Λίγες ώρες μετά τα όσα έγιναν, η 37χρονη δικηγόρος δηλώνει σοκαρισμένη μετά τον ξυλοδαρμό της από τον σύζυγό της, Απόστολο Λύτρα.
«Είμαι χάλια σωματικά και ψυχικά. Προσπαθώ να διαφυλάξω τη σωματική και φυσική μου υγεία. Τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους. Δεν είμαι καλά, πώς να είμαι καλά; Δε γινόταν άλλο», ανέφερε χαρακτηριστικά η Σοφία Πολυζωγοπούλου.
Η γυναίκα, σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε, ήταν αποφασισμένη να καταγγείλει τον σύζυγό της για όσα έγιναν και αφού μίλησε στους γιατρούς, ήρθε η αστυνομία και η υπόθεση πήρε το δρόμο της.
«Μπήκαμε μαζί στην είσοδο της Ευρωκλινικής. Είπα ότι θέλω να με δει γιατρός στα επείγοντα επειδή έχω χτυπήσει στο κεφάλι. Με πήρε ο γιατρός στο εξεταστήριο και δεν επέτρεψε στον σύζυγό μου να μπει.
Μαζί ήρθε και μια νοσοκόμα. Μόλις με πλησίασε της είπα ότι με έχει χτυπήσει ο άνδρας μου, ότι φοβάμαι και τον ίδιο και το είπα και στον γιατρό. Μου είπαν ότι θα ειδοποιήσουν την αστυνομία, όπως και έγινε».
«Μου παρείχαν τις πρώτες βοήθειες. Όταν έφτασε ο αστυνομικός, επειδή δεν ήθελα να καταλάβει κάτι ο άνδρας μου και να φύγει και δεν ήξερα αν εκείνη τη στιγμή έπρεπε να τον εμπιστευθώ, κυρίως δεν ήθελα να φύγει γιατί δεν είχα ειδοποιήσει την αδερφή μου για το τι είχε συμβεί γιατί κρατούσε την κόρη μου.
Είπα στον αστυνομικό ότι είμαι δικηγόρος και δεν ήθελα να δώσω κατάθεση εκείνη τη στιγμή αλλά του είπα να πάρει την κατάθεση του γιατρού. Ενώ εγώ θα πήγαινα να εξεταστώ από ιατροδικαστή. Σημειωτέον ότι αμέσως μόλις είπα στον γιατρό τι είχε συμβεί έβγαλε φωτογραφίες με το κινητό του.
Όταν έφτασε η αστυνομία ο σύζυγός μου έδωσε το κινητό μου στον γιατρό ο οποίος μου το έδωσε και έτσι έβγαλα φωτογραφίες με το δικό μου κινητό τις οποίες θα τυπώσω και θα σας τις προσκομίσω.
Ο αστυνομικός επέμενε ότι έπρεπε να δώσω κατάθεση εκείνη τη στιγμή. Του είπα να γράψει ότι έπεσα από τις σκάλες και να μου δώσουν κουμπί πανικού έτσι ώστε οι αστυνομικοί να αντιληφθούν τι είχε συμβεί και όχι ο άνδρας μου» καταλήγει στην κατάθεσή της.
Πώς ξεκίνησε ο καυγάς που οδήγησε στον ξυλοδαρμό της 37χρονης
Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε η 37χρονη, ο καβγάς του ζευγαριού ξεκίνησε μέσα σε μαγαζί της Βουλιαγμένης από όπου έφυγαν βιαστικά και… μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο, έγιναν όλα.
«Άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και σε μικρή απόσταση σε ένα απόμερο μέρος δεξιά του δρόμου που είχε χώρο σταμάτησε το αυτοκίνητο και με χτύπησε στο πρόσωπο έχοντας τα χέρια του σε γροθιά.
Όλη αυτή την ώρα μου είχε πάρει το κινητό. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ούρλιαζα βοήθεια και τον παρακαλούσα να σταματήσει, ενώ το πρόσωπό μου ήταν γεμάτο αίματα και τα κατάπινα και ένιωθα ότι πνίγομαι».
«Κάποια στιγμή ένιωθα ότι χάνω τις αισθήσεις μου. Με είδε σε αυτή την κατάσταση και σταμάτησε. Τον παρακαλούσα να με πάει σε κάποιο νοσοκομείο και να μου δώσει το κινητό μου για να ειδοποιήσω την αδερφή μου ή κάποιον δικό μου. Ο ίδιος δεν ανταποκρινόταν σε τίποτα από όλα αυτά παρότι του έλεγα ότι θα πεθάνω γιατί αιμορραγούσα πάρα πολύ! Ακόμα και τα ρούχα μου είχαν γεμίσει αίματα».
Σύμφωνα με την ίδια, ο σύζυγός της έσπευσε να της πάρει και το κουμπί πανικού που η ίδια είχε.
«Με οδήγησε στο σπίτι. Εγώ όταν μπήκα μέσα με όσες δυνάμεις είχα γιατί ζαλιζόμουν πολύ και ήμουν πολύ χτυπημένη του είπα ότι πάω να πλυθώ. Όταν ανέβηκα στο δωμάτιο για να πάρω το κουμπί πανικού που είναι συνδεδεμένο με τον συναγερμό και χτυπάει κατευθείαν στην αστυνομία με πρόλαβε και το πήρε αυτός και συνέχιζε να κρατάει το κινητό μου».
Σύμφωνα με την κατάθεση της 37χρονης, ο σύζυγός της πείστηκε να την πάει στο νοσοκομείο, επειδή τον διαβεβαίωσε ότι δε θα πει την αλήθεια στους γιατρούς.