Πριν 26 χρόνια σαν σήμερα, στις 6 Μαρτίου 1994, η Μελίνα Μερκούρη άφησε την τελευταία της πνοή, σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, όπου νοσηλευόταν με καρκίνο των πνευμόνων.
Η «τελευταία ελληνίδα θεά», όπως την χαρακτήρισε ο διεθνής Τύπος, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της στην πολιτική και πολιτιστική σκηνή της Ελλάδας. Το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού λοιπόν, την τιμά κηρύττοντας το 2020 ως Έτος Μελίνας Μερκούρη, με αφορμή την συμπλήρωση ενός αιώνα από την γέννησή της.
Η ζωή της Μελίνας
Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1920 στην Αθήνα και ήταν κόρη του στρατιωτικού και πολιτικού Σταμάτη Μερκούρη, που διετέλεσε βουλευτής και υπουργός στο παρελθόν.
Η Μελίνα, παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία το κατά πολύ μεγαλύτερό της πλούσιο κτηματία Παναγή Χαροκόπο, με τον οποίο χώρισε το 1962, ενώ στην Κατοχή, συνδέθηκε ερωτικά με τον μαυραγορίτη και δωσίλογο Φειδία Γιαδικιάρογλου.
Κατηγορήθηκε ότι ζούσε πλουσιοπάροχα και η ίδια, θα παραδεχτεί ότι αντλούσε χρήματα από τους δύο πάμπλουτους άντρες για να τα δώσει στην Αντίσταση. Μάλιστα, με τις γνωριμίες της βοηθούσε στην διάσωση αντιστασιακών, κάτι που επιβεβαίωσαν αρκετοί συνάδελφοί της από τον καλλιτεχνικό χώρο.
Το 1943 ακολουθεί καριέρα ηθοποιού και γίνεται δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου από την οποία αποφητεί το 1946. Ως πρωταγωνίστρια όμως, καθιερώθηκε το 1949 με το έργο του Τένεσι Γουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος», που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1955 με την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα». Η παρουσία της στις Κάννες γοήτευσε τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζιλ Ντασέν και ξεκίνησε η καλλιτεχνική και προσωπική τους σχέση, η οποία κατέληξε σε γάμο το 1966. Με τον Ντασέν γύρισε τις ταινίες «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1957), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο νόμος» (1958), «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962) και «Τοπκαπί» (1964).
Η ταινία που εκτόξευσε την φήμη της ήταν το «Ποτέ την Κυριακή» και της χάρισε ένα βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών, μαζί με μια υποψηφιότητα για Όσκαρ τον επόμενο χρόνο. Η ερμηνεία της στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Τα Παιδιά του Πειραιά» κι ο ρόλος, της πόρνης ‘Ιλια με την καλή καρδιά, της χάρισε το 1967, μια υποψηφιότητα για το βραβείο Τόνι, στην θεατρική μεταφορά της ταινίας στο Μπρόντγουεϊ, με τίτλο «Ίλια Ντάρλινγκ».
Με την επιβολή της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών η Μερκούρη αυτοεξορίστηκε. Μετά την Μεταπολίτευση, εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα και ασχολήθηκε κατά βάση με την πολιτική.
Από το 1981 έως το 1989 και από το 1993 έως το 1994 διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού με το ΠΑΣΟΚ και όραμά της ήταν η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.