Μία σειρά από γεγονότα που πέρασαν κάτω από τα «ραντάρ» της δημοσιότητας είχαν ως αποτέλεσμα η έρευνα για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ να οδηγηθεί σε αδιέξοδο, το οποίο γεννά ερωτήματα σε σχέση με το χειρισμό της υπόθεσης από τις Αρχές.
Οι συλλήψεις των δύο αδελφών που κατηγορήθηκαν ως φυσικοί αυτουργοί και τελικά αθωώθηκαν είχαν λάβει χώρα τον Απρίλιο του 2023, δύο χρόνια μετά το στυγερό έγκλημα.
Μάλιστα, είχε πραγματοποιηθεί συνέντευξη Τύπου στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν είχε γίνει σαφές ποια ήταν τα καινούργια στοιχεία που ανέκυψαν -και τα οποία δεν υπήρχαν από τους πρώτους μήνες της έρευνας- τα οποία έφεραν τις συλλήψεις δύο χρόνια μετά. Η εικόνα που δινόταν ήταν ότι είχε γίνει «επαναξιολόγηση» και «επανεξέταση» του αρχικού υλικού και ότι η έρευνα θα συνεχιστεί για να «δέσει» η υπόθεση.
Η δικογραφία με τα στοιχεία του Τμήματος Ανθρωποκτονιών διαβιβάστηκε τότε στη Δικαιοσύνη και εκδόθηκαν δύο εντάλματα σύλληψης. Μάλιστα, οι δύο συλληφθέντες κρίθηκαν προφυλακιστέοι, παρότι για τον έναν εξ αυτών δεν προέκυπτε με αποδεικτικά στοιχεία η παρουσία του στον Άλιμο.
Περίπου ένα χρόνο μετά η δίκη ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε, χωρίς να εισφερθούν πρόσθετα στοιχεία που θα μπορούσαν να βεβαιώσουν τη σύνδεση των δύο κατηγορουμένων με τη δολοφονία. Η αισιοδοξία που «διαχεόταν» μετά τις συλλήψεις ότι η έρευνα στα οικονομικά των κατηγορουμένων μπορεί να φέρει σημαντικά αποτελέσματα ουδέποτε ανταποκρίθηκε στην πραγματικότητα, ενώ το ίδιο ισχύει για τις διαρροές ότι το το κινητό τηλέφωνο του δημοσιογράφου θα «μιλήσει» και θα βοηθήσει στην εξέλιξη της έρευνας.
Η ακροαματική διαδικασία επικεντρώθηκε στις ενδείξεις που υπήρχαν στην αρχική δικογραφία του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, ωστόσο, η δικαστική απόφαση δείχνει ότι ουδέποτε βρέθηκαν αποδείξεις. Η παύση δραστηριότητας των κινητών τηλεφώνων και η παρουσία του βαν -που συνδέεται με τον έναν από τους δύο κατηγορουμένους – στον Άλιμο δεν ήταν αρκετά για να πείσουν δικαστές και ενόρκους για την ενοχή των κατηγορουμένων. Όπως δεν ήταν αρκούντως πειστικές οι αναφορές περί ταυτοποίησης του σωματότυπου των δραστών, καθώς από το υπάρχον υλικό των καμερών ασφαλείας κανείς δεν θα μπορούσε να τους ταυτοποιήσει επαρκώς. Οι δράστες φορούσαν κράνη και τζάκετ και το σωματότυπό τους δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
Στη δικογραφία δεν γινόταν αναφορά για το κίνητρο, ενώ δεν βρέθηκαν ποτέ η μηχανή των δραστών, το όπλο και ο εντολέας της επίθεσης. Κατά τη διάρκεια της δίκης, εντούτοις, ήρθαν στο φως και άλλες παθογένειες. Αποκαλύφθηκε ότι τα αποτελέσματα της έρευνας στο κινητό τηλέφωνο του Γιώργου Καραϊβάζ, το οποίο αποτελούσε κρίσιμο πειστήριο, δεν έφτασαν ποτέ στο δικαστήριο, διότι το σχετικό CD καταστράφηκε με συρραπτικό (χωρίς να δοθούν περισσότερες διευκρινήσεις).
Παράλληλα, έγινε σαφές ότι οι συνήγοροι υπεράσπισης με τους δικηγόρους των κατηγορουμένων είχαν ένα «σημείο τομής». Και αυτό ήταν η κοινή τους άποψη ότι ουδέποτε έμαθε κανείς το κίνητρο της δολοφονίας του Γιώργου Καραϊβάζ, το οποίο τρία χρόνια μετά αποτελεί άλυτο «γρίφο», χωρίς καν να υπάρχουν ελπίδες για την αποκάλυψή του.
Η αθώωση των δύο αδελφών που φέρονταν ως φυσικοί αυτουργοί γυρίζει την υπόθεση στο σημείο μηδέν. Δεν είναι τυχαίο ότι στο άκουσμα της δικαστικής απόφασης υπήρξε «μούδιασμα» στους κόλπους της ΕΛ.ΑΣ.
Ερώτημα αποτελεί τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και πέρα. Εάν δηλαδή η Αστυνομία ανοίξει νέο κύκλο έρευνας προς άλλες ερευνητικές κατευθύνσεις ή εάν ο φάκελος της δολοφονίας του Γιώργου Καραϊβάζ μείνει στο σκοτάδι.