Η σεξουαλική βία, ως μέθοδος του ισχυρού και του κυρίαρχου απέναντι στο αδύναμο, υπάρχει από τότε που υπάρχουν κοινωνίες ανθρώπων. Και Θεών, αν πάρουμε σαν παράδειγμα τον ημέτερο Δία.
Αυτό που αλλάζει στις μέρες μας είναι η διεύρυνση στην έννοια της βίας ως τη σεξουαλική παρενόχληση. Με ποινικές και ηθικές συνέπειες για τη διάπραξή της. Είναι μια από τις κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, τους τελευταίους αιώνες.
Ωστόσο η κοινωνική κατακραυγή και οι νομικές κυρώσεις, δεν συρρίκνωσαν δραστικά αυτή τη σκοτεινή περιοχή της ανθρώπινής συμπεριφοράς. Τουλάχιστον αν κρίνουμε από της έρευνες για την έμφυλη βία και ιδιαίτερα τη σεξουαλική παρενόχληση κατά γυναικών – αλλά όχι μόνο. Οι στατιστικές εν προκειμένω λένε την αλήθεια.
– Μία στις τρεις γυναίκες έχει υποστεί σωματική – σεξουαλική βία, το 55% έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης, μια στις δέκα έχει δεχθεί ψηφιακή παρενόχληση και μία στις είκοσι έχει βιαστεί.
Αυτή η μορφή βαρβαρότητας εκτός από τον επαγγελματικό χώρο, τα συστήματα ιεραρχίας και τις κοινωνικές συναναστροφές , εκδηλώνεται ακόμη πιο ανατριχιαστικά σε βάρος ανήλικων, ή στο ευρύτερο οικογενειακό πλαίσιο.
Παρ όλα αυτά, το πρώτο διεθνώς νομικά δεσμευτικό κείμενο για την πρόληψη, την προστασία των θυμάτων και την τιμωρία των αυτουργών ήλθε αργά.
Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2011 και έχει υπογραφεί ως τώρα από μόλις 46 χώρες – μεταξύ τους και η Ελλάδα..
Στις δυτικές κοινωνίες – σαν την ελληνική – ενισχύεται διαρκώς η ευαισθητοποίηση απέναντι σ αυτές τις πράξεις. Αλλά ας μην κρυβόμαστε : κυρίως στις περιπτώσεις που υπάρχουν οι προϋποθέσεις που ισχύουν σ αυτές τις κοινωνίες για την απόσπαση της δημόσιας προσοχής.
Πχ τα ΜΜΕ ενδιαφέρονται περισσότερο όταν υπάρχει επωνυμία του θύματος ή του δράστη. Ακόμη και καταγγελλόμενες επισήμως πράξεις αντίστοιχης βίας μένουν στο περιθώριο της δημοσιότητας, αν αφορούν πχ μετανάστριες ή άλλες ανώνυμες γυναίκες, που δεν ανήκουν σε «δημοφιλείς» ομάδες.
Ο βαθμός ανοχής είναι μεγαλύτερος από όσο εκδηλώνεται. Συχνά μεταμφιέζεται σε θεωρίες περί «πρόκλησης» ή κρύβεται σε ταμπού. Όταν δεν προβάλει ως άλλη όψη του νομίσματος: τις πρακτικές χρησιμοποίησης των «θέλγητρων»– και από τα δυο φύλλα- για καριέρα, παρ αξίαν και σε βάρος άλλων. Υπάρχουν και αυτά.
Από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα ο τυφώνας πολιτισμού της χειραφέτησης , αναγορεύει την ατομική αξιοπρέπεια και το σεβασμό σε κάθε πλευρά της σχέσης φύλλων σε υπέρτατη αξία, υπερβαίνοντας την παραδοσιακή νομική δυσχέρεια στην απόδοση ευθύνης.
Αυτόν τον πολιτισμό υπηρέτησε η Σοφία Μπεκατώρου. Όχι απλώς για το θάρρος της δημόσιας αναφοράς. Μίλησαν και άλλες γυναίκες. Αλλά για την ευθύνη της επώνυμης καταγγελίας και προσφυγής στους θεσμούς. Εν γνώσει του δικονομικού αδιέξοδου της παραγραφής, ως αδίκημα του Ποινικού Κώδικα.
Οι αναίσχυντες θεωρίες ότι «άργησε», επιχειρούν να θάψουν την βασική πλευρά του ανοσιουργήματος: η ανίσχυρη θέση του θύματος, διευκολύνει την ευτέλεια υπονόμευσης της αξιοπιστίας του.
Αλλά σημασία δεν έχει «πότε το είπε». Το λέει όταν μπορεί, όταν έχει τη δύναμή να το αντέξει στο δημόσιο χώρο και την ωριμότητα να συνεισφέρει στην αποτροπή και την «κάθαρση».
Ο τρόπος είναι το κλειδί που ανοίγει την ουσιαστική συζήτηση. Δεν το ανέφερε απλώς- ως δυσάρεστη ανάμνηση .Το κατέθεσε. Ενώπιον δικαστών και ανθρώπων. Με ονόματα και διευθύνσεις.
Έτσι το μετέφερε στο πεδίο της κοινωνικής ευθύνης για τους πολίτες και της θεσμικής ευθύνης για την Πολιτεία. Αυτό, μέσα από αντινομίες συνειδητής οργής και συνήθους υποκρισίας, καταγράφεται ως πολιτισμική κατάκτηση.
Από αυτή την άποψη η στάση της Μπεκατώρου είναι υποδειγματική. Τα υπόλοιπα θα ξεχαστούν, ως την επόμενη καταγγελία.