Πίστευε ότι η πολυετής και διεθνής του εμπειρία, ως μέλος και αξιολογητής μεγάλων ερευνητικών προγραμμάτων, θα μπορούσε να συμβάλλει στο έργο του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ). Η πραγματικότητα όμως τον διέψευσε.
Ο Άγγελος Χανιώτης, καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας και Κλασικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών στο Πρίνστον, ο οποίος παραιτήθηκε προ ολίγων ημερών από μέλος του ΕΣΕΤΕΚ, μιλάει στο iEidiseis για τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετώπισε: τη γραφειοκρατία, την υποχρηματοδότηση, τις γνωμοδοτήσεις που έμειναν στο συρτάρι, τις πολιτικές πιέσεις και την απουσία κατάλληλων οργανωτικών δομών. Όπως φαίνεται, η επιστημονική έρευνα στην Ελλάδα, παραμένει βαριά ασθενής.
«Σημαντικές αποφάσεις ανακοινώνονταν με πρωθυπουργικές εξαγγελίες»
Σύμφωνα με όσα σχολίασε στο iEidiseis ο Άγγελος Χανιώτης, «πίστευα ότι θα μπορέσω να συμβάλω στη βελτίωση της έρευνας στην Ελλάδα, βασισμένος στην εμπειρία που έχω αποκομίσει επί 25 χρόνια ως διευθυντής μεγάλων ερευνητικών προγραμμάτων στη Γερμανία, τη Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ, μέλος ερευνητικών συμβουλίων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και αξιολογητής προγραμμάτων. Δεν περίμενα οι απόψεις μου να γίνουν δεκτές, αλλά ήλπιζα ότι θα γίνουν μέρος ενός νηφάλιου διαλόγου με τους υπεύθυνους για την έρευνα στην κυβέρνηση».
Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν όπως τα φανταζόταν ο κ. Χανιώτης. Κι αυτό δεν οφείλεται στη συνεργασία του με τους συναδέλφους του στο ΕΣΕΤΕΚ, η οποία όπως σχολίασε «ήταν εξαιρετική. Στις 30 περίπου δίωρες συνεδριάσεις στις οποίες συμμετείχα -χωρίς αμοιβή- και σε σχετικές ημερίδες, έγιναν συζητήσεις υψηλότατου επιπέδου για ζητήματα που σχετίζονται με την αναβάθμιση της έρευνας».
Παρόλα αυτά, όπως σχολίασε, «αντί να υπάρξει ανταπόκριση από το αρμόδιο υπουργείο σε εισηγήσεις του ΕΣΕΤΕΚ, ιδίως για τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και τον καλύτερο συντονισμό των ερευνητικών δραστηριοτήτων, σημαντικές αποφάσεις ανακοινώνονταν με πρωθυπουργικές εξαγγελίες χωρίς τη γνωμοδότηση του ΕΣΕΤΕΚ, όπως η μεταφορά του Εθνικού Αστεροσκοπείου από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας στο υπουργείο Κλιματικής Αλλαγής».
«Τα αποτελέσματα θάβονται σε ένα συρτάρι»
Σύμφωνα με τον ίδιο, το ΕΣΕΤΕΚ αξιολόγησε τα ερευνητικά κέντρα με τη συμμετοχή κορυφαίων ειδικών. Αυτές οι αξιολογήσεις, όπως σχολίασε, «πρέπει να οδηγούν σε συγκεκριμένες ενέργειες, για να αντιμετωπισθούν οι αδυναμίες που διαπιστώνονται και να επιβραβευθούν τα κέντρα που έχουν πετύχει αριστεία. Τέτοιες ενέργειες δεν υπήρξαν, ούτε καν η στοιχειώδης επιβράβευση 10 κέντρων αριστείας με μια εφάπαξ επιχορήγηση ύψους 1 εκατομμυρίου ευρώ».
Η αιτία σύμφωνα με τον ίδιο είναι προφανής: «αποφάσεις βάσει αξιολογήσεων είναι μερικές φορές επώδυνες και συνεπάγονται πολιτικό κόστος. Έτσι, τα αποτελέσματα θάβονται σε ένα συρτάρι».
«Η γραφειοκρατία μετατρέπει τους ερευνητές σε λογιστές»
Άλλες αναπάντητες εισηγήσεις από το ΕΣΕΤΕΚ, ήταν βάσει όσων ανέφερε ο κ. Χανιώτης, «η απαλλαγή των ερευνητικών κέντρων από τις ρυθμίσεις του δημόσιου λογιστικού, η αύξηση των δαπανών για την έρευνα και η ένταξη όλης της έρευνας -και των ΑΕΙ και των ερευνητικών κέντρων-, σε έναν ενιαίο φορέα που θα εξασφαλίζει συντονισμό, ιεράρχηση στόχων και αξιολόγηση».
Βάσει όσων ανέφερε ο κ. Χανιώτης, «έχω την εντύπωση ότι οι μόνες αποφάσεις μας που υλοποιήθηκαν, αφορούσαν στην πρόταση επιτροπών για την εκλογή διευθυντών ερευνητικών κέντρων».
Το βασικό πρόβλημα σε ότι αφορά την επιστημονική έρευνα στην Ελλάδα, είναι σύμφωνα με τον ίδιο, «η δυσκαμψία των προϋπολογισμών. Στην Ελλάδα οι ερευνητές καλούνται να προβλέψουν και να περιγράψουν εκ των προτέρων κάθε δαπάνη που θα πραγματοποιήσουν. Απαιτούνται διαγωνισμοί για κάθε ενέργεια, ακόμη και για τα τέλη που έπρεπε να καταβάλει το ωκεανογραφικό πλοίο του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών για να περάσει από τη Διώρυγα του Σουέζ». Πρόκειται για μια γραφειοκρατία, που όπως χαρακτηριστικά περιέγραψε, «μετατρέπει τους κύριους ερευνητές σε λογιστές».
Υποχρηματοδότηση
Στο ερώτημα αν υπάρχει υποχρηματοδότηση της έρευνας στην Ελλάδα, ο κ. Χανιώτης ανέφερε ότι «όπως προκύπτει από τα στοιχεία του περασμένου Δεκεμβρίου από το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη ανέρχονται στο 1,49% του ΑΕΠ. Αυτό το ποσοστό είναι πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ (2,27%)».
Μάλιστα, η Ελλάδα «με τη 14η θέση στη σχετική κατάταξη, βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από χώρες που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν δημοσιονομικές κρίσεις, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, που βρίσκονται στην 3η και 5η θέση».
Βέβαια, για την καλύτερη αξιοποίηση των περιορισμένων πόρων, χρειάζονται σύμφωνα με τον ίδιο, «οι κατάλληλες οργανωτικές δομές. Σε αυτόν τον τομέα υστερεί η Ελλάδα. Υστερεί επίσης στη διεκδίκηση χορηγιών για προγράμματα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας».
Είναι ενδεικτικό ότι όπως εξήγησε ο κ. Χανιώτης, «το 2024 η Ελλάδα διεκδίκησε με επιτυχία μόλις δύο προγράμματα για νέους ερευνητές. Η σύγκριση με χώρες με αντίστοιχο ή και μικρότερο πληθυσμό είναι αποκαλυπτική: Η Ολλανδία έχει 51, το Ισραήλ 30, η Αυστρία 24, το Βέλγιο και η Σουηδία από 22, η Φινλανδία 18, η Δανία 15 και η Νορβηγία 14».
Κι όμως, χορηγίες έλαβαν συνολικά 12 Έλληνες, δηλαδή «πενταπλάσιοι νέοι ερευνητές έκαναν αιτήσεις μέσω ξένων πανεπιστημίων από εκείνους που έκαναν αίτηση από την Ελλάδα. Το συμπέρασμα είναι σαφές: Δεν λείπουν τα μυαλά, αλλά οι κατάλληλες δομές που θα υποστηρίξουν λογιστικά νέους ερευνητές στην υποβολή αίτησης».
«Πιέσεις από τοπικούς πολιτικούς παράγοντες»
Αναφορικά με την έρευνα σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη, ο κ. Χανίωτης επεσήμανε πως «τα Τομεακά Επιστημονικά Συμβούλια Πληροφορικής και Τεχνητής Νοημοσύνης, που το ΕΣΕΤΕΚ έχει προτείνει εδώ και 8 μήνες, δεν έχουν συσταθεί. Η Συμβουλευτική Επιτροπή για την Τεχνητή Νοημοσύνη συγκροτήθηκε τον περασμένο Οκτώβριο χωρίς τη συμμετοχή του ΕΣΕΤΕΚ. Τη σύνθεσή της την πληροφορηθήκαμε από τον Τύπο. Αυτό τα λέει όλα».
Σχετικά με το αν η έρευνα στην Ελλάδα συχνά αξιοποιείται για μικροπολιτικά συμφέροντα, ο ίδιος σημείωσε πως «υπάρχουν πιέσεις από τοπικούς πολιτικούς παράγοντες για την ίδρυση ερευνητικών κέντρων στην περιφέρειά τους, που θα συνέτειναν στην ακόμα μεγαλύτερη διάσπαση της έρευνας σε μια χώρα που οι περιορισμένοι πόροι επιβάλλουν συνέργειες. Σε κυβερνητικές θέσεις σχετικές με την έρευνα, τοποθετούνται μερικές φορές πολιτευτές με μικρή ή ανύπαρκτη σχέση με το αντικείμενο. Ερευνητικοί φορείς υπάγονται σε υπουργεία όχι βάσει πραγματικών αναγκών, αλλά για να διατηρηθούν ισορροπίες μεταξύ των υπουργείων και του προϋπολογισμού τους».
Αυτό είναι σύμφωνα με τον ίδιο, «το βασικό εμπόδιο για τη δημιουργία ενός υπουργείου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας, που θα έλυνε πολλά προβλήματα».
«Η κυβέρνηση αρνείται να καταλάβει το πρόβλημα»
Αναφορικά με τις αιτίες του φαινομένου της φυγής Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό, ο κ. Χανιώτης σχολίασε πως «όλες οι σχετικές μελέτες δείχνουν τις ίδιες αιτίες: περιορισμένες δαπάνες για την έρευνα, χαμηλοί μισθοί, αναξιοκρατία, ευνοιοκρατία, γραφειοκρατία. Η αποεπένδυση στην έρευνα στις ΗΠΑ επί Τράμπ μπορεί να οδηγήσει σε κύμα επιστροφής στην Ευρώπη. Εκείνοι που θα κερδίσουν από αυτό θα είναι οι ευρωπαϊκές χώρες που θα δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την επιστροφή. Με βάση τις εμπειρίες μου φοβάμαι ότι η Ελλάδα θα χάσει κι αυτή την ευκαιρία».
Σχετικά με τις παραιτήσεις 8 μελών του ΕΣΕΤΕΚ, οι οποίες ακολούθησαν αυτές του ίδιου και του πρώην προέδρου του, Σπυρίδωνα Αρταβάνη – Τσάκωνα, ο κ. Χανιώτης επεσήμανε ότι «αν και δεν ήταν προϊόν προσυνεννόησης, όλες είχαν την ίδια αιτία: την αίσθηση ματαιοπονίας. Δυστυχώς, η αντίδραση της κυβέρνησης δείχνει ότι αρνείται να καταλάβει το πρόβλημα και να κάνει οτιδήποτε για τη λύση του. Κυβερνητικές πηγές δήλωναν απλώς ότι οι παραιτηθέντες θα αντικατασταθούν. Αυτή η στάση δείχνει ότι οι παραιτήσεις ήταν απολύτως δικαιολογημένες».