόνο που αποσταθεροποιήθηκε ήταν η κυβέρνησή και την ομαλότητα διασάλευσε μόνο ο «επαγγελματισμός» των ΜΑΤ – συμπληρωματικά με τους κουκουλοφόρους.
Ωστόσο ο Πρωθυπουργός, κρατώντας πάντα το κεφάλι στην άμμο, κατέληγε: «Τα υπόλοιπα θα τα πούμε στη Βουλή». Εννοούσε την αναμέτρηση του με τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Το είπε σαν να είναι το μόνο πράγμα τελευταία – που τον έχουν στη γωνία οι Ευρωπαίοι, τον βλέπουν αφ’ υψηλού οι Τούρκοι, τον περιμένουν στη γωνία οι Αμερικανοί και τον αποδοκιμάζουν στους δρόμους οι Έλληνες – που αναμένει ασμένως.
Αυτό παραπέμπει στην παλιά συζήτηση: είναι καλή ιδέα η κατάθεση «πρότασης δυσπιστίας»; Μήπως στην πράξη παραπέμπει στη θρυλική ατάκα του Λίνεκερ για το ποδόσφαιρο: «παίζουμε για 90 λεπτά και στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί»;
Είναι το έσχατο κοινοβουλευτικό εργαλείο που διαθέτει η αντιπολίτευση. Αλλά πότε πρέπει να το χρησιμοποιεί και με ποιο στόχο;
Εν προκειμένω δεν θα «ντραπεί η ντροπή». Δεν θα παραιτηθεί συντετριμμένη η κυβέρνηση, ούτε ο Πρωθυπουργός θα «δεσμευτεί προσωπικά» ότι – αφού είναι τόσο άσχημα τα πράγματα εξ αιτίας του – θα καταφύγει σε μοναστήρι, για να συγχωρεθούν τα ανόμημα του.
Στην πολιτική όλα εξαρτώνται από το αποτέλεσμα: υπάρχει περίπτωση να χάσει έδαφος στη Βουλή η κυβέρνηση; Αν όχι, γιατί να οδηγηθεί η αντιπολίτευση την αναμέτρηση στο μόνο πεδίο που παρέχει, αριθμητική, ασφάλεια στην κυβέρνηση και εσωκομματική συσπείρωση τον Πρωθυπουργό;
Θα πει κάποιος: λίγο είναι το σφυροκόπημα από την αντιπολίτευση, για τρεις μέρες; Σιγά τα αίματα. Για να αποδώσει πολιτικά, πρέπει να περάσουν από το βήμα σημαντικοί αγορητές – με κύρος και προσωπική ακτινοβολία. Υπάρχουν πολλοί στις τάξεις των αντιπολιτευόμενων κομμάτων;
Σε τελευταία ανάλυση: πόσο περισσότερο να σφυροκοπηθεί το κυβερνητικό σχήμα, όταν ήδη το έκανε χαλκομανία στους δρόμους ο «λαϊκός παράγοντας», που λέει κι ο Κουτσούμπας; Τι θα κερδίσει η αντιπολίτευση, όταν έχει αναδειχθεί και η δική της απομόνωση από τον ίδιο παράγοντα;
Μήπως θα προκύψει εναλλακτική λύση για τη χώρα, από ένα κόμμα – ή από συνασπισμό κομμάτων, με πρόγραμμα; Χλωμό…
Με αυτά τα δεδομένα, ο Νίκος Ανδρουλάκης πήρε μεγάλο ρίσκο, οδηγώντας την αναμέτρηση με τον Μητσοτάκη στο ακροατήριο των 300 βουλευτών – που μειοψηφεί δραματικά, σε σύγκριση με τα ποτάμια των 300 συλλαλητηρίων.
Εκτός από όσα «δεν πρέπει να λέει ένας πρόεδρος», υπάρχουν και όσα δεν πρέπει να κάνει. Αν ο επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ, δεν υπηρετήσει υπέρ του, το παιχνίδι «ένας εναντίον ενός» – στο οποίο οδήγησε ο ίδιος – η πρωτοβουλία του θα γίνει μπούμερανγκ…