Σε ηλικία 93 ετών «έφυγε» από τη ζωή ο Χρήστος Λέντζος, όπως έγινε γνωστό την Τετάρτη (20/12), και συνέδεσε το όνομά του με τον φραπέ, φτάνοντας το εθνικό μας ρόφημα σε… μυθικό πλαίσιο.
Ειδικότερα, το μαγαζί του Χρήστου Λέντζου στο Παγκράτι άρχισε τη λειτουργία του, το 1964, ως ζαχαροπλαστείο και βρισκόταν στην οδό Ευτυχίδου. Μάλιστα, σε σχετική συνέντευξή του στον Βασίλη Καλλίδη, ο Χρήστος Λέντζος είχε πει: «Το μαγαζί ξεκίνησε ως ζαχαροπλαστείο πολυτελείας το 1964. Φτιάχναμε πολύ ωραίες πάστες και τις σερβίραμε στον κόσμο μαζί με το καφεδάκι του. Μια ημέρα είχα μπει πίσω από τον μπουφέ επειδή έλειπε μια κοπέλα με άδεια. Εκεί που καθόμουν, πειραματιζόμουν και μου ήρθε η ιδέα να ανακατέψω στο μίξερ τον καφέ με διαφορετική δοσολογία. Αυτό ήταν! Ο πρώτος φραπέ α λα Λέντζος σερβιρίστηκε και από τότε έγινε ανάρπαστος».
Η μυστική συνταγή του φραπέ «α λα Λέντζος»
Ο φραπές του Χρήστου Λέντζου έγινε θρύλος, με τη συνταγή της επιτυχίας να παραμένει επτασφράγιστο μυστικό για πολλά χρόνια, και τον «μύθο» να μιλάει για κρέμες γάλακτος και μπέικιν πάουντερ που περιείχε.
Παρ’ όλα αυτά, απ’ ό,τι φαίνεται, το μυστικό της επιτυχίας κρύβεται στην άφθονη χρήση καφέ και ζάχαρης, αλλά και στην ανάμειξή τους. Συγκεκριμένα, κάθε καφές έβγαινε γλυκός από το μπλέντερ και για όσους προτιμούσαν μια πιο ήπια γεύση, ο Χρήστος Λέντζος προσέθετε μια επιπλέον κουταλιά καφέ από πάνω, γνωστή ως «καπάκι», για να μειώσει τη γλυκύτητα και να τον κάνει ακόμα πιο «βαρύ».
Το τραγούδι για τον Χρήστο Λέντζο
Η φήμη του Χρήστου Λέντζου, το μαγαζί του οποίου υπήρξε ορόσημο και σημείο-συνάντησης στο Παγκράτι για περισσότερες από τρεις δεκαετίες μέχρι που έκλεισε τον Φεβρουάριο του 2013, κατέκτησε και τη μουσική.
Μάλιστα, ο Χρήστος Νικολόπουλος έγραψε τη μουσική και ο Μανώλης Ρασούλης τους στίχους με αναφορά στο μαγαζί του Χρήστου Λέντζου. Το τραγούδι, με τίτλο «Καθόμουνα στου Λέντζου», ερμήνευσε ο Δημήτρης Κοντογιάννης.
Οι στίχοι του κομματιού είναι οι εξής: «Καθόμουνα στου Λέντζου και έπινα καφέ. Και βλέπω έναν τύπο μαζί με σένανε. Και σκύβω το κεφάλι να μην με δεις εσύ. Θολώνει το μυαλό μου και σκίζεται η γη. Τριγύρω κουβεντιάζανε για τα πολιτικά και πώς ο Μαύρος σούταρε δοκάρι την μπαλιά. Και εγώ ο μαύρος τώρα δα βλέπω πως μια στιγμή, να σβήσει η ζωή μου ήτανε αρκετή. Τ’ Αγίου Βαλεντίνου, αχ πίκρα και καημέ, καθόμουνα στου Λέντζου και έπινα καφέ…».