Ελλάδα

«Δεν ήθελα να φύγω, η ψυχή μου είναι εκεί» – Ο «γιατρός της Σερίφου» στο iEidiseis.gr

Ο Θανάσης Κοντάρης εξηγεί στο iEidiseis.gr γιατί εγκατέλειψε τη Σέριφο και πλέον δουλεύει στην Κύπρο, όπως εκατοντάδες ακόμη Έλληνες γιατροί.

Επέστρεψε στην Ελλάδα, παρότι η αμοιβή του στη Σουηδία ήταν πολλαπλάσια. Επί επτά χρόνια, ο Θανάσης Κοντάρης, ήταν ο μοναδικός γιατρός της Σερίφου, παλεύοντας να οργανώσει πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας στο νησί. Έπειτα από πολύ κόπο και απογοητεύσεις, η προσπάθειά του, στέφθηκε σε μεγάλο βαθμό από επιτυχία. Ακόμη κι αν συνήθως δεν είχε καμία στήριξη, πέρα από αυτή των κατοίκων. Όμως, η ζωή ενός γιατρού στις Κυκλάδες, είναι πολύ δύσκολη. Όπως εξηγεί στο iEidiseis, δεν υπήρχε ωράριο, προσωπική ζωή, ενώ ο μισθός του, δεν επαρκούσε για το υψηλό κόστος ζωής της Σερίφου. Εδώ και μερικές εβδομάδες, εργάζεται στη Λεμεσό, όμως, όπως λέει, η «ψυχή μου είναι ακόμα στη Σέριφο».

«Με τραβούσε η Σέριφος»

Όπως αφηγείται ο Θανάσης Κοντάρης, στη Σουηδία εργαζόταν ως γενικός, οικογενειακός γιατρός. Η απόφασή του να εγκαταλείψει τη Σουηδία, «λήφθηκε το 2017 από κοινού με τη σύντροφό μου -και νυν σύζυγό μου-. Είχα ένα αίσθημα ευθύνης προς την πατρίδα μου. Θεωρούσα ότι με είχε σπουδάσει, είχε δαπανήσει μεγάλο κόστος, παρέχοντάς μου δωρεάν φοίτηση στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Θεωρούσα άδικο οι Σουηδοί να έχουν ένα εξειδικευμένο γρανάζι στη μηχανή παραγωγής τους, για το οποίο δεν είχαν προσπαθήσει καθόλου».

Η επιλογή της Σερίφου, δεν ήταν τυχαία: «έκανα εκεί το αγροτικό μου το 2007. Υπήρχαν δεσμοί με τον τόπο και με ανθρώπους. Θεωρούσα ότι με την εμπειρία μου, θα μπορούσα να οργανώσω το ιατρείο της Σερίφου».

Αυτή η απόφαση προέκυψε παρότι «η αμοιβή μου στη Σουηδία ήταν πολλαπλάσια. Όσοι μου το έλεγαν, τους απαντούσα ότι γνωρίζω τις δυσκολίες. Πήρα την απόφαση επειδή με τραβούσε η Σέριφος».

«Ήμουν αποκλειστικά μόνος μου»

Μάλιστα, «εξαιτίας της Σερίφου, άλλαξα την ειδικότητά μου. Είχα ξεκινήσει διδακτορικό κι ανέμενα να κάνω ειδικότητα ψυχιατρικής. Όμως, ο μοναδικός τρόπος να επιστρέψω στη Σέριφο, ήταν να επιλέξω την ειδικότητα της γενικής ιατρικής, όπως κι έπραξα».

Όταν έφτασε στο Πολυδύναμο Περιφερειακό Ιατρείο (ΠΠΙ) Σερίφου, η εικόνα που αντίκρισε, «έμοιαζε με των περισσότερων περιφερειακών ιατρείων. Τότε υπήρχε μια νοσηλεύτρια, ένας -κατά περιόδους, δύο- αγροτικοί γιατροί και μια βοηθός ιατρικών εργαστηρίων. Η νοσηλεύτρια εκείνη την περίοδο δεν έκανε εφημερίες. Για οτιδήποτε συνέβαινε μετά τις 3 το μεσημέρι, ήμουν αποκλειστικά μόνος μου».

«Δεν υπήρχε προσωπική ζωή»

Ένας από τους κύριους στόχους του, ήταν «να οργανώσω πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Προσπάθησα να φτιάξω οργανωμένους φακέλους των ασθενών. Δεν τα κατάφερα ιδιαίτερα. Από τους 800 ασθενείς, έκανα φακέλους στους 200».

Κι αυτό επειδή «ασχολούμουν με οτιδήποτε άλλο εκτός από το αντικείμενό μου. Καλούμουν να αντιμετωπίζω επείγοντα περιστατικά που δεν αφορούσαν το αντικείμενο εργασίας μου, οποιαδήποτε ώρα, οποιαδήποτε ημέρα, χωρίς σεβασμό στα ωράρια. Δεν υπήρχε προσωπική ζωή. Η Σέριφος, όπως πολλά νησιά, δεν έχει ιδιώτη γιατρό ή κάποια άλλη δομή υγείας. Ήμουν ο μοναδικός γιατρός».

«Έτσι κατορθώσαμε να οργανώσουμε το ιατρείο»

Σύντομα ο ίδιος διέκρινε «την πρόθεση των κατοίκων να βοηθήσουν εμένα και το ιατρείο. Σε αυτούς τους μικρούς τόπους, οι άνθρωποι είναι γαλαντόμοι όταν αισθάνονται ότι υπάρχει κάποιος που τους βοηθάει. Δεν μου έφερναν μόνο τρόφιμα, αλλά και χρήματα. Εγώ θεωρούσα ότι ήταν ανήθικο να τα παραλάβω και τους έλεγα ότι δεν τα χρειάζομαι».

Μετά από λίγο καιρό όμως, «σκέφτηκα ότι αυτή η ενέργεια θα μπορούσε να αξιοποιηθεί. Τους έλεγα, αυτά τα χρήματα, εφόσον το επιθυμούν να τα δώσουν στο φαρμακείο. Συγκεντρώνονταν σε ένα κουτί κι ότι χρειαζόμουν για το ιατρείο, όπως ένα ορθοσκόπιο, το αγοράζαμε με αυτά τα χρήματα. Έτσι, έγινε συνήθεια και κατορθώσαμε να οργανώσουμε το ιατρείο, με τη βοήθεια και του υπουργείου στη συνέχεια».

Παρόλα αυτά, η ενέργεια του κ. Κοντάρη δεν ήταν αρεστή σε όλους: «ο τότε δήμαρχος θεωρούσε ότι αυτό δεν έπρεπε να συμβεί. Πήγε στην προϊστάμενη αρχή, τη 2η ΥΠΕ και είπε ότι ζητιανεύω. Κλήθηκα να απολογηθώ σε πειθαρχικό συμβούλιο. Απαίτησα να διαγραφεί η υπόθεση από το αρχείο μου και να λάβω τη βοήθεια που χρειάζομαι. Έτσι κι έγινε, καθώς έκτοτε είχα σημαντική βοήθεια από τη 2η ΥΠΕ».

«Υπήρχε κίνδυνος να κάνω ιατρικό λάθος»

Τα προβλήματα δεν σταμάτησαν: «από το 2018, έως το 2023, διπλασιάστηκε ο αριθμός επισκεψιμότητας στη Σέριφο. Ο κόσμος ερχόταν σωρηδόν στο ιατρείο, όμως δεν υπήρχε αντίστοιχη αύξηση του προσωπικού. Παρέμενα με έναν νοσηλευτή που δεν έκανε εφημερίες. Ειδικά τα καλοκαίρια, ήμουν συνεχώς στο ιατρείο, εξαντλημένος. Έπρεπε δέκα φορές την ημέρα, να πάω να δω κάποιον ασθενή με το δικό μου μεταφορικό μέσο. Εκτός από το οικονομικό κόστος, υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να κάνω ιατρικό λάθος λόγω της εξάντλησης. Τότε συνειδητοποίησα ότι αυτό είναι επικίνδυνο για εμένα και τους ασθενείς μου».

Κάποια στιγμή, «συνειδητοποίησα ότι με οδήγησαν να γίνω τέρας. Μιλούσα απότομα σε ηλικιωμένους και δεν το ανεχόμουν. Μου έλεγαν ότι άλλαξε η συμπεριφορά μου επειδή έγινα διάσημος, αλλά προσπαθούσα να τους εξηγήσω ότι συμπεριφερόμουν έτσι εξαιτίας της κόπωσης. Δεν μπορούσα να δεχθώ ότι χάνω το ανθρώπινο στοιχείο που πρέπει να έχει ένας γιατρός».

«Το πρώτο ωραίο καλοκαίρι στο ιατρείο»

Η ζωή στη Σέριφο του άρεσε, όμως, «υπήρχε κοινωνική και επιστημονική απομόνωση. Εκεί παντρεύτηκα με τη σύντροφό μου, κάναμε δύο παιδιά, φτιάξαμε το σπιτικό μας. Είχαμε ψυχολογική υποστήριξη. Υπήρχαν όμως άλλες δυσκολίες. Δεν υπάρχει παιδικός σταθμός. Ο μεγάλος μου γιός, ο Ίωνας, έχει μεγαλώσει στο ιατρείο γι’ αυτόν τον λόγο. Μια φορά, ο γιός μου αρρώστησε πολύ και έπρεπε να μεταφερθεί με ελικόπτερο στην Αθήνα. Ήταν χειμώνας, υπήρχαν ακραίες καιρικές συνθήκες και δεν μπορούσε να σηκωθεί ελικόπτερο. Αισθάνθηκα τη γεωγραφική απομόνωση. Αναλογίστηκα ότι το νησί δεν έχει παιδίατρο εδώ και 13 χρόνια, αν και κάθε χρόνο υπάρχουν 110-120 παιδιά».

Το καλοκαίρι του 2022, «κάναμε μια τυπική στάση εργασίας, για να ζητήσουμε βοήθεια από το υπουργείο που δεν είχε στείλει κανέναν να μας βοηθήσει. Το θέμα πήρε διάσταση, αλλά δεν άλλαξε τίποτα. Αναλογιζόμενος ότι το επόμενο καλοκαίρι θα ήταν ακόμη χειρότερο, ανακοίνωσα στον διοικητή ότι θα παραιτηθώ. Δεν ήθελα να θυσιάσω άλλο την οικογενειακή, προσωπική και επαγγελματική μου ζωή, ούτε την ψυχική μου ισορροπία. Μου είπε ότι θα με βοηθήσει, όμως πάλι δεν ήρθε κανείς κι έτσι, ανακοίνωσα την παραίτησή μου».

Για καλή του τύχη, «πολλοί συνάδελφοι ανταποκρίθηκαν κι έλαβα βοήθεια από το υπουργείο. Ζήτησα να διοριστούν τέσσερα συγκεκριμένα άτομα, όπως κι έγινε, επομένως ανακάλεσα την παραίτησή μου. Ήταν το πρώτο ωραίο καλοκαίρι στο ιατρείο της Σερίφου. Αποδείχθηκε ότι έχοντας το κατάλληλο προσωπικό, μπορείς να παρέχεις ποιοτικές υπηρεσίες υγείας. Κάναμε θρομβόλυση και σώσαμε τη ζωή ενός ανθρώπου. Πρώτη φορά έγινε αυτό σε τόσο μικρή μονάδα υγείας».

«Δεν υπήρχε κάποιο αντίκρισμα»

Ο καιρός περνούσε και το ιατρείο «έγινε πρότυπο και εξοπλιστικά». Οι δυσκολίες όμως δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ: «παρέμενε η καθημερινή πάλη με τη γραφειοκρατία, ενώ οι μισθός είχε αρχίσει να με ενοχλεί. Για να φτιάξω το σπίτι μου, έδωσα τα τριπλάσια χρήματα από όσα θα έδινα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όλα ήταν 30%-40% πιο ακριβά. Έφτασα σε σημείο να μπαίνω στο σούπερ μάρκετ και να ντρέπομαι. Έσκυβα το κεφάλι κι έφευγα. Δεν είναι δυνατόν να σκέφτεται έτσι ένας γιατρός».

Όταν πριν από μερικές εβδομάδες ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί, ο κόσμος σάστισε: «ήταν περίεργη περίοδος, όλα ήταν κάπως παγωμένα. Φίλοι και γνωστοί προσπάθησαν να με μεταπείσουν. Η απόφαση όμως ήταν οριστική».

Απόφαση που δεν πήρε ελαφρά τη καρδία: «με στεναχωρεί. Η ψυχή μου είναι εκεί. Ακόμη μιλάω με τα παιδιά από το ιατρείο, τους βοηθάω αν χρειάζονται κάτι. Εκεί είναι το σπίτι μου, εκεί μεγάλωσαν τα παιδιά μου. Δεν ήθελα να φύγω. Ότι έκανα, το έκανα με αγάπη, όμως στο τέλος της ημέρας δεν υπήρχε κάποιο αντίκρισμα».

Έλληνας 1 στους 4 γιατρούς στην Κύπρο

Εδώ και μερικές εβδομάδες, ο ίδιος εργάζεται «στα επείγοντα, σε ένα νοσηλευτικό ίδρυμα στη Λεμεσό. Δεν συγκρίνονται τα εθνικά συστήματα υγεία των δύο χωρών. Εδώ υπάρχει σεβασμός των ωραρίων, δουλεύω 37 ώρες την εβδομάδα και μισθολογικά η διαφορά είναι τεράστια».

Βέβαια, η περίπτωσή του δεν είναι μοναδική, καθώς εκατοντάδες Έλληνες γιατροί έχουν μετακινηθεί στην Κύπρο, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας. Είναι ενδεικτικό, ότι σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις της Έφης Καμμίτση, διευθύντριας του Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας στη Κύπρο, από τους συνολικά 3.400 εγγεγραμμένους γιατρούς στο ΓΕΣΥ, οι 860 είναι Έλληνες.

Αναφορικά με το αν θεωρεί πως Έλληνες γιατροί από το εξωτερικό μπορούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, ο Θανάσης Κοντάρης ανέφερε πως «επιστρέφουν όσοι κλείνουν συμβόλαια με μεγάλα ιδιωτικά κέντρα, λαμβάνοντας τον μισθό που τους πρέπει. Οι υπόλοιποι, είναι πολύ ρομαντικοί, που κάνουν το λάθος να πιστεύουν ότι κάτι θα αλλάξει στην Ελλάδα».

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Γροιλανδία Chevron Left
Γροιλανδία: Γιατί στην πράξη ανήκει στη Βόρεια Αμερική και όχι στην Ευρώπη