Μετά τη δικαστική απόφαση που έκρινε ενόχους τρεις αστυνομικούς για τον ξυλοδαρμό του Βασίλη Μάγγου έξω από τα δικαστήρια του Βόλου το καλοκαίρι του 2020, ο πατέρας του, Γιάννης Μάγγος, μιλάει στο iEidiseis για τη σημασία της καταδίκης τους.
Στις 14 Ιουνίου 2020, ο Βασίλης Μάγγος παρευρέθηκε σε συγκέντρωση που πραγματοποιούνταν εκείνη την ώρα έξω από τα δικαστήρια του Βόλου. Λίγη ώρα μετά, θα δεχόταν σωρεία χτυπημάτων από αστυνομικούς. Χτυπήματα βάναυσα, που του επέφεραν μεταξύ άλλων, βλάβες σε εσωτερικά όργανα, σπασμένα πλευρά και κακώσεις.
Βάσει όσων αφηγήθηκε στο iEidiseis, ο πατέρας του, Γιάννης Μάγγος, ο γιός του δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει πνευματικά τη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση που υπέστη, με αποτέλεσμα ένα μήνα μετά να χάσει τη ζωή του.
Η βία την οποία υπέστη ο Βασίλης Μάγγος, επιβεβαιώθηκε και με τη βούλα του δικαστηρίου, καθώς την περασμένη Δευτέρα, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, έκρινε τους τρεις κατηγορούμενους αστυνομικούς ενόχους για την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης από κοινού. Το δικαστήριο αποφάσισε ποινή φυλάκισης δύο ετών για καθέναν από τους τρεις κατηγορούμενους, ενώ τους αναγνωρίστηκε μόνο το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.
«Δεν είμαστε συνηθισμένοι να ακούμε για καταδίκες αστυνομικών»
Σύμφωνα με όσα σχολίασε στο iEidiseis ο Γιάννης Μάγγος, «θεωρώ ότι η συγκεκριμένη απόφαση ήταν πολύ σημαντική, επειδή τρεις αστυνομικοί κρίθηκαν ένοχοι. Ακούστηκε η λέξη “ένοχος” μέσα στο δικαστήριο. Αυτοί οι τρεις αστυνομικοί, αποδεδειγμένα πλέον, χτύπησαν και κακοποίησαν χωρίς λόγο το παιδί μου μπροστά στα δικαστήρια. Θεωρώ πως ήταν μια πολύ δίκαιη απόφαση, δεδομένου ότι οι τρείς αστυνομικοί αντιμετώπιζαν πλημμελήματα κι επειδή δεν είμαστε συνηθισμένοι να ακούμε για καταδίκες αστυνομικών που κακοποίησαν πολίτες».
Άλλωστε όπως σχολίασε ο ίδιος, «στην ακροαματική διαδικασία αποδείχθηκε ότι τα ντοκουμέντα μας ήταν αδιάσειστα, τόσο τα βίντεο και οι φωτογραφίες που προσκομίσαμε από τον ξυλοδαρμό του παιδιού μας, όσο και η κατάθεση του Δημήτρη Γαλεντέρη, του ιατροδικαστή που είχε ορίσει η οικογένειά μας. Ο ιατροδικαστής κονιορτοποίησε τα επιχειρήματα της υπεράσπισης και δεν άφησε κανένα περιθώριο στο δικαστήριο, προκειμένου να βγάλει την ορθή του κρίση».
«Ενήργησαν με πρωτόγονο τρόπο»
Αξίζει να σημειωθεί πως ως μάρτυρας κατηγορίας, ο κ. Γαλεντέρης κατέθεσε μεταξύ άλλων πως εντόπισε κατάγματα και αλλοιώσεις του ήπατος όταν πέθανε ο 26χρονος. Μάλιστα, όπως ανέφερε ο κ. Μάγγος, ο γιός του «είχε τρία σπασμένα πλευρά. Ακόμη τρία πλευρά παρουσίαζαν εφίππευση, ήταν το ένα πάνω στο άλλο.
Επίσης, είχε θλάση της χοληδόχου κύστης κι άλλες μικροκακώσεις που αναφέρονταν στα έγγραφα του νοσοκομείου που παρουσιάσαμε στο δικαστήριο. Σύμφωνα με το πόρισμα του κ. Γαλεντέρη, όλα αυτά επέφεραν σοβαρότατο κίνδυνο για τη ζωή του Βασίλειου».
Κατά την αγόρευσή της, η εισαγγελέας της έδρας του Πλημμελειοδικείου Βόλου, ανέφερε ότι «από το βίντεο αποδεικνύεται ότι όταν δέχθηκε τα χτυπήματα (σ.σ. ο Βασίλης Μάγγος), ήταν ήδη στο έδαφος… Ο αστυνομικός δεν χτυπά στα χέρια, χτυπά στον θώρακα και στην κοιλιά επανειλημμένα και με ορμή.
Ακόμη και τα μισά δευτερόλεπτα είναι ικανά να επιφέρουν ένα κακό αποτέλεσμα». Μάλιστα, η εισαγγελέας προσέθεσε ότι «όταν έχουμε χτυπήματα με μια αστυνομική ράβδο που κατευθύνονται παρανόμως προς τη θωρακική χώρα, στις οποίες βρίσκονται ζωτικά όργανα, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να στερήσει τη δυνατότητα από τον παθόντα να χρησιμοποιήσει το σώμα του όπως δικαιούται».
Για το γεγονός ότι σύμφωνα με την εισαγγελέα της έδρας, οι τρεις κατηγορούμενοι «ενήργησαν με πρωτόγονο τρόπο», ο κ. Μάγγος ανέφερε ότι «οι αστυνομικοί είναι εκπαιδευμένοι σε μεθόδους και τεχνικής καταστολής, έχουν την τεχνογνωσία και έφεραν τη σχετική εξάρτηση και εξοπλισμό.
Είχαν απέναντί τους έναν πολίτη που ασκούσε το ασκούσε το συνταγματικό του δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί σε μια συγκέντρωση έξω από τα δικαστήρια και θα μπορούσαν να τον ακινητοποιήσουν χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα. Αν το έκαναν αυτό, πιστεύω ότι το παιδί μου σήμερα θα ζούσε. Αφού ενήργησαν όμως με αυτόν τον τρόπο, όλα έπειτα είχαν μια κατηφορική πορεία για το παιδί μας».
«Αισθανόταν ταπεινωμένος για τα βασανιστήρια που υπέστη»
Όταν ο ίδιος αντίκρισε εκείνη την ημέρα, στις 14 Ιουνίου 2020 το παιδί του, σύμφωνα με όσα αφηγείται στο iEidiseis, «αισθάνθηκα σοκ. Είδα ένα παιδί που δεν είχε χρώμα στο πρόσωπό του, το κορμί του ήταν διπλωμένο στα δύο, δεν μπορούσε να σταθεί πουθενά εξαιτίας των πόνων στα πλευρά του. Ήταν ένας άνθρωπος πανικοβλημένος. Αισθάνθηκα ντροπή γι’ αυτή την υποτιμητική κατάσταση στην οποία οδήγησαν το παιδί μου αστυνομικοί του λεγόμενου υπουργείου Προστασίας του Πολίτη».
Εκείνη τη στιγμή, ο κ. Μάγγος ρώτησε το παιδί του τι συνέβη: «δεν μπορούσε να μιλήσει καλά, όμως μου είπε ότι χωρίς να κάνει τίποτα, τον χτύπησαν αστυνομικοί μπροστά στα δικαστήρια κι έπειτα τον βασάνισαν στην Ασφάλεια».
Έπειτα από τρεις ημέρες νοσηλείας στο νοσοκομείο, «ο Βασίλειος έχασε τον προσανατολισμό του. Ήταν ένα παιδί που είχε τους δαίμονές του. Δεν κρύβουμε πως είχε σχέση με εξαρτησιογόνες ουσίες. Ήταν όμως σε πολύ καλή κατάσταση, είχε καθαρίσει, έκανε ένα τεράστιο αγώνα και βρισκόταν στο ζενίθ της προσπάθειάς του.
Μετά από όλο αυτό βρέθηκε στο ναδίρ, δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει. Αισθανόταν ταπεινωμένος, μια βαριά προσβολή για την κακοποίηση και τα βασανιστήρια που υπέστη. Ένα παιδί που ήταν πάντα μέσα στο χαμόγελο, βλέπαμε ότι το έχανε κάθε ημέρα, απομονωνόταν. Αυτός είναι ο λόγος που θεωρώ ότι η αιτία θανάτου του παιδιού μου ήταν ο σωματικός και ψυχικός βιασμός που υπέστη από τους αστυνομικούς».
«Η αλληλεγγύη της κοινωνίας και του κινήματος ήταν καθοριστική»
Ερωτώμενος για τις δυσκολίες που έχουν αντιμετωπίσει τα τελευταία χρόνια, τόσο ο ίδιος, όσο και η σύζυγός του, Ντάτη Μουρτζοπούλου, ο κ. Μάγγος ανέφερε ότι «δίνουμε έναν τεράστιο αγώνα, επειδή συνειδητοποιείς ότι έχεις να αντιμετωπίσεις τοίχους.
Οι τοίχοι όμως έχουν τις ρωγμές τους, αρκεί κανείς να τις εντοπίσει, ειδικά όταν έχει την απαραίτητη βοήθεια. Κι εμείς την είχαμε. Η αλληλεγγύη της κοινωνίας και του κινήματος ήταν καθοριστική γι’ αυτόν τον αγώνα. Πήραν την υπόθεση του Βασίλειου στους ώμους τους, τη σήκωσαν ψηλά και την ανέδειξαν πολιτικά σε όλη τη χώρα».
Ανάμεσα σε όσα είχε να αντιμετωπίσει ο κ. Μάγγος τα τελευταία χρόνια, συγκαταλέγονται κι όσα αρνητικά ακούστηκαν εναντίον του παιδιού του. Κι όμως, όπως ανέφερε, «αυτό δεν επέδρασε αρνητικά πάνω μου. Το περίμενα ότι θα συμβεί, ειδικά στο δικαστήριο, όπως κι έγινε. Εγώ με τη σύζυγό μου, όταν τελείωσε η αγόρευση της εισαγγελέως κι άρχισαν οι αγορεύσεις των δικηγόρων της υπεράσπισης, αποχωρήσαμε σε ένδειξη πολιτικής διαμαρτυρίας από το δικαστήριο. Εγώ ότι ήταν να κάνω, το έκανα τότε μαζί με το παιδί μου. Δεν περίμενα από αυτούς να μου πουν τι θα κάνω».
Πλέον, όπως σχολίασε ο ίδιος, «ανατράπηκε η υπόθεση, αναβαθμίστηκαν οι κατηγορίες και περιμένουμε μια τυπική επικύρωση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, προκειμένου αυτοί οι τρεις και επιπλέον τρεις αστυνομικοί, να δικαστούν για κακουργήματα στο Εφετείο Λάρισας.
Σε αυτή την περίπτωση, οι κύριες κατηγορίες που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν θα αφορούν κακουργήματα, όπως τα βασανιστήρια κατά συναυτουργία και η επικίνδυνη σωματική βλάβη. Έχουμε δρόμο μπροστά μας».
«Κοινός παρονομαστής η συγκάλυψη»
Σύμφωνα με τον κ. Μάγγο, στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την κακοποίηση -που αποδεδειγμένα πλέον- υπέστη το παιδί του, «δεν έχει μειωθεί η αστυνομική βία. Ωστόσο, το γεγονός ότι τρεις αστυνομικοί κρίθηκαν ένοχοι σε δικαστήριο, ανοίγει μια μικρή πόρτα, ώστε κάποιοι συνάδελφοί τους να το ξανασκεφτούν όταν βγάλουν το γκλοπ για να χτυπήσουν πολίτες που ασκούν τα συνταγματικά τους δικαιώματα. Ίσως ορισμένοι θεωρήσουν ότι αν το κάνουν, μπορεί αύριο να βρεθούν κι αυτοί στο δικαστήριο. Αυτή η μικρή πόρτα που άνοιξε, το κίνημα θα την κάνει ακόμα μεγαλύτερη».
Εκτός όμως από τον δικαστικό αγώνα, ο ίδιος ανέφερε ότι «συνεχίζεται και ο πολιτικός αγώνας, που δεν πρόκειται να σταματήσει ποτέ. Άλλωστε, η συγκάλυψη είναι κοινός παρονομαστής στις υποθέσεις που αφορούν τους δικούς μας αδικοχαμένους ανθρώπους, όπως βλέπουμε μεταξύ άλλων στην υπόθεση των Τεμπών ή στο ναυάγιο της Πύλου. Όμως, παλεύουμε και θα συνεχίσουμε να παλεύουμε για κοινωνική δικαιοσύνη».