Αλμπέρ Καμύ, «Ο Καλλιτέχνης και η Εποχή του. Ομιλίες στη Σουηδία». Ο Α. Καμύ το 1957 κερδίζει το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στην ομιλία του στην Ακαδημία της Σουηδίας αναφέρεται στην Τέχνη και στον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη, αναφέρεται στο θέμα της έκθεσης για τα ΕΠΑΛ 2019 στις Πανελλήνιες.
Ενώ μαίνεται ακόμα ο πόλεμος στην Αλγερία, ο Αλμπέρ Καμύ, στην «Ομιλία στη Σουηδία» (10 Δεκεμβρίου 1957), γυμνός μπρος στους προβολείς της αιφνίδιας δημοσιότητας που του χαρίζει το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, στρέφεται προς την τέχνη του και καταθέτει «τη διπλή υποχρέωση που προσδίδει αξία στο έργο του: να ταχθεί στην υπηρεσία της αλήθειας και της ελευθερίας».
Έχοντας συνείδηση ότι ανήκει σε μια γενιά που δεν έχει προορισμό να ξαναφτιάξει τον κόσμο αλλά «να τον εμποδίσει να χαλάσει» μπρος στην καταστροφική πορεία της Ιστορίας, θα αναρωτηθεί τέσσερις μέρες μετά, στη «Διάλεξή» του στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, κατά πόσον η τέχνη αποτελεί «απατηλή πολυτέλεια» και θα απαντήσει: «[…] Κάθε καλλιτέχνης ναυτολογείται στη γαλέρα της εποχής του. […] Δημιουργώ, στις μέρες μας, σημαίνει δημιουργώ επικινδύνως. […] Το ζητούμενο είναι να μάθουμε πώς μπορεί να παραμείνει εφικτή η αλλόκοτη ελευθερία της δημιουργίας εν μέσω της αστυνόμευσης τόσων ιδεολογιών (πόσες θρησκείες, πόση μοναξιά!)».
Το κείμενο:
Ο Α. Καμύ το 1957 κερδίζει το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στην ομιλία του στην Ακαδημία της Σουηδίας αναφέρεται στην Τέχνη και στον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη.
[…] Προσωπικά, μου είναι αδύνατον να ζήσω χωρίς την τέχνη μου. Αλλά ουδέποτε την έβαλα πάνω απ’ όλα. Αντιθέτως, μου είναι απαραίτητη γιατί συνυπάρχει με τον καθένα και μου επιτρέπει να ζω, έτσι όπως είμαι, στο ίδιο επίπεδο με όλους. Η τέχνη δεν είναι για μένα μια απόλαυση μοναχική. Είναι ένα μέσο για να αγγίζω τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, προσφέροντάς τους μια προνομιακή εικόνα για τους κοινούς πόνους και τις χαρές.
Εξαναγκάζει, λοιπόν, τον καλλιτέχνη να μην απομονωθεί και του επιβάλλει την πιο ταπεινή και οικουμενική αλήθεια. Και αυτός που συχνά επιλέγει τη μοίρα του καλλιτέχνη επειδή αισθάνεται διαφορετικός, πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι δεν θα τονώσει την τέχνη και τη διαφορετικότητά του παρά μόνον αποδεχόμενος την ομοιότητά του με όλο τον κόσμο.
Ο καλλιτέχνης διαπλάθεται μέσα σ’ ένα αδιάκοπο πηγαινέλα από το εγώ του στους άλλους, στο μεταίχμιο1 μεταξύ της αναγκαίας γι’ αυτόν ομορφιάς και της κοινότητας από την οποία αδυνατεί να αποσπαστεί. Γι’ αυτό τον λόγο οι αληθινοί καλλιτέχνες δεν περιφρονούν τίποτε και υποχρεώνουν εαυτούς να κατανοούν αντί να κρίνουν. Κι αν πρέπει να πάρουν το μέρος κάποιου σε αυτόν τον κόσμο, δεν μπορούν παρά να ταχθούν υπέρ μιας κοινωνίας όπου, σύμφωνα με την ιστορική ρήση του Νίτσε2, δεν θα κυριαρχεί πλέον ο κριτής αλλά ο δημιουργός, είτε είναι εργάτης είτε διανοούμενος.
[…] Ο καλλιτέχνης μπορεί να ξαναβρεί το αίσθημα μιας ζωντανής κοινωνίας που θα τον δικαιώσει με μόνη προϋπόθεση να αποδεχτεί, όσο του είναι δυνατόν, τη διπλή υποχρέωση που προσδίδει αξία στο έργο του: να ταχθεί στην υπηρεσία της αλήθειας και της ελευθερίας. Εφόσον, προορισμός του είναι να συνενώσει τον μεγαλύτερο δυνατόν αριθμό ανθρώπων, αδυνατεί να συμβιβαστεί με το ψεύδος και τη δουλεία που, όπου βασιλεύουν, πολλαπλασιάζουν τη μοναξιά. Όποιες κι αν είναι οι προσωπικές μας αναπηρίες, το μεγαλείο της δουλειάς μας θα ριζώσει μόνο αν αναλάβουμε μια δέσμευση διττή3, που δύσκολα τηρείται: την άρνηση του ψεύδους για ό,τι γνωρίζουμε και την αντίσταση στην καταπίεση.