Ελλάδα

Ιχνηλάτηση κρουσμάτων: Οι δυσκολίες, οι προκλήσεις και το μεγάλο στοίχημα

Τη διαδικασία της ιχνηλάτησης των κρουσμάτων κορονοϊού από την ειδική ομάδα των 190 – μέχρι στιγμής – υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας παρουσιάζει στο iEidiseis ανώτερο στέλεχος της υπηρεσίας, μιλώντας τόσο για τη δύσκολη και αδιάκοπη δουλειά του αρμόδιου προσωπικού, όσο και για το «στοίχημα» του να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών.

Χιλιάδες κλήσεις ανά ημέρα – όσες περίπου τα κρούσματα του 24ωρου και οι επαφές τους – περιλαμβάνει η καθημερινότητα των υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας που εργάζεται στην ιχνηλάτηση των κρουσμάτων κορονοϊού, δουλεύοντας πυρετωδώς, κατ’αναλογία με την πρόσφατη αύξηση των μολύνσεων στην Ελλάδα, και σε συνθήκες συνεχούς συναγερμού…

Οι δυσκολίες είναι πολλές, περιγράφει στο iEidiseis ανώτερο στέλεχος του Κέντρου Ιχνηλατήσεων, και αφορούν, μεταξύ άλλων, στα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ιού, οι εξάρσεις του οποίου, 9 μήνες μετά το ξέσπασμα της επιδημίας στη χώρα, απαιτούν και τη συνεχή βελτίωση των διαθέσιμων «όπλων» και εργαλείων.

Την ίδια ώρα, πρόκληση για τους ιθύνοντες της υπηρεσίας αποτελεί η επικοινωνία με μία μικρή μερίδα πολιτών που εμφανίζεται λιγότερο πρόθυμη να συνεργαστεί με το προσωπικό της ΓΓΠΠ, σε αντίθεση με τη μεγάλη πλειοψηφία των υποθέσεων που διεκπεραιώνονται, παρότι διακυβεύεται η δημόσια υγεία.

Η διαδικασία

Όπως εξηγεί, αρχικά, η ίδια πηγή, «η ιχνηλάτηση ως όρος έχει να κάνει με την κίνηση συγκεκριμένων ανθρώπων και την αναγνώριση αυτής της κίνησης. Πρόκειται για την προσπάθεια εντοπισμού των αποτυπωμάτων των κινήσεων ενός ατόμου. Ως ιχνηλάτηση στα πλαίσια της πανδημίας Covid-19, λοιπόν, ορίζεται η διαδικασία χαρτογράφησης της πορείας ενός επιβεβαιωμένου κρούσματος κορονοϊού, στο πλαίσιο της οποίας θα αναζητηθούν οι επαφές του, οι άνθρωποι στους οποίους ενδέχεται να μεταδόθηκε η νόσος».

Διευκρινίζει, δε, πως «ο υπεύθυνος για την υγειονομική αξιολόγηση, για το αν ένας πολίτης που υπεβλήθη σε δειγματοληπτικό έλεγχο αποτελεί κρούσμα, είναι ο ΕΟΔΥ», από τον οποίο και εκκινεί η επιδημιολογική διερεύνηση. «Εφόσον ο Οργανισμός αποφανθεί ότι κάποιος πολίτης είναι θετικός στον κορονοϊό ενημερώνει την Πολιτική Προστασία».

Από εκεί και πέρα, «ο σκοπός είναι ένας: το να σπάσουμε την αλυσίδα της μετάδοσης στην κοινότητα», προσθέτει, με το στόχο αυτό να έχει αυξημένο βαθμό πολυπλοκότητας, λόγω της μεταδοτικότητας του συγκεκριμένου ιού αλλά και άλλων γνωρισμάτων του: μεταδίδεται ακόμη και 48 ώρες πριν την εκδήλωση της νόσου σε έναν φορέα, ή και χωρίς αυτός να παρουσιάσει οποιοδήποτε σύμπτωμα (ασυμπτωματικοί φορείς).

Είναι, λοιπόν, κρίσιμο «να γνωρίζουμε πού κινήθηκε ένα κρούσμα, να συμπεράνουμε ποιες ήταν οι επαφές του, και, όπου χρειάζεται, να τις θέσουμε σε υγειονομικό περιορισμό», εφόσον πρόκειται για υψηλού κινδύνου επαφές.

Η εργασία αυτή κατανέμεται μεταξύ 190 στελεχών του Κέντρου Ιχνηλατήσεων, προερχόμενα από το Πυροσβεστικό Σώμα, την ΕΛ.ΑΣ., το Λιμενικό, στελέχη του ΕΟΔΥ – υγειονομικούς και διοικητικούς υπαλλήλους – καθώς και στελέχη της ΥΠΕ Αττικής, τα οποία στελεχώνουν δύο βασικά τμήματα: το ένα ασχολείται με την ιχνηλάτηση κρουσμάτων εσωτερικού, δηλαδή Έλληνες πολίτες ή άλλους μόνιμους κατοίκους της χώρας μας, ενώ το δεύτερο αφορά στην έρευνα για εισερχόμενα στη χώρα άτομα, μέσω των πυλών εισόδου.

Αξίζει να αναφερθεί πως σε χερσαία σύνορα, λιμάνια και αεροδρόμια οι δειγματοληπτικοί έλεγχοι συνεχίζονται, βάσει ειδικού αλγορίθμου, με την ιχνηλάτηση να ακολουθεί, επί εντοπισμού κρούσματος, ενώ έπεται η καραντίνα σε ξενοδοχεία, εφόσον πρόκειται για π.χ. για τουρίστα ο οποίος δε χρήζει νοσηλείας – μάλιστα, αν χρειαστεί, οι ιχνηλάτες θα επικοινωνήσουν με την αρμόδια προξενική αρχή, προκειμένου να σταθεί αρωγός κι εκείνη στην πληροφόρηση του ατόμου που βρέθηκε θετικό.

Εξάλλου, το «τμήμα καταγραφής, αναλαμβάνει την επικοινωνία με τα νοσοκομεία ανά τη χώρα», καθώς τα στελέχη της ΓΓΠΠ «παρακολουθούν την πορεία της υγείας των ανθρώπων που νοσηλεύονται», ενώ ένα τέταρτο τμήμα, διοικητικό, υποστηρίζει όλες τις παραπάνω δραστηριότητες και χειρίζεται αιτήματα πολιτών, όπως η παροχή βεβαίωσης για τον εργοδότη, για τις περιπτώσεις όσων τέθηκαν σε υγειονομικό περιορισμό από την υπηρεσία.

IMG 2958409227d7edbd38700b27d5119ac5 V

Τα τηλέφωνα δε σταματούν ποτέ…

«Κάθε βράδυ που ενημερώνεται η χώρα για το πόσα κρούσματα έχουμε ημερησίως, ενημερώνεται και η ΓΓΠΠ, μέσω πληροφοριακού συστήματος, και διοχετεύεται σε εμάς η πληροφορία με τα πλήρη στοιχεία των 1.000 ή 2.500 κλπ. κρουσμάτων», συνεχίζει το στέλεχος.

«Αμέσως, ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους, για να δούμε ποιες είναι οι επαφές τους», με «βασικό εργαλείο της ιχνηλάτησης την τηλεφωνική συνέντευξη», καθώς οι αρμόδιοι υπάλληλοι επικοινωνούν άμεσα με τους ενδιαφερόμενους.

Το στέλεχος της υπηρεσίας κάνει μάλιστα λόγο για μια συνεχή διαδικασία, έναν αδιάκοπο κύκλο, αφού «πάνω που ολοκληρώνουμε την εργασία μας με τα κρούσματα της προηγούμενης, μας έρχονται τα νέα. Δηλαδή ενώ ήδη δουλεύουμε κάποια κρούσματα που μας έχουν κοινοποιηθεί και ενδεχομένως έχουμε κάποιες εκκρεμότητες, ταυτόχρονα καλούμαστε να χειριστούμε τη νέα πληροφορία, ώστε να είμαστε αποτελεσματικοί στο βέλτιστο χρονικό διάστημα».

Παραδέχεται, δε, πως η αύξηση στις θετικές διαγνώσεις, όπως παρατηρήθηκε και στην Ελλάδα, με την έλευση του δεύτερου κύματος της πανδημίας, δεν ασκεί πίεση μόνο στο ΕΣΥ αλλά και στους ίδιους: «Όσο αυξάνονται τα κρούσματα, τόσο αυξάνει και η πίεση συνολικά σε όσους ασχολούνται με τη Covid-19. Ο όγκος των μολύνσεων συνεπάγεται αυξημένο φόρτο και για τη ΓΓΠΠ και για τον ΕΟΔΥ, αντίστοιχα, κοκ.».

Οι δυσκολίες

Παράλληλα, σε σχέση με την αναφορά του υφυπουργού Ν. Χαρδαλιά, τη Δευτέρα, πως «το 92,3% των κρουσμάτων ιχνηλατείται αρκούντως διεξοδικά», ο επιτελής του Κέντρου Ιχνηλάτησης εξηγεί στο iEidiseis πως το ποσοστό που εμφανίζεται ως εκκρεμότητα επίσης τυγχάνει επεξεργασίας από την υπηρεσία: «Ενδεχομένως το ποσοστό αυτό αφορά ανθρώπους για τους οποίους δεν υπάρχει πληροφορία για το πού βρίσκονται, αν κάποιος είναι στο νοσοκομείο, αν βγήκε, αν βγήκε ίσως από τη χώρα κλπ. Όμως όλες οι εκκρεμότητες κλείνουν, συνήθως μέσα στην ίδια μέρα».

Ένα άλλο ζήτημα που μπορεί να ανακύψει είναι «το να μην έχουμε τρόπο επικοινωνίας με πρόσωπα που αναζητούνται, και να χαθεί χρόνος λόγω ενός λάθος τηλεφώνου για παράδειγμα».

«Μια άλλη δυσκολία», η πλέον σημαντική, κατά το ίδιο στέλεχος, «είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αρνούνται να συνεργαστούν, οπότε πρέπει να κάνουμε ό,τι προβλέπει το μνημόνιο ενεργειών μας προκειμένου να αντλήσουμε την πληροφορία που χρειαζόμαστε». Όπως λέει, «σε μερικές περιπτώσεις, οι συμπολίτες μας, για δικούς τους λόγους, δε θεωρούν ότι αποτελεί υποχρέωση τους το να μας ενημερώσουν, ενώ άλλοι θεωρούν ότι χάνουν τον χρόνο τους». Η μειοψηφική ομάδα αυτή δεν έχει κάποιο κοινό ηλικιακό γνώρισμα (π.χ. νέοι), ενώ χαρακτηριστικό της είναι, μάλλον, «η εναντίωση στον κρατικό μηχανισμό ως στάση ζωής».

Στις περιπτώσεις αυτές, λοιπόν, η συνεργασία επιχειρείται μέσω της ΕΛ.ΑΣ., η οποία δρα εν προκειμένω ως ελεγκτικός μηχανισμός της ΓΓΠΠ, αν και «τα στελέχη μας μπορούν να εκμαιεύσουν συνήθως την πληροφορία που χρειάζεται, καθώς στην πλειοψηφία τους είναι κι οι ίδιοι Ανακριτικοί Υπάλληλοι των Σωμάτων Ασφαλείας».

Υπάρχουν όμως «κι εκείνοι που μας οδηγούν σε πιο ακραία μέτρα, οπότε θα στείλουμε περιπολικό για να εντοπίσει πολίτες», ενώ, προς τούτο, «επικοινωνούμε κεντρικά με το αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. και τα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα». Θυμίζει, δε, ότι «όταν κάποιος σπάει την καραντίνα σχηματίζεται και δικογραφία, σύμφωνα με το άρθρο 285 του ΠΚ, και βεβαιώνεται το διοικητικό πρόστιμο των 5.000 ευρώ».

IMG 43af28ac7ecaf0ca5f3521616a494df7 V

«Κλειδί» η εμπιστοσύνη των πολιτών

Σε κάθε περίπτωση, «είναι σημαντικό για τον πολίτη να εφαρμόσει όλα όσα κοινοποιούνται από τους αρμόδιους φορείς, είτε από ΓΓΠΠ είτε από ΕΟΔΥ», τονίζει, εκφράζοντας την ανησυχία πως «οι πολίτες σε μεγάλο βαθμό δεν έχουν αντιληφθεί ότι η πολιτεία προσπαθεί να προστατεύσει τους ίδιους: τα κρούσματα, τους οικείους τους, όσους έρχονται σε επαφή με αυτά. Αν κανείς δεν αντιλαμβάνεται γιατί θέτουμε σε περιορισμό έναν συγγενή του ή φίλο του, αγνοεί, ουσιαστικά, ότι προστατεύουμε τον ίδιο, όπως και το περιβάλλον του, το εργασιακό, το οικογενειακό κοκ.».

Σε αυτό το πλαίσιο, υπογραμμίζει πως μέλημα των ιχνηλατών είναι το να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών που καλούνται τηλεφωνικά, στο πλαίσιο της ιχνηλάτησης, «όμως η επικοινωνία είναι κάτι αμφίδρομο», όπως λέει. «Πρέπει πομπός και δέκτης να συνεργαστούν».

IMG b52cd6a8674c5057f0380448ee602d17 V

(Το κτήριο «Φάρος» της ΓΓΠΠ – Στα επίπεδα 0 και 1 στεγάζεται η υπηρεσία ιχνηλάτησης / Πηγή: Γρ. Τύπου ΓΓ Πολιτικής Προστασίας)

Προετοιμασία για το τρίτο κύμα

Στο μεταξύ, οι συσκέψεις για την αναβάθμιση της διαδικασίας της ιχνηλάτησης αποτελούν καθημερινότητα για τους αρμόδιους, με τη σκέψη στην επόμενη ημέρα, όπως μας πληροφορεί η ίδια πηγή.

Είναι χαρακτηριστικό πως αρχικά το Κέντρο Ιχνηλατήσεων αποτελούνταν από μερικές δεκάδες υπαλλήλων, στη ΓΑΔΑ, ενώ πλέον αριθμεί περίπου 190 άτομα προσωπικό και έχει μεταφερθεί στο κτήριο «Φάρος» της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, στο Μαρούσι – επιπλέον, ακόμη 192 υπάλληλοι θα προσληφθούν τις επόμενες ημέρες, αφού ολοκληρωθούν τα απαραίτητα τεστ που πρέπει να περάσει ένας ιχνηλάτης με βάση τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται, και θα κατανεμηθούν, μάλιστα, ανά περιφέρεια.

Η όλη πορεία από το ξέσπασμα της επιδημίας και μέχρι σήμερα, υπαγόρευσε, άλλωστε, την ανάγκη για τη συνεχή βελτίωση του έργου της υπηρεσίας, η οποία καλείται να αξιοποιήσει τόσο νεότερα τεχνολογικά εργαλεία – όπως οι αναβαθμίσεις του πληροφοριακού συστήματος που χρησιμοποιείται για την ανάλυση δεδομένων – όσο και την τεχνογνωσία που αποκτήθηκε στη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης.

«Μελετάμε καθημερινά τη διεθνή βιβλιογραφία, γύρω από το ποιες χώρες είχαν καλύτερα αποτελέσματα μέσω της ιχνηλάτησης και με ποιο τρόπο, προσαρμόζοντας τα δεδομένα αυτά στην ελληνική πραγματικότητα», επισημαίνει ακόμη το στέλεχος της ΓΓΠΠ, αναφερόμενο στις προετοιμασίες των συναδέλφών του, με το βλέμμα στο τρίτο κύμα της επιδημίας, το οποίο οι επιστήμονες τοποθετούν τον Ιανουάριο.

Όπως τονίζει, καταληκτικά, ο επιτελής του Κέντρου Ιχνηλατήσεων στο iEidiseis, «προκύπτει αποδεδειγμένα πως όσο κι αν πιέστηκαν οι χώρες που δεν εγκατέλειψαν την ιχνηλάτηση, όταν αυτή κατέστη δύσκολη, ανταποκρίθηκαν καλύτερα στις προκλήσεις της Covid-19, σε σχέση με όσες έκριναν πως δε θα συνεχίσουν». Σύμφωνα με τον ίδιο «η Ελλάδα επένδυσε πάνω σε αυτό», και η πολιτική αυτή συνεχίζεται, όπως διαβεβαιώνει, καθώς αποτελεί τα τείχη προστασίας του Εθνικού Συστήματος Υγείας, το οποίο ήδη δοκιμάζεται σκληρά… 

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Χαράλαμπος Γκότσης: Η Οικονομία σε καθοδικό σπιράλ
Κυριάκος Σουλιώτης: 1 στους 10 διακόπτει την αγωγή του και 1 στους 4 ξεχνά να την λάβει καθημερινά
Chevron Right