Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αποφάσισε την έκδοση στην Ρουμανία του Ισραηλινού επιχειρηματία Μπένι Στάινμετς, του αποκαλούμενου και «βασιλιά των διαμαντιών». Σε βάρος του επιχειρηματία, ο οποίος νοσηλεύεται σε ιδιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης γεγονός που σημαίνει – δικονομικά – ότι καθίσταται κρατούμενος και βάσει της διαδικασίας θα πρέπει να νοσηλεύεται κρατούμενος.
Σημειώνεται πως ο Μπένι Στάινμετς προσέφυγε στον Άρειο Πάγο υποβάλλοντας έφεση με την οποία ζήτησε να αλλάξει η απόφαση του Συμβουλίου. Όταν προσδιοριστεί ο χρόνος της συζήτησης της έφεσής του, θα πρέπει να οδηγηθεί στο δικαστήριο και να υποστηρίξει τους λόγους για τους οποίους αρνείται την έκδοσή του στη Ρουμανία και επιθυμεί να παραμείνει στη χώρα μας. Την τελική απόφαση θα τη λάβει ο Άρειος Πάγος.
Σε βάρος του Στάινμετς εκκρεμεί διεθνές ένταλμα σύλληψης, καθώς διώκεται από τις ρουμανικές αρχές, μεταξύ άλλων, για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Τον Οκτώβριο του 2024, οι ελληνικές Αρχές είχαν περάσει χειροπέδες στον ισραηλινό μεγιστάνα, την ώρα που έφτανε στο «Ελ. Βενιζέλος» με ιδιωτική πτήση.
Ο Στάινμετς παρουσιάστηκε στον Εισαγγελέα Εφετών και αφέθηκε ελεύθερος, καθώς υπάρχει αμετάκλητη απόφαση της ελληνικής δικαιοσύνης, μετά τη σύλληψή του στην Αθήνα το 2021, η οποία απέρριπτε την έκδοσή του στη Ρουμανία.
Γιατί τον καταδιώκει η Ρουμανία – Το Project Prince
Η ιστορία του Στάινμετς με τη Ρουμανία σχετίζεται με το αποκαλούμενο Project Prince, το σχέδιο για να καταφέρει ο εγγονός του πρώην βασιλιά Καρόλου II της Ρουμανίας, Παύλος, να πάρει τη βασιλική περιουσία από το ρουμανικό κράτος, η οποία είχε κατασχεθεί οριστικά μετά την άνοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος του Νικολάι Τσαουσέσκου. Οι Financial Times σε πρόσφατο αναλυτικό ρεπορτάζ αποκάλυψαν συγκλονιστικές πτυχές της υπόθεσης.
Ο Παύλος γεννημένος το 1948 στη Γαλλία, μεγάλωσε με ιστορίες της κλοπής του βασιλικού θρόνου της Ρουμανίας και της κλεμμένης βασιλικής του κληρονομιάς. Ο Κάρολος είχε παντρευτεί την Ζίζι Λαμπρίνο, αλλά ο γάμος ακυρώθηκε και ο Παύλος καταγράφηκε ως νόθος. Τελικά, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, ο Παύλος επισκέφτηκε την Πορτογαλία, στην οποία είχε διαφύγει ο παππούς του, και έλαβε το χρυσό δαχτυλίδι του Κάρολου. Στη συνέχεια, το 1996, παντρεύτηκε τη Λία Τριφ, μία αμερικανίδα με ρουμανική καταγωγή, και μαζί μετακόμισαν στη Ρουμανία, επιδιώκοντας να ανακτήσουν τη βασιλική περιουσία, ενώ το καθεστώς Τσαουσέσκου είχε καταρρεύσει και η χώρα ήταν σε μετάβαση.
Το ζευγάρι βρήκε μία πιθανή διέξοδο για την αποκατάσταση της περιουσίας τους όταν η Ρουμανία πέρασε νόμους που επέτρεπαν την επιστροφή χαμένων περιουσιών από την κομμουνιστική περίοδο. Το 2006, ο Παύλος συναντήθηκε με τον Ρέμου Τρουίκα, έναν επιχειρηματία στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και πρώην προσωπάρχη του πρώην πρωθυπουργού Άντριαν Ναστασε, ο οποίος μαστιζόταν από τη διαφθορά. Ο Τρούικα υποσχέθηκε βοήθεια στον Παύλο αλλά και χρηματοδότηση μέσω μιας ομάδας διεθνών επενδυτών, της Reciplia, με επικεφαλής τον Ισραηλινό δισεκατομμυριούχο Μπένι Στάινμετς. Κομβικό ρόλο στην ομάδα είχε ο Ταλ Σίλμπερσταϊν, πρώην κομάντο των ειδικών δυνάμεων του Ισραήλ που έγινε διεθνής πολιτικός σύμβουλος. Ο Σίλμπερσταϊν ήταν ενδιάμεσος μεταξύ του Παύλου και του Στάινμετς.
Η συμφωνία περιλάμβανε σημαντικές πληρωμές και μηνιαίες χορηγίες για τον Παύλο, με αντάλλαγμα για αυτήν την υποστήριξη το 50% της οποιασδήποτε αποκατάστασης βασιλικών περιουσιών. Η συμφωνία αυτή υποσχόταν τεράστια κέρδη, ενώ η βασιλική περιουσία εκτιμήθηκε ότι μπορεί να άγγιζε το 1 δισεκατομμύριο δολάρια. Χρήματα που θα επέτρεπαν στον Παύλο να ζήσει επιτέλους σαν «πρίγκιπας». Ωστόσο, η εμπλοκή του Παύλου με την εν λόγω ομάδα επιχειρηματιών θα τον έφερνε αντιμέτωπο με την αλήθεια πίσω από τις σκοτεινές συμφωνίες τους, οδηγώντας τον σε φυλακή, εξορία και απώλεια της κληρονομιάς του.
Η ακόρεστη δίψα για συμφωνίες σε διεφθαρμένες χώρες
Ο Μπένι Στάινμετς, όπως αναφέρουν οι Financial Times, είχε μία φαινομενικά ακόρεστη όρεξη να κάνει συμφωνίες υψηλού κινδύνου σε εξαιρετικά διεφθαρμένες χώρες. Είχε κληρονομήσει την επιχείρηση διαμαντιών της οικογένειάς του και επεκτάθηκε από την πώληση πολύτιμων λίθων στην προμήθεια τους απευθείας στην Αφρική. Έγινε πρωτοσέλιδο σε όλο τον κόσμο για την εξασφάλιση μιας τεράστιας παραχώρησης εξόρυξης σιδηρομεταλλεύματος το 2008 στη Γουινέα με όρους τόσο ευνοϊκούς που οι αντίπαλοι έμειναν να αναρωτιούνται πώς τα κατάφερε.
Ονομάστηκε «η συμφωνία του αιώνα», σημείωσε ένα εκπληκτικό κέρδος πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων σε λιγότερο από δύο χρόνια, αφού η εταιρεία του μετέφερε ένα μερίδιο στο έργο στη βραζιλιάνικη εταιρεία εξόρυξης Vale (διαβάστε παρακάτω τη σύγκρουση που ακολούθησε με τη Vale). Μετά από αυτό, «ο Μπένι πάντα έψαχνε για τα μεγάλα», ανέφερε στους Financial Times ένα άτομο που τον γνωρίζει καλά. «Τα παιδιά σαν τον Μπένι, δεν τους νοιάζει μια επιστροφή 20%. Ψάχνουν για τεράστια στοιχήματα, τουλάχιστον 10 φορές ή ιδανικά 30 φορές πάνω από τα χρήματά τους».
Η συμφωνία του με τον πρίγκηπα Πολ υποσχόταν ακριβώς αυτό. Ακόμα κι αν τα προκαταβολικά έξοδα της Reciplia για τους δικηγόρους και τα χρήματα προς τον Πολ έφταναν τα 20 εκατ. ευρώ, η πιθανή πληρωμή θα εξακολουθούσε να είναι τεράστια. «Σε ένα στάδιο, υπήρχε ακόμη και η ιδέα ότι τα αποθέματα χρυσού της χώρας ανήκαν στη βασιλική οικογένεια», είπε ο συνεργάτης του Στάινμετς.
Η Reciplia και οι πρώτες νίκες
Με τη Reciplia να ενεργεί στο παρασκήνιο, η πρώτη σημαντική νίκη ήρθε όταν το δικαστήριο της Ρουμανίας αποφάσισε να επιστρέψει τη δασική έκταση του Σνάγκοβ, η οποία ανήκε κάποτε στη βασιλική οικογένεια. Η μεγάλη επιτυχία, όμως, ήρθε όταν κατάφεραν να αποκτήσουν τεράστια έκταση γης στο βόρειο τμήμα του Βουκουρεστίου που ονομάζεται Βασιλική Φάρμα Băneasa, η οποία ανήκε στον Βασιλιά Κάρολο Β΄ και είχε τεράστια οικονομική δυναμική. Εάν αυτή η γη μπορούσε να αναπτυχθεί εκ νέου, θα μπορούσε να αξίζει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Η επιτυχία αυτής της αποκατάστασης, ωστόσο, πέρασε μέσα από μια δύσκολη και αμφιλεγόμενη διαδικασία, η οποία περιλάμβανε πολιτικές πιέσεις και υπόγειους χειρισμούς. Ο Παύλος, πλέον με αρκετά χρήματα και μια νέα ζωή, συνέχισε να διεκδικεί τη βασιλική του κληρονομιά.
Η αρχή του τέλους
Το αίσθημα της νίκης όμως δεν κράτησε πολύ. Ορισμένα μέλη του «Project Prince» άρχισαν να αμφισβητούν ο ένας τον άλλο. Κάποιοι ανησυχούσαν ότι ο Ρέμου Τρουίκα έπαιρνε χρήματα από την επιχείρηση και έτσι οι σχέσεις μεταξύ του ίδίου, του Στάινμετς και των άλλων εμπλεκόμενων άρχισαν να χαλάνε. Ο Παύλος άρχισε επίσης να αναρωτιέται αν κάτι δεν πήγαινε καλά. Αντί να πουλήσουν την έκταση Băneasa και να διανείμουν τα κέρδη, η Reciplia του είπε ότι ήθελε να αναπτύξει τη γη, καθυστερώντας την πληρωμή του.
Ο Παύλος άρχισε επίσης να παρατηρεί ότι κάποιοι τον παρακολουθούσαν μαζί με τη σύζυγό του στο Βουκουρέστι. Σύντομα υποψιάστηκε ότι η Reciplia είχε προσλάβει πρώην αξιωματικούς της Μοσάντ στην ομάδα της. Εκείνοι του είχαν πει ότι ήταν εκεί για να «κάνουν τον ίδιο και τη σύζυγό του να νιώθουν ασφαλείς», αλλά ο Παύλος πίστευε ότι ήταν εκεί «για να βρουν τις αδυναμίες» τους και να τους πλήξουν. Ο Στάινμετς αρνήθηκε ότι απασχολούσε πρώην αξιωματικούς της Μοσάντ και αποκάλεσε αυτές τις κατηγορίες «έκδηλο ψέμα» και «κακόβουλες φήμες». Μάλιστα προσπάθησε αρχικά να καθησυχάσει τις ανησυχίες του Παύλου, ωστόσο δεν τον έπεισε και ο Σίλμπερσταϊν έβλεπε σταδιακά το Project Prince να καταρρέει.
Η Λάουρα Κόντρα Κόβεσι, επικεφαλής της νέας Διεύθυνσης κατά της Διαφθοράς (DNA) στη Ρουμανία από το 2013, που είχε ήδη παραπέμψει μέσα σε δύο χρόνια 14 μέλη του κοινοβουλίου, τέσσερις υπουργούς, τον δήμαρχο του Βουκουρεστίου για διάφορες υποθέσεις, απαγγέλοντας κατηγορίες ακόμη και σε βάρος του πρώην πρωθυπουργού, έβαλε στο στόχαστρό της τα μέλη του Project Prince. Είχαν εγκατασταθεί συσκευές παρακολούθησης στα σπίτια του Παύλου και της Λίας και είχαν υποκλαπεί οι τηλεφωνικές γραμμές όλων των μελών του έργου. Πράκτορες της υπηρεσίας πληροφοριών της Ρουμανίας (SRI) παρακολουθούσαν κάθε τους κίνηση, καθώς πίστευαν ότι το Project Prince αποτελούσε απειλή για την εθνική ασφάλεια, ήταν ένα εγκληματικό σχέδιο ξένων για να εξαπατήσουν το κράτος.
Η κατάρρευση του Project Prince
Τέλη του 2015, η Κόβεσι εμφανίστηκε στην τηλεόραση για να ανακοινώσει μία νέα κατηγορία. Ο πρίγκιπας Παύλος, ο Ρέμου, ο Στάινμετς, ο Σίλμπερσταϊν και άλλοι κατηγορούνταν για «σύσταση εγκληματικής ομάδας» που χρημάτιζε δημόσιους υπαλλήλους για να κερδίσουν ψευδείς αξιώσεις κληρονομιάς. Οι ζημιές που είχε προκαλέσει η ομάδα στο κράτος από την αποκατάσταση του Μπανεάσα και άλλων γαιών ξεπερνούσαν τα 100 εκατομμύρια ευρώ.
Ο Παύλος, ο οποίος είχε έρθει στη Ρουμανία για να διεκδικήσει την πατρίδα του, βρισκόταν τώρα στο στόχαστρο της δικαιοσύνης και σύντομα θα γινόταν ένας από τους πιο καταζητούμενους φυγάδες. Διέφυγε αμέσως και βρήκε αρχικά ασφαλές καταφύγιο στην Ιταλία. Η Ρουμανία εξέδωσε διεθνή εντάλματα σύλληψης για τον Παύλο, καθώς και για τον Στάινμετζ και τον Σίλμπερσταϊν, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε πέντε χρόνια φυλάκισης ο καθένας.
Κάποιοι από τους εμπλεκόμενους οδηγήθηκαν στη φυλακής, ωστόσο ο Στάινμετςήταν στο Ντουμπάι εκείνη την περίοδο, μακριά από τα χέρια των αρχών. Όμως το Project Prince δεν ήταν το μόνο από τα ριψοκίνδυνα έργα του Μπένι Στάινμετζ που κατέρρεαν. Στην πραγματικότητα, τα νομικά του προβλήματα σε όλο τον κόσμο φαινόταν να ξεφεύγουν από τον έλεγχό του.
Μερικά χρόνια πριν την κατηγορία στη Ρουμανία, ένας πρώην υπάλληλος του Στάινμετς που είχε εργαστεί για τη συμφωνία εξόρυξης στη Γουινέα, συνελήφθη από το FBI. Ομοσπονδιακοί πράκτορες τον είχαν ηχογραφήσει μυστικά να σχεδιάζει την καταστροφή στοιχείων που έδειχναν ότι είχαν καταβληθεί εκατομμύρια δολάρια για μίζες από την εταιρεία του Στάινμετζ σε μία από τις πρώην συζύγους του πρώην δικτάτορα της Γουινέας.
Η κυβέρνηση της Γουινέας κατηγόρησε τότε τον Στάινμετς για δωροδοκία και δήλωσε ότι θα του αφαιρούσε τα δικαιώματα της εξόρυξης. Το 2021, ποινικό δικαστήριο της Γενεύης διαπίστωσε ότι ο Μπένι Στάινμετς και οι συνεργάτες του κατέβαλαν εκατομμύρια δολάρια στη σύζυγο του προέδρου της Γουινέας για να αποκτήσουν τα δικαιώματα εξόρυξης πολύτιμων κοιτασμάτων σιδηρομεταλλεύματος – τα μισά από τα οποία η εταιρεία του Στάινμετς στη συνέχεια πούλησε γρήγορα για δισεκατομμύρια κέρδη. Ο Στάινμετς αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες για διαφθορά και άσκησε έφεση κατά της καταδίκης του στο ανώτατο δικαστήριο της Ελβετίας, αφού του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών.
Ο ισραηλινός επιχειρηματίας φαινόταν να βυθίζεται κάτω από το βάρος των αυξανόμενων πολιτικών και ποινικών υποθέσεων που του είχαν ασκηθεί.
Από το 2018, η εταιρεία του Στάινμετς τέθηκε σε εθελοντική διαχείριση για να προστατεύσει τα περιουσιακά στοιχεία από περαιτέρω νομικές αξιώσεις. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021, ο Στάινμετζ είχε συλληφθεί στην Ελλάδα με βάση το ένταλμα σύλληψης της Ρουμανίας και του είχε απαγορευτεί να εγκαταλείψει τη χώρα.
Ο Παύλος, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε μετακινηθεί από την Ιταλία στη Γαλλία, τελικά παραδόθηκε στις γαλλικές αρχές και κατάφερε να αποτρέψει το πρώτο αίτημα της Ρουμανίας να τον εκδώσουν για να εκτίσει την ποινή του. Μέχρι τον Απρίλιο του 2024, η Λία τον είχε ακολουθήσει στη Γαλλία. Δυναμωμένος από τη νίκη του, ο Παύλος αποφάσισε να δεχτεί μια πρόσκληση από ένα τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας να επισκεφθεί το μεσογειακό νησί. Οι δικηγόροι του τον προειδοποίησαν ότι ήταν μεγάλο ρίσκο, αλλά ο Πολ ήταν πεπεισμένος ότι η ρουμανική κυβέρνηση δεν θα προσπαθούσε να τον συλλάβει.
Πήγε στη Βαλέτα με τη Λία και πέρασε από τα σύνορα χωρίς πρόβλημα. Την τρίτη ημέρα στο νησί, τρεις αστυνομικοί της Μάλτας προσέγγισαν τον Παύλο και τον συνέλαβαν. Ήταν υπό κράτηση κατόπιν εντολής του ρουμανικού κράτους. Μέχρι το βράδυ, ο Παύλος ήταν στη φυλακή Κοραδίνο, μια φυλακή που χτίστηκε τον 19ο αιώνα υπό τη βρετανική αποικιοκρατία. «Ήταν σοκ», είπε. «Πας από ένα πεντάστερο ξενοδοχείο στη φυλακή».
Ο πόλεμος με την Vale
Μεταξύ των αντιπάλων του Στάινμετς, ένας προβάλλει ως ο μεγαλύτερος- ο βραζιλιάνικος γίγαντας εξόρυξης Vale S.A. Το 2010, η Vale συμφώνησε να καταβάλει 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια για το 51% των δικαιωμάτων εξόρυξης στη Γουινέα που είχε αποκτήσει η BSGR του Στάινμετς. Αλλά, μαζί με την BSGR, έχασε το μερίδιό της στα δικαιώματα όταν η κυβέρνηση της Γουινέας τα πήρε πίσω τέσσερα χρόνια αργότερα.
Η Vale κατηγόρησε την BSGR ότι είχε πει επανειλημμένα ψέματα σχετικά με την υποτιθέμενη δωροδοκία της, προκειμένου να εξασφαλίσει την επένδυση της βραζιλιάνικης μεταλλευτικής εταιρείας, και την κατηγόρησε για τεράστιες απώλειες.
Το 2019, η Vale κέρδισε 2 δισεκατομμύρια δολάρια κατά της BSGR σε ένα δικαστήριο επιχειρηματικών διαφορών, το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Λονδίνου, αλλά η BSGR δήλωσε ότι ήταν αφερέγγυα και δεν μπορούσε να πληρώσει. Μέχρι στιγμής η βραζιλιάνικη εταιρεία δεν έχει καταφέρει να εισπράξει τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια που της οφείλονται.